Δυστυχώς και για τους αγίους Βαρνάβα και Ιλαρίων πολύ λίγα γνωρίζουμε. Ο Λεόντιος Μαχαιράς στο χρονικό του, καθώς κι ο Κυπριανός στην ιστορία του κατατάσσουν τους αγίους μεταξύ των 300 λεγομένων Αλαμανών, που πήγαν στην Κύπρο μετά τη Β' Σταυροφορία κι ασκήτεψαν σε διάφορα μέρη. Με τη γνώμη όμως αυτή, που όσο κι αν φαίνεται πιθανή, συγκρούεται η πληροφορία, που μας δίνεται τόσο από την παράδοση, όσο κι από το συναξάρι των αγίων. Σ' αυτό αναφέρεται ρητά, πως οι όσιοι καταγόντουσαν από την Καππαδοκία κι έζησαν μάλιστα στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μικρού (408 - 456 μ.Χ.). Κι οι δύο οι άγιοι ήσαν από ευγενικές οικογένειες κι υπηρετούσαν στον στρατό του βασιλιά, στον οποίο μάλιστα και διακρινόντουσαν για το παράστημα τους, την ανδρεία τους και την όλη γενικά ζωή τους.
Παρά το λαμπρό μέλλον που τους ανοιγόταν στην υπηρεσία τους αυτή, η αγάπη του Χριστού τους έκαμε νωρίς ν' αφήσουν τον στρατό και τη δόξα που τους χαμογελούσε και ν' αφιερωθούν στο Χριστό. Πήγαν, λοιπόν στην έρημο όπου έκαναν έργο τους την προσευχή, τη μελέτη του λόγου του Θεού, την άσκηση, την αρετή. Με ταπείνωση εκεί προσφέρουν καθημερινά τον εαυτό τους «θυσίαν ζῶσαν ἁγίαν τῷ Θεῷ εὐάρεστον» (Ρωμ. ιβ', 1). Και μια τέτοια ζωή που έχει σαν σκοπό της «τὴν δόξαν καὶ τὸν ἔπαινον τοῦ Θεοῦ», έχει και το αντίκρυσμα της. «Ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας» (Αποκ. β', 23) επιβραβεύει τους εργάτες του. Αυτό έγινε και με τους αθλητές μας.
Πλείστα θαύματα επιτελούνται καθημερινά στον τόπο της διαμονής τους στις πιστές καρδιές που τους επισκέπτονται, για να ακούσουν τις συμβουλές τους και να ενισχυθούν. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Κοντά τους βρίσκουν οι άρρωστοι τους ιατρούς, οι πονεμένοι την ελπίδα, «οἱ ἐν θλίψεσι» την παρηγοριά. Έτσι περνούν οι άγιοι ολόκληρη τη ζωή τους. Μα κι όταν τα κουρασμένα κορμιά τους ξεκουράστηκαν στη γη με την παράδοση της αγίας ψυχής τους στον Κύριο, η θαυματουργική δύναμη τους δεν σταμάτησε. Ένα τέτοιο θαύμα είναι κι ο ερχομός τους στην Κύπρο, για να συνεχίσουν εδώ «τᾶς ἰάσεις καὶ θεραπείας τῶν».
Πότε έγινε αυτός ο ερχομός και γιατί, δεν γνωρίζουμε. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι η Κύπρος εξ αίτιας της θέσεως της στο μέσο του παλαιού χριστιανικού κόσμου, υπήρξε πάντοτε το καταφύγιο των χριστιανών, που διώκονταν από τις γύρω χώρες. Μαζί τους οι χριστιανοί αυτοί, προ παντός μετά την κατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Άραβες κι ύστερα, μετέφεραν ιερά λείψανα κι εικόνες κι άλλα κειμήλια, για να τα διασώσουν. Πολλές φορές μάλιστα έκαναν και το άλλο. Έβαζαν ότι ήθελαν να διασώσουν σε μια ξύλινη κάσα, την έκλειαν προσεκτικά με κάποιο σημείωμα και την έριχναν στη Θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό ήλθαν στο νησί μας τα ιερά λείψανα των Αγίων Μάμαντος από τη Μικρά Ασία, Ερμογένους από τη νήσο Σάμο και των Βαρνάβα κι Ιλαρίωνος των θαυματουργών.
