Η Οσία Ποπλία η Ομολογήτρια παντρεύτηκε και αναδείχτηκε πρότυπο χριστιανής γυναίκας, που ξέρει με την υπακοή και την αγάπη να διατηρεί την αρμονία του οικογενειακού σπιτιού.
Η Οσία Ποπλία γεννήθηκε και έζησε στην Αντιόχεια, επί αυτοκρατόρων μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι και Ιουλιανού του παραβάτη (361 μ.Χ.). Ο τρόπος με τον όποιο φρόντισε και μπόρεσε να αναθρέψει το μοναχογιό της Ιωάννη, μαρτυρείται από τη διαγωγή, με την οποία έλαμψε αυτός και αναδείχτηκε έξοχος μεταξύ έξοχων. Ήταν τόσο σεμνός και υπερβολικά ταπεινόφρων, ώστε όταν χήρεψε η επισκοπή Αντιοχείας τον πίεσαν να την αναλάβει αυτός. Αλλά ο Ιωάννης έμεινε άκαμπτος και έμεινε απλός Ιερέας.
Μετά λοιπόν τη δική του χειροτονία και το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του Ποπλία παρέλαβε στο σπίτι της ευσεβείς ορφανές παρθένες. Φρόντιζε να τις κυβερνά με στοργή και τις μετέδιδε τη θερμή πίστη της, τις μάθαινε να είναι αγνές και όταν χρειαστεί να γίνουν ηρωίδες του σταυρού και μάρτυρες του Ευαγγελίου. Όταν κάποτε ήλθε ο Ιουλιανός στην Αντιόχεια να ενθαρρύνει τους ειδωλολάτρες, πέρασε έξω από το σπίτι της Ποπλίας. Τότε αυτή, μαζί με τις άλλες παρθένες, έψαλλαν δυνατά «Tα είδωλα των εθνών αργύριον και χρυσίον, έργα χειρών ανθρώπων». Εκνευρισμένος ο Ιουλιανός, έστειλε και της έκαναν παρατήρηση να μη το ξανακάνει. Αλλά όταν ξαναπέρασε από το σπίτι της, αυτή έψαλλε δυνατά «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού». Τότε έδωσε διαταγή και τη μαστίγωσαν σκληρά, αλλά επειδή ήταν γριά δεν τη σκότωσε. Έτσι η Ποπλία συνέχισε το αγαθοποιό έργο της, μέχρι που η δίκαια ψυχή της παραδόθηκε στο στεφανοδότη Χριστό.