ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Α´ 12 - 17
12 Τότε οἱ Ἀπόστολοι ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸ ὄρος, ποὺ ἐλέγετο Ἐλαιών, καὶ εἶναι πλησίον τῆς Ἱερουσαλήμ εἰς ἀπόστασιν τὀσην, ὅση ἐπετρέπετο να βαδίσουν οἱ Ἰουδαῖοι κατὰ τὸ Σάββατον.
13 Καὶ ὅταν ἐμβῆκαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον, εἰς τὸ ἐπάνω δηλαδὴ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου τακτικὰ συνηθροίζοντο ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὅπου συνηντῶντο καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Θωμάς, ὁ Βαρθολομαῖος καὶ ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ὁ Ἰούδας ὁ υἱὸς τοῦ Ἰακώβου.
14 Αὐτοὶ ὅλοι μὲ μίαν ψυχὴν καὶ καρδίαν καὶ μὲ τὰ αὐτὰ αἰσθήματα καὶ διαθέσεις παρέμεναν ἀκούραστοι καὶ καρτερικοὶ εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὴν δέησιν μαζὶ μὲ τὰς εὐσεβεῖς γυναῖκας, ποὺ ἠκολούθησαν τὸν Κύριον ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, καὶ μὲ τὴν Μαρίαν τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ μαζὶ μὲ τοὺς νομιζομένους ἀδελφούς του.
15 Καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ποὺ ἐπηκολούθησαν εἰς τὴν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου, ἐσηκώθη ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν καὶ εἶπεν· (Ἦσαν δὲ συνηθροισμένοι εἰς τὸ αὐτὸ μέρος περίπου ἑκατὸν εἴκοσι πρόσωπα).
16 Ἄνδρες ἀδελφοί· Ἀφοῦ ἦτο θεόπνευστος, ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθῇ ἐπακριβῶς καὶ ἐξ ὁλόκληρου ὁ λόγος τῆς Γραφῆς, τὸν ὁποῖον προεῖπε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τοῦ στόματος τοῦ Δαβὶδ περὶ τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος κατήντησε νὰ γίνῃ ὁδηγὸς ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν.
17 Ἡ προφητεία αὐτὴ ὁμιλεῖ περὶ ἀξιώματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσεν ὁ Ἰούδας. Διότι εἶχε συγκαταριθμηθῆ μαζὶ μὲ ἡμᾶς καὶ ἔλαβεν ὅχι ἀπὸ ἰδικήν του ἀξιομισθίαν, ἀλλὰ σὰν λαχεῖον κατὰ θείαν χάριν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐξετίμησε, τὸ μερίδιον του εἰς τὴν διακονίαν αὐτὴν τὴν ἀποστολικήν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Α´ 21 - 26
21 Ἀφοῦ λοιπὸν μὲ τὸν θάνατον τοῦ Ἰούδα καὶ τὴν ἐρήμωσιν τοῦ χωραφιοῦ του ἐπληρώθη ἡ πρώτη προφητεία, πρέπει διὰ νὰ πληρωθῇ καὶ ἡ τελευταία αὐτὴ προφητεία νὰ γίνῃ ἀντικατάστασις τοῦ Ἰούδα. Ἀπὸ τοὺς ἄνδρας δηλαδὴ ἐκείνους, ποὺ ἦσαν μαζί μας καὶ παρηκολούθησαν καθ’ ὅλον τὸν χρόνον τῆς δράσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸν ὁποῖον ἔμπαινε καὶ ἔβγαινε μεταξύ μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς,
22 ἀπὸ τὸν καιρὸν ποὺ ἔκαμε τὴν ἀρχὴν τῆς δημοσίας δράσεώς του, δηλαδὴ ἀπὸ τῆς βαπτίσεώς του ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου μέχρι τῆς ἡμέρας κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνελήφθη καὶ μᾶς ἔφυγε, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς λοιπὸν ἕνας πρέπει νὰ ἐκλεγῇ καὶ νὰ γίνῃ μαζὶ μὲ ἡμᾶς μάρτυς τῆς Ἀναστάσεώς του.
23 Καὶ ἐπρότειναν ὡς ὑποψηφίους δύο, τὸν Ἰωσήφ, ποὺ ἐκαλεῖτο Βαρσαββᾶς, ὁ ὁποῖος ἔλαβε καὶ τὸ ἐπώνυμον Ἰοῦστος, καὶ τὸν Ματθίαν.
24 Καὶ προσευχήθησαν καὶ εἶπαν· Σύ, Κύριε, ποὺ γνωρίζεις τὰς καρδίας ὅλων, φανέρωσε καθαρὰ ἐκεῖνον, ποὺ ἐξέλεξες, ἕνα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο,
25 διὰ νὰ πάρῃ τὸ κατὰ θείαν βουλὴν καὶ χάριν καὶ σὰν ἄλλον λαχνὸν παρεχόμενον ἀξίωμα τῆς διακονίας ταύτης, τουτέστι τὸ ἀποστολικόν, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξέπεσεν ὁ Ἰούδας διὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν τόπον τῆς αἰωνίας καταδίκης, ποὺ τοῦ ἤξιζε καὶ τὸν ὁποῖον μόνος του ἐδιάλεξε.
26 Καὶ ἔρριψαν κλήρους μὲ τὰ ὀνόματά των καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὸν Ματθίαν καὶ κατετάχθη οὗτος μὲ τοὺς ἕνδεκα ἀποστόλους.