ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ Θ´ 37 - 43
37 Κατά δε την επομένην ημέραν, όταν κατέβηκαν από το όρος, συνήντησε τον Ιησούν πολύς λαός.
38 Και ιδού, ένας άνθρωπος από το πλήθος εφώναξε και είπε· “διδάσκαλε, θερμώς παρακαλώ, ρίξε ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας στον υιόν μου, διότι μου είναι μονογενής.
39 Και ιδού τον κυριεύει από καιρού εις καιρόν πονηρόν πνεύμα και έξαφνα κραυγάζει και τον συγκλονίζει με σπασμούς εις όλον το σώμα και με αφρούς στο στόμα και με δυσκολίαν φεύγει από αυτόν, αφού προηγουμένως τον συντρίψη.
40 Και παρεκάλεσα τους μαθητάς σου, να το διώξουν και δεν ημπόρεσαν”.
41 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά, που παρ' όλα τα θαύματα τα οποία είδες, είσαι ακόμη άπιστος και από την κακκίαν σου διεστραμμένη, έως πότε θα είμαι μαζή σας και θα σας ανέχωμαι; Φερε το παιδί σου εδώ”.
42 Ενώ δε ο νέος προσήρχετο στον Ιησούν, τον επέταξεν κάτω με ορμήν το δαιμόνιον και τον συνεκλόνισε με σπασμούς. Ο Ιησούς όμως επέπληξε και έδιωξε το ακάθαρτον πνεύμα, εθεράπευσε το παιδί και το παρέδωσε στον πατέρα του εντελώς υγιές.
43 Και κατελαμβάνοντο όλοι από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν, δια την μεγαλειότητα του Θεού, όπως εφαίνετο με τα καταπληκτικά αυτά θαύματα. Ενώ δε όλοι εθαύμαζαν με όλα όσα έκαμεν ο Ιησούς, είπε προς τους μαθητάς του,