(από Θεού + πέμπομαι) = ο απεσταλμένος υπό του Θεού
Τὸν Θεόπεμπτον σαρκικῆς λῦσαι πέδης,Ἦλθον, Θεοῦ πέμψαντος, ἔμπυροι Νόες.
Ο Άγιος Θεόπεμπτος απεβίωσε ειρηνικά.