Ένα βράδυ σε μια ευσεβή καρδιά από τους Σόλους, τον Λεόντιο, όπως αναφέρει το συναξάρι των αγίων, παρουσιάσθηκαν στον ύπνο του οι όσιοι και του είπαν: «Ἀδελφέ, ἀναστᾶς λάβε τὸ ζεῦγος σου καὶ ἐλθὲ εἰς τόπον καλούμενον Στομάτιον, ὅπως ἀγάγης ἠμᾶς ἐνθάδε». Κι όταν αυτός τους ρώτησε ποίοι είναι και από που και με ποιο τρόπο ήλθαν στο νησί, οι άγιοι του απεκάλυψαν με λεπτομέρειες τα πάντα. Και την πατρίδα τους, και τα ονόματα τους και την όλη ζωή τους. Του εξήγησαν ακόμη πως «ἐκ θείας δυνάμεως ἀπεστάλησαν ἐν τὴ νήσω ταύτη οἰκῆσαι εἰς σύστασιν καὶ βοήθειαν αὐτῆς καὶ εἰς ὑγείαν τῶν νοσούντων ἐν αὐτῇ».
Μόλις τα άκουσε αυτά η φιλόχριστος εκείνη καρδιά σηκώθηκε φοβισμένη κι έσπευσε να εκτελέσει την εντολή. Πήρε το ζευγάρι των βοδιών του και τράβηξε προς το μέρος που του υποδείχθηκε, «τὸ Στομάτιον» (Στόμα), που βρίσκεται στην παραλία του Μόρφου εκεί περίπου που εκβάλλει ο ποταμός Σερράχης. Και πραγματικά! Κάπου σε μια άκρη στην αμμουδιά βλέπει σαν έφτασε μια ξύλινη κάσα κλειστή. Πλησιάζει με ευλάβεια, γονατίζει και κάνει την προσευχή του. Ασπάζεται με σεβασμό την κάσα που κλείνει τον θησαυρό του κι ύστερα σηκώνεται και με την βοήθεια των βοδιών του δοκιμάζει να την σύρει προς το μέρος, που του είχε υποδειχθεί. Παρ' όλες τις προσπάθειες του όμως η κάσα λες κι είχε ριζώσει στη γη, δεν μετεκινείτο. Όλη νύχτα αγωνίζεται μα άδικα. Καταστενοχωρημένος γονατίζει και με δάκρυα στα μάτια ικετεύει τον Θεό και τους αγίους Του, να του φανερώσουν τι να κάμει. Την επόμενη νύχτα οι άγιοι του φανερώθηκαν και πάλι και του είπαν: «Ἀδελφέ, οὐκ εἰρήκαμεν σοὶ περὶ τοῦ ζεύγους τῶν βοῶν, ἀλλὰ τοῦ ζεύγους τῶν υἱῶν σου». Αδελφέ, δεν σου είπαμε να φέρεις το ζευγάρι των βοδιών σου, άλλα τα δύο παιδιά σου. Τρομαγμένος ο ευλαβής άνθρωπος ξύπνησε και τράβηξε στο σπίτι του. Πήρε τα δύο του αγόρια και ξαναγύρισε στον τόπο, που βρισκόταν η αγία σορός. Με βαθιά ευλάβεια πατέρας και παιδιά γονάτισαν, αγκάλιασαν με πίστη την αγία σορό και με δάκρυα στα μάτια παρακάλεσαν τον Θεό και τους αγίους, να τους βοηθήσουν να πραγματώσουν τη μετακίνηση. Κι η παράκληση εισακούσθηκε. Πατέρας και υιοί πήραν την ιερή κάσα που περιείχε τα άγια λείψανα και με φόβο Θεού την μετέφεραν στον τόπο που τους είχε υποδειχθεί, την Περιστερώνα! «Ὡς θαυμαστόν, Κύριε, τὸ ὄνομά σου ἐν πάσῃ τὴ γῆ». Απ' τη στιγμή που η αγία σορός τοποθετήθηκε στη γη, τα θαύματα άρχισαν. Θαύματα πολλά! Θαύματα μικρά και μεγάλα! Τυφλοί αναβλέπουν! Δαιμονιζόμενοι απαλλάσσονται από δαιμόνια!. Πρόσωπα βασανιζόμενα από πυρετό και ποικίλες αρρώστιες θεραπεύονται! Παράλυτοι επί χρόνια σηκώνονται και περπατούν! Πηγή θεραπειών έγινε το μέρος εκείνο, ώστε όχι μόνον από τα γειτονικά χωριά, αλλά κι από όλη τη νήσο να φτάνουν καθημερινά προσκυνητές. Πήγαιναν για να εκζητήσουν με βαθιά πίστη κι ευλάβεια τη βοήθεια και τις πρεσβείες των οσίων στα προ βλήματα που τους απασχολούσαν. Σε λίγο ένας περικαλλής ναός ανεγείρεται στη μικρή πολίχνη. Ο ναός που στέκει ως τις μέρες μας για να τοποθετηθούν εκεί μέσα τα ιερά λείψανα, για να διακηρύττουν στους αιώνες τα μεγαλεία του Θεού και τη βεβαίωση Του: «Τοὺς δοξάζοντες μὲ δοξάσω»!
Τις ευεργεσίες και τις θεραπείες τους οι άγιοι προσφέρουν σε όλους. Πτωχούς και πλουσίους. Άνδρες και γυναίκες. Αρκεί οι επικαλούμενοι να προσέλθουν με ειλικρινή μετάνοια και πίστη. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και τούτο: Κάποτε στη χάρη των αγίων έφθασε και «ὁ κρατῶν» τη νήσο. Αυτός, όπως αναφέρει ο συναξαριστής, «νοσῶ πιεζόμενος βαρύτατη, δίκην παραλύτου ὑπὸ τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ βασταζόμενος, ὑπεισῆλθε τῶν ἁγίων». Δηλαδή βασανιζόμενος από μια βαριά αρρώστια, που τον καθήλωσε ακίνητο στο κρεβάτι του πόνου, μεταφέρθηκε με φορείο κρατούμενο από τους άρχοντες του μπροστά στην ιερή λάρνακα των αγίων. Μετά από θερμή προσευχή και μόλις ο ιερέας σήκωσε τα ιερά λείψανα και τα άγγιξε πάνω στον άρρωστο, το θαύμα έγινε. Το παράλυτο κορμί, το ακίνητο απ' την αρρώστια, πήρε μονομιάς δύναμη και ζωή. Τα πόδια κινήθηκαν κι ο άρρωστος απόλυτα θεραπευμένος σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά. Κάτι παραπάνω. «Τοὶς οἰκείοις ποσὶν ἤλατο, καὶ περιεπάτει σῶος». Πηδώντας έτρεξε στους δικούς του τελείως καλά. «Τὶς λαλήσει τᾶς δυναστείας σου, Χριστέ; ἢ τὶς ἐξαριθμήσει τῶν θαυμάτων σου τὰ πλήθη;» Ποίος, Χριστέ μου, μπορεί να λαλήσει τις θείες σου ευεργεσίες; Ή ποιος μπορεί να απαριθμήσει τα πλήθη των θαυμάτων σου, που φανερώνουν την ανώτερη και θεία δύναμη σου; Η απάντηση είναι: Κανένας. Το μόνο που μπορούμε να ψελλίσουμε όλοι, είναι του ψαλμωδού τα λόγια: «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίται καὶ ἐν σώματι ἄγγελοι καὶ θαυματουργοὶ γεγονότες θεοφόροι Βαρνάβα καὶ Ἰλαρίων ὅσιοι- νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐρανίων χαρισμάτων αὐτουργοί- ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ πλουσίως ἐδέξασθε. δόξα τῷ ἐνδυναμώσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι δι' ὑμῶν, πάσιν ἰάματα.