Ο Άγιος Ιερομάρτυς Αβέρκιος, κατά κόσμον Πολύκαρπος Κεδρώφ, γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1879 μ.Χ. στην πόλη Γιαράνσκ της επαρχίας Βυάτκα από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς, τον Ιερομάρτυρα Νικόλαο και την Ελισάβετ. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Βυάτκα και στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρουπόλεως. Στις 2 Ιουλίου 1910 μ.Χ. έγινε μοναχός από τον Αρχιεπίσκοπο της Φιλανδίας Σέργιο Στραγκορόντσκυ, ονομάσθηκε Αβέρκιος και στις 5 του ιδίου έτους εισήλθε στην ιερωσύνη. Ανέλαβε καθήκοντα διευθυντού της Εκκλησιαστικής Σχολής του Ζχιτομίρ και στις 27 Ιουνίου 1915 μ.Χ. εξελέγη Επίσκοπος της περιοχής.
Ο Άγιος Αβέρκιος συνελήφθη για πρώτη φορά από το σοβιετικό καθεστώς το 1922 μ.Χ. και εξορίσθηκε στο Ουζμπεκιστάν. Κατά την περίοδο εκείνη αγωνίσθηκε κατά της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Το 1925 μ.Χ. ζούσε στη Μόσχα και παρευρέθηκε στην κηδεία του Πατριάρχου Τύχωνος. Συνελήφθη εκ νέου το 1926 μ.Χ. και φυλακίσθηκε στο Ζχιτομίρ. Κατόπιν μεταφέρθηκε στη φυλακή Μπουτύρκι στη Μόσχα.
Ο σθεναρός Αβέρκιος, μαζί με τον αδελφό του Αρχιεπίσκοπο Παχώμιο, υπέγραψε μια επιστολή κατά της «κρατικής θρησκείας», την οποία το άθεο καθεστώς προσπαθούσε να επιβάλει.
Το 1929 μ.Χ. φυλακίσθηκε στο Μπουτύρκι και τον Φεβρουάριο του 1930 μ.Χ. εξορίσθηκε στην πόλη του Αρχαγγέλσκ. Από το 1933 μ.Χ. μέχρι το 1934 μ.Χ. ήταν εξόριστος στην πόλη Βιρσκ στην Μπασκιρία, όπου συνελήφθη και καταδικάσθηκε, το 1937 μ.Χ., στον διά τυφεκισμού θάνατο.