ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Θ´ 6 - 19
6 Τὸ ὅτι ὅμως ἐχωρίσθησαν οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὸν Μεσσίαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὰς εὐλογίας, ποὺ μᾶς ἔφερε, δὲν ἔχει τέτοιαν σημασίαν, ὁποίαν ἐκ πρώτης ὄψεως θὰ ἐφαντάζετο κανείς. Δὲν σημαίνει δηλαδή, ὅτι ἔχασε τὴν δύναμίν του καὶ διεψεύσθη ὁ λόγος, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἐβεβαίωσε τὴν διαθήκην του. Διότι ἀληθινὸς ἰσραηλιτικὸς λαὸς δὲν εἶναι ὅλοι, ὅσοι κατάγονται σαρκικῶς ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ.
7 Οὔτε διότι εἶναι σαρκικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, εἶναι δι’ αὐτὸ τέκνα τοῦ Ἀβραὰμ μὲ κληρονομικὰ δικαιώματα ἐπὶ τῆς ἐπαγγελίας. Ἀλλά, καθὼς λέγει ἡ Γραφή, ἀπὸ τὸν Ἰσαὰκ θὰ ὀνομασθοῦν οἱ ἀληθινοὶ ἀπόγονοί σου.
8 Μὲ ἄλλα λόγια τέκνα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τὰ σαρκικὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται κατὰ νόμους φυσικούς. Ἀλλὰ τὰ τέκνα, ποὺ γεννῶνται σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ λογαριάζονται εἰς ἀληθινοὺς καὶ πραγματικοὺς ἀπογόνους.
9 Διότι εἶναι λόγος ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεως ὁ λόγος αὐτός, τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὅταν προανήγγελλε τὴν γέννησιν τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ μόνου πραγματικοῦ κληρονόμου τοῦ Ἀβραάμ. Εἶπε δηλαδὴ ὁ Θεός: Τὸ ἐρχόμενον ἔτος σὰν τώρα θὰ ἔλθω καὶ ἡ στεῖρα Σάρρα θὰ ἔχῃ παιδί.
10 Ὄχι δὲ μόνον ἡ Σάρρα ἐγέννησε κατὰ τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ Ρεβέκκα ἔλαβε θείαν ἐπαγγελίαν καὶ ὑπόσχεσιν καὶ ἀπὸ ἕνα ἄνδρα, δηλαδὴ τὸν πατέρα μας Ἰσαάκ, συνέλαβε καὶ ἐτεκνοποίησεν.
11 Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι ἀγαθὸν ἢ κακόν,
12 ἐλέχθη εἰς αὐτήν, ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους. 11,12 Ὅτι δὲ σύμφωνα μὲ θείαν ὑπόσχεσιν ἐγέννησε καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ἀκόμη δὲν εἶχαν γεννηθῆ τὰ δίδυμα παιδιά της καὶ δὲν εἶχαν ἀκόμη πράξει κάτι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἐλέχθη εἰς αὐτήν, ὅτι ὁ μεγαλύτερος Ἠσαῦ θὰ δουλεύσῃ εἰς τὸν μικρότερον Ἰακώβ. Καὶ ἔγινεν αὐτό, διὰ νὰ μένῃ στερεὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητος ἡ βουλὴ καὶ ἡ προαπόφασις τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία βασίζεται εἰς τὴν ἐκλογήν του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἔργα ἀνθρώπου, ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ καὶ προορίζει τοὺς ἀνθρώπους.
13 Πράγματι δὲ ἡ ὑπόσχεσις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἔλαβε τελείαν ἐπαλήθευσιν σύμφωνα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Μαλαχίαν· Τὸν Ἰακὼβ καὶ τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ κατάγονