(από την λέξη τρυφή = αβρότητα) = ο αβρός, ο λεπτός στους τρόπους.
Tρυφήν τρόφιμον Tρόφιμός τε και Tρύφων,Συν τω Δορυμέδοντι εύρον την άνω.
Στους Συναξαριστές αναφέρεται γι' αυτούς μόνο η φράση: «ἡ σύναξις τούτων τελεῖται πλησίον τῆς Ἁγίας Ἄννης ἐν τῷ Δευτέρῳ».