(από την λατινική λέξη marceo = μαραίνομαι) = ο αδρανής προς τα υλικά και δραστήριος προς τα πνευματικά.
Mολύβδινον Mάρκελλος έκπυρον πόμα,Oύτω πίνων ην, ως ύδωρ εί τις πίνει.
Ο Άγιος Μάρτυς Μάρκελλος μαρτύρησε αφού τον πότισαν με βραστό μολύβι.