(από το λατινικό marceo = μαραίνομαι) = ο αδιάφορος προς τα υλικά επίγεια (άρα εραστής των πνευματικών)
Ὁ Μᾶρκος οὐκ ἤκουσε γηΐνων λόγων,Καὶ πρὶν λιπεῖν γῆν, ὦτα γῆθεν ἐξάγων.
Ο Όσιος Μάρκος ο κωφός ήταν ασκητής και αφού έζησε ζωή όσια, απεβίωσε ειρηνικά.