(από το Θεός + δούλος) = ο αφωσιωμένος στον Θεό.
Ὁ Θεόδουλος ἀρεταῖς ὤφθη μέγας,Μιμούμενος μάλιστα πατρὸς τὸν βίον.
Ο Όσιος Θεόδουλος ήταν υιός του σοφού Νείλου (βλέπε 12 Νοεμβρίου), ο οποίος έγινε έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, αλλά άφησε την δόξα του κόσμου και έγινε μοναχός στο όρος Σινά μαζί με τον υιό του. Οι όσιοι έζησαν προ των μέσων του 5ου αιώνος μ.Χ. επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' (408-450 μ.Χ.).Εκεί λοιπόν που διέμεναν, ο Νείλος, ο υιός του Θεόδουλος και οι άλλοι μοναχοί, ξαφνικά τους επιτέθηκαν βάρβαροι και άρχισαν να...