ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ι´ 11 - 21
11 Καὶ ἐπιτυγχάνει τὴν σωτηρίαν του, διότι λέγει ἡ Γραφή· Καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν θὰ ἐντροπιασθῇ.
12 Ναί· καθένας ποὺ πιστεύει. Διότι δὲν ὑπάρχει διάκρισις μεταξὺ Ἰουδαίου καὶ Ἕλληνος, διότι ὁ αὐτὸς Κύριος εἶναι Κύριος ὅλων. Ὄχι μόνον Κύριος τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ Κύριος τῶν ἐθνικῶν. Καὶ ὁ Κύριος αὐτὸς εἶναι πλούσιος εἰς ἀγαθότητα καὶ ἔλεος δι’ ὅλους, ὥστε νὰ παρέχῃ ἀφθόνως τὰς δωρεὰς τῆς σωτηρίας πρὸς ἐκείνους, ποὺ ἐπικαλοῦνται αὐτόν.
13 Ὅτι δὲ ὅσοι ἐπικαλοῦνται αὐτὸν σώζονται, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὴν προφητείαν τοῦ Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος βέβαιοῖ, ὅτι καθένας ποὺ θὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ὅνομα τοῦ Κυρίου, θὰ σωθῇ.
14 Ἰδοὺ λοιπὸν διατὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεξενώθησαν ἀπὸ τὴν σωτηρίαν καὶ δὲν ἐπέτυχαν τὴν δικαίωσιν. Διὰ νὰ δικαιωθοῦν καὶ σωθοῦν, πρέπει νὰ ἐπικαλεσθοῦν τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ πῶς θὰ ἐπικαλεσθοῦν ἐκεῖνον, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ θὰ πιστεύσουν εἰς ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἤκουσαν νὰ κηρύττεται; Πῶς δὲ θὰ ἀκούσουν, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ νὰ κηρύττῃ;
15 Πῶς δὲ θὰ διεξαγάγουν ἐπιτυχῶς τὴν διακονίαν τοῦ κηρύγματος, ἐὰν δὲν ἀποσταλοῦν διὰ τὴν διακονίαν αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θεόν; Γίνεται δὲ ἡ ἀποστολὴ αὐτὴ τῶν διακόνων τοῦ κηρύγματος σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Ἡσαΐαν: Πόσον ὡραῖα εἶναι τὰ πόδια ἐκείνων, ποὺ ἀναγγέλλουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα τῆς εἰρήνης, τὴν ὁποίαν μὲ τὸ αἷμα του ἀποκατέστησε μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστός· τὰ πόδια ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι εὐαγγελίζονται τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἐξησφάλισεν ὁ Λυτρωτής!
16 Ἀλλὰ καίτοι ὁ Θεὸς ἀπέστειλε κήρυκας, δὲν ὑπήκουσαν ὅλοι εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Ἡ ἀπιστία τους ὅμως ἦτο πρὸ πολλοῦ γνωστή· διότι ὁ Ἡσαΐας λέγει προφητικῶς ἐξ ὀνόματος τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Θεοῦ· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς ὅσα ἤκουσεν ἀπὸ ἡμᾶς νὰ κηρύττωνται; Πολὺ ὀλίγοι.
17 Ἐξάγεται λοιπὸν ἀπὸ τὰ λεχθέντα ὡς συμπέρασμα, ὅτι ἡ πίστις γεννᾶται ἀπὸ τὸ ἀκουόμενον κήρυγμα, τὸ δὲ κήρυγμα γίνεται διὰ τῆς ἀναπτύξεως καὶ γνωστοποιήσεως τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
18 Ἀλλὰ λέγω ἐξετάζων ἐνδεχομένην ἔνστασιν: Μήπως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤκουσαν θεῖον κήρυγμα; Βεβαίως ἤκουσαν, διότι ἡ φωνὴ τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου, ὅμοια πρὸς τὴν φωνήν, μὲ τὴν ὁποίαν τὰ ἔργα τῆς δημιουργίας ἑξαγγέλλουν τὸν Ποιητήν τους, ἐβγῆκεν εἰς ὅλην τὴν γῆν καὶ οἱ λόγοι τους ἀκούσθησαν εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.
19 Ἀλλὰ καὶ νέαν ἔνστασιν ἐξετάζων λέγω: Μήπως δὲν ἐκατάλαβεν ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Διότι, καθὼς καταφαίνεται ἀπὸ τὰς προφητείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἦτο ἀνέκαθεν σκληροκάρδιος. Πρῶτος ὁ Μωϋσῆς λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ· Ἐγὼ θὰ σᾶς κάμω νὰ κυριευθῆτε ἀπὸ ζήλειαν δι’ ἔθνος, ποὺ σεῖς δὲν τὸ λογαριάζετε γιὰ ἔθνος· διὰ τοὺς ἀσυνέτους εἰδωλολάτρας, τοὺς ὁποίους ἐγὼ θὰ ἐλεήσω καὶ θὰ τιμήσω, θὰ φθάσῃ ἡ ζήλεια σας μέχρις ὀργῆς.
20 Ὁ Ἡσαΐας δὲ ἐν μέσῳ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ποὺ ἐπεριφρόνουν τοὺς εἰδωλολάτρας, λαμβάνει τὴν τόλμην καὶ λέγει ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ: Εὑρέθην ἐγώ, ὁ ἀληθινὸς Θεός, ἀπὸ ἐθνικοὺς ποὺ δὲν μὲ ζητοῦν, ἔγινα φανερὸς εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν μὲ ἐρωτοῦν, διότι δὲν μὲ ἡξεύρουν.
21 Πρὸς δὲ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν λέγει: Διαρκῶς σὰν πατέρας στοργικὸς ἑξάπλωσα τὰ χέρια μου διὰ νὰ ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 1 - 2
1 Κατόπιν λοιπὸν αὐτῶν, ποὺ εἴπομεν, ἐρωτῶ: Μήπως ὁ Θεὸς ἔσπρωξε μακρυὰ καὶ ἀπέρριψε τὸν ἐκλεκτὸν λαόν του; Μὴ γένοιτο νὰ εἴπωμεν κάτι τέτοιο. Διότι καὶ ἐγώ, τὸν ὁποῖον ἐκάλεσεν ὁ Θεὸς Ἀπόστολον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶμαι Ἰσραηλίτης, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, ἀπὸ τὴν φυλὴν Βενιαμίν. Πῶς λοιπὸν θὰ μὲ ἐξέλεγεν Ἀπόστολόν του ὁ Θεός, ἐὰν εἶχεν ἀπορρίψει τοὺς Ἰσραηλίτας;
2 Ὄχι· δὲν ἀπέρριψεν ὁ Θεὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, τοὺς ὁποίους, προτοῦ νὰ καλέσῃ τὰ ἔθνη, ἐπρογνώρισε καὶ ἐξέλεξεν ὡς λαὸν ἰδικόν του. Ἀλλ’ αὐτὸ, ποὺ συνέβη σήμερον, ἔγινε καὶ προτήτερα εἰς ἄλλους χρόνους τῆς Π. Διαθήκης. Ἢ δὲν ἠξεύρετε, τί λέγει ἡ Γραφή, ὅταν ἐξιστορῇ τὴν δρᾶσιν τοῦ προφήτου Ἠλία; Πῶς δηλαδὴ ὁ Ἠλίας προσευχόμενος εἰς τὸν Θεὸν ὁμίλει κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ λέγων: