(από το λατινικό marceo = μαραίνομαι) = ο αδιάφορος προς τα υλικά επίγεια (άρα εραστής των πνευματικών)
Δίδωσι Mάρκω της Eδέμ κήπον μέγαν,O κήπον ευρών εις ταφήν Xριστός πάλαι.
Ο Όσιος Μάρκος ήταν μοναχός. Είναι άγνωστος ο τόπος καταγωγής και ο χρόνος της δράσεώς του. Αφού έζησε οσίως, κοιμήθηκε με ειρήνη.