(εκ του κονέω = σπεύδω, τρέχω) = ο ορμητικός.
1) Αθηναίος στρατηγός κατά τον Πελοπ. πόλεμο.2) Μυθογράφος.3) Σάμιος αστρονόμος του 3ου π.Χ. αιώνα.
Eισδύς Kόνων θάλασσαν εύρε λιμένα,Άριστα χερσίν οιακισθείς Kυρίου.
Ο Άγιος Κόνων μαρτύρησε δια πνιγμού μέσα στη θάλασσα. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για τον βίο του Αγίου.