Ο βίος του οσίου Λεοντίου του νέου σώζεται στο χειρόγραφο 677 σελ. φ 1-36 της Ιεράς Μονής του Αγίου Διονυσίου, Άγιου Όρους, το όποιο γράφτηκε περί τα τέλη του 18ου μ.Χ. αιώνα και είναι μετάφραση προηγούμενου κειμένου από τις αρχές του 17ου μ.Χ. αιώνα.
Γεννήθηκε το 1520 μ.Χ. στο Άργος της Πελοποννήσου σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και την παράδοση των πατέρων της Ιεράς Μονής Διονυσίου. Για τους γονείς του και την παιδική του ηλικία δεν γνωρίζουμε τίποτα. Μπορούμε να συμπεράνουμε όμως ότι ό Όσιος είχε ευσεβείς γονείς, αφού σε ηλικία 17 ετών, το 1537 μ.Χ., «ησύχαζε» σε ένα «μονίδριο» της Αργολίδας, επιλέγοντας τον μοναχικό βίο.
Ο Όσιος, αφού εγκατέλειψε τους γονείς του, τους συγγενείς και φίλους, δόθηκε στη νηστεία, στις προσευχές και στις ασκήσεις του σώματος, στη μελέτη των Θείων Γραφών και στα θεάρεστα έργα.
Το έτος 1537 μ.Χ., όταν οι Τούρκοι άρχισαν την επίθεση εναντίον του Ναυπλίου, ο Λεόντιος προφήτεψε ότι το κάστρο θα ερχόταν στα χέρια των Αγαρηνών, πράγμα το όποιο και έγινε το 1540 μ.Χ. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τούς Τούρκους, ο Λεόντιος κατέφυγε στο Άγιο Όρος, το όποιο αγάπησε πολύ, και ζήτησε να μονάσει στην Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου. Για να τον δεχτούν του έθεσαν δύο όρους: 1) Ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ την Μονή και 2) ότι θα αναλάβει οποιοδήποτε διακόνημα του ανατεθεί.
Κατοίκησε στο Ιερό κοινόβιο της Μονής Διονυσίου και για 60 ολόκληρα χρόνια δεν βγήκε από το Μοναστήρι. Έτσι αξιώθηκε του διορατικού και προφητικού χαρίσματος. Μετά τον θάνατο του, τα Ιερά του λείψανα ανέβλυσαν Μύρο, όπως ιστορεί και ο Ιερός Μαλαξός ο πρωτοπαπάς Ναυπλίου. Ο όσιος Λεόντιος απεβίωσε το 1605 μ.Χ. σε ηλικία 85 ετών.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τοῦ Ἄργους ἀγλάϊσμα, οἵά περ γόνος κλεινὸς καὶ θεῖον γεώργιον τῆς τοῦ Προδρόμου Μονῆς ἐδείχθης Λεόντιε. Σὺ γὰρ δι᾿ ἐνάρετου πολιτείας ἐκλάμψας, ὤφθης Χριστοῦ θεράπων καὶ σεπτὸς μυροβλύτης, διὸ σὲ Πάτερ συμφώνως πάντες γεραίρομεν.
Κοντάκιον
Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῷ Σωτῆρι Ὅσιε ἀκολουθήσας ὁσίως, σεαυτὸν καθήγνισας δι᾿ ἀρετῶν ἐμμελείας· ὅθεν σε ὁ Ζωοδότης Λόγος δοξάσας, ἔδειξε πηγὴν τὸ σκῆνός σου θείου μυρου· διὰ τοῦτο σοὶ βοῶμεν· χαίροις θεόφρον πάτερ Λεόντιε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τοῦ Ἄργους θεῖος βλαστός, καὶ Διονυσίου τοῦ Ὁσίου ὁ μιμητής, χαίροις εὐωδία τῶν μοναστῶν τοῦ Ἄθω, ὅσιε μυροβλύτα πάτερ Λεόντιε.
Ὁ Οἶκος
Ἀπὸ νεότητος σοφὲ Χριστῷ ἠκολούθησας, κόσμου ἀπώσω τὰ τερπνὰ καὶ ἀπηρνήσω σεαυτὸν φρονήματι τελείῳ· διὸ καὶ τῆς ἐνεγκαμένης μεταναστεύσας πόλεως, τὸ τοῦ Ἄθωνος Ὄρος κατέλαβες, καὶ τῇ τοῦ Βαπτιστοῦ θείᾳ Μάνδρᾳ ὡς πρόβατον σεπτὸν κατεσκήνωσας· ἔνθα τῆς χλόης τῆς ζωῆς καὶ πόας τῆς ἀειθαλοῦς ἀσκητικῶς τρυφήσας, πρὸς μάνδραν τὴν οὐράνιον καὶ τὰς τῶν Ἁγίων λαμπρότητας ἐν χαρᾷ εἰσηλασας· διὸ σὲ ὁ μέγας Ποιμὴν δοξάζων μυροβλύτην σὲ θεῖον ἔδειξε, μύρα εὔοσμα ἐκ τῶν ὀστέων βλύσαντα τοῖς βοῶσι· χαίροις θεόφρον πάτερ Λεόντιε.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὸν ἐνάρετον βίον πολιτευσάμενος, χαρισμάτων τῶν θείων ὤφθης ἀνάπλεως, καὶ μετέστης πρὸς Θεὸν ἐν δόξῃ Ὅσιε, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν κληρονόμος γεγονὼς Λεόντιε μυροβλύτα· ἄλλα μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.