ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Β' Α´ 8 - 18
8 Και, λοιπόν, μη δειλιάσης ποτέ και μη εντραπής να ομολογής την καλήν μαρτυρίαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· μη εντραπής ακόμη και εμέ, τον δέσμιον και φυλακισμένον δια την ομολογίαν του Χριστού, αλλά κακοπάθησε μαζή μου προς χάριν του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την δύναμιν, που δίδει ο Θεός.
9 Αυτός ο Θεός μας έσωσε και μας εκάλεσε με κλήσιν αγίαν, όχι δια την αξίαν των έργων μας, αλλά σύμφωνα με την ιδικήν του αγαθήν θέλησιν και χάριν, η οποία μας εδόθη δια του Ιησού Χριστού, πριν ακόμη λάβη ύπαρξιν ο κόσμος (εφ' όσον προαιωνίως είχεν αποφασίσει ο Θεός την σωτηρίαν μας).
10 Εφανερώθη δε αυτή η χάρις τώρα με την ενανθρώπησιν και εμφάνησιν εν μέσω των ανθρώπων του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος κατήργησε μεν τον θάνατον και με το θείον του φως έκαμε να λάμψη η αιωνία ζωή και η αφθαρσία, δια μέσου των αληθειών του Ευαγγελίου.
11 Εις αυτό το Ευαγγέλιον και εγώ έχω κληθή και τεθή από τον Θεόν κήρυξ και Απόστολος και διδάσκαλος των εθνών.
12 Ακριβώς δε διότι είμαι κήρυξ του Ευαγγελίου, πάσχω αυτάς τας ταλαιπωρίας, αλλά δεν εντρέπομαι (ούτε δια τα δεσμά ούτε δια την φυλάκισίν μου), διότι γνωρίζω ποίος είναι αυτός, στον οποίον έχω απολύτως εμπιστευθή τον ευατόν μου, και είμαι απολύτως πεπεισμένος, ότι είναι ικανός και δυνατός να φυλάξη έως την μεγάλην εκείνην ημέρα της Δευτέρας παρουσίας τον θησαυρόν του αποστολικού μου έργου, τον οποίον αυτός μου έχει εμπιστευθή.
13 Ως υπόδειγμα υγιούς και ανοθεύτου διδασκαλίας πρέπει να έχης και να κρατής στερεά τους λόγους, τους οποίους από εμέ ήκουσες περί της πίστεως και της αγάπης, που δίδει και καλλιεργεί εις τας καρδίας μας ο Χριστός.
14 Τον καλόν και ανεκτίμητον θησαυρόν της ευαγγελικής διδασκαλίας, που σου ενεπιστεύθη ο Θεός, φύλαξέ τον ανόθευτον και ακέραιον με την δύναμιν και την χάριν του Αγίου Πνεύματος, το οποίον κατοικεί μέσα μας.
15 Γνωρίζστούτο, ότι δηλαδή με εγκατέλειψαν και έφυγαν μακρυά όλοι αυτοί, που ευρίσκονται τώρα εις την Ασίαν, μεταξύ των οποίων είναι ο Φυγελλος και ο Ερμογένης.
16 Είθε να δώση ο Κυριος έλεος εις την οικογένειαν του Ονησιφόρου, διότι πολλές φορές μου έδωσεν αναψυχήν, άνεσιν και ξεκούρασμα, και δεν εντράπηκεν ο Ονησίφορος την αλυσίδα, με την οποίαν είμαι δεμένος.
17 Αλλά, όταν ήλθεν εις την Ρωμην, με ανεζήτησε με πολύν ζήλον και δραστηριότητα και με εύρε.
18 Είθε ο Κυριος να δώση να εύρη έλεος εκ μέρους του Κυρίου κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας. Τα όσα δε αυτός μου προσέφερε και το πόσον με εξυπηρέτησεν εις την Εφεσον, το γνωρίζεις συ καλύτερα.