ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 13 - 19
13 Ἀφοῦ δὲ ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη τῆς Καισαρείας, τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει ὁ Φίλιππος, ἠρώτα τοὺς μαθητάς του λέγων· Ποῖος νομίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι εἶμαι ἑγώ, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;
14 Αὐτοὶ δὲ εἶπαν· Ἄλλοι μὲν λέγουν, ὅτι εἶσαι Ἰωάννης ὁ βαπτιστής, ἄλλοι δὲ ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι δὲ ὁ Ἱερεμίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς προφήτας, ποὺ ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.
15 Λέγει εἰς αὐτούς· Σεῖς δὲ ποῖος λέγετε, ὅτι εἶμαι;
16 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ εἶπε· Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ φυσικὸς καὶ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ζῇ παντοτεινά.
17 Καὶ ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε· Μακάριος εἶσαι, Σίμων, υἱὲ τοῦ Ἰωνᾶ, διότι δὲν σοῦ ἐφανέρωσε τὴν ἀλήθειαν τῆς ὀρθῆς πίστεως κανεὶς ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ Πατήρ μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.
18 Καὶ ἑγὼ δὲ σοῦ λέγω ὅτι σὺ εἶσαι Πέτρος καὶ ἐπάνω εἰς τὸν βράχον τῆς ἀληθινῆς πίστεως ποὺ ὠμολόγησες, γενόμενος μὲ τὴν ὁμολογίαν σου αὐτὴν ὁ πρῶτος λίθος τῆς πνευματικῆς μου οἰκοδομῆς, θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησίαν μου, ὁ θάνατος δὲ καὶ αἱ ὠργανωμέναι δυνάμεις τοῦ κακοῦ δὲν θὰ ὑπερισχύσουν καὶ δὲν θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία θὰ εἶναι αἰώνιος καὶ ἀθάνατος.
19 Καὶ θὰ σοῦ δώσω τὴν ἐξουσίαν τοῦ νὰ εἰσάγῃς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν πάντα ἄξιον αὐτῆς καὶ ν’ ἀποκλείῃς ἀπὸ αὐτὴν πάντα ἀνάξιον, καὶ ὁποιονδήποτε ἁμάρτημα δέσῃς καὶ τὸ διακηρύξῃς ὡς ἀσυγχώρητον ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ εἶναι δεμένον καὶ ἀσυγχώρητον καὶ εἰς τοὺς οὐρανούς· καὶ ὁποιονδήποτε ἁμάρτημα λύσῃς διὰ συγχωρήσεως ἐπὶ τῆς γῆς, θὰ εἶναι συγχωρημένον καὶ εἰς τοὺς οὐρανούς.