Η Εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, είναι ιστορικά η πρώτη εικόνα της Εκκλησίας, ιστορηθείσα από τον Ευαγγελιστή Λουκά, όπως μαρτυρεί και το σχετικό Μεγαλυνάριο του Παρακλητικού Κανόνος προς την Υπεραγία Θεοτόκο: «Ἄλαλα τά χείλη τῶν ἀσεβῶν, τῶν μή προσκυνούντων τήν Εἰκόνα Σου τήν σεπτήν, τήν ἱστορηθεῖσαν ὑπό τοῦ Ἀποστόλου Λουκᾶ ἱερωτάτου, τήν Ὁδηγήτριαν». Κατά την συναξαριστική παράδοση ο Ιερός Ευαγγελιστής φιλοτέχνησε την εικόνα ζώσης της Υπεραγίας Θεοτόκου και εκείνη την δέχθηκε μετά μεγάλης χαράς και την ευλόγησε λέγουσα: «Ἡ χάρις τοῦ παρ’ ἐμοῦ τεχθέντος εἴη μετ’ αὐτῆς».
Η Εικόνα αυτή διασωθείσα στην Παλαιστίνη, στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, από την Αυτοκράτειρα Ευδοκία, ως δώρο στην αδελφή του Θεοδοσίου Αγία Πουλχερία (βλέπε 17 Φεβρουαρίου) και κατετέθη υπ’ αυτής στην Μονή των Οδηγών, της οποίας ήταν κτιτόρισσα. Η Εικόνα επετέλεσε αναρίθμητα θαύματα (όπως την διάσωση της Κωνσταντινούπολης το 717 μ.Χ., από τους Άραβες) και τελικά καταστράφηκε από τους Οθωμανούς κατά την Άλωση του 1453 μ.Χ.
Αντίγραφο της εικόνας βρίσκεται στη Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Ὁδηγητρίας τήν θαυμαστήν, δεῦτε νῦν Εἰκόναν, προσκυνήσωμεν εὐλαβῶς, ἐξ ἧς θεία χάρις προέρχεται ὡς μάννα, τάς τῶν πιστῶν καρδίας, ἀεί ἐκτρέφουσα.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Μήτηρ ὡς φιλόστοργος τοῖς πιστοῖς, ἔδωκας, Παρθένε, ὡς ἀκένωτον ποταμόν, χάριτος ἐνθέου, τήν θείαν Σου Εἰκόνα, ἥν πίστει προσκυνοῦντες, Σέ μεγαλύνομεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Ῥῶσιν νέμει ἄφθονον τῶν ψυχῶν, τάς πληγάς, Παρθένε, θεραπεύει ἡ Σή Εἰκών, τοῖς προσερχομένοις αὐτῆ ἐν εὐλαβείᾳ καί ὕμνοις Σε τιμῶσι, τήν Ὁδηγήτριαν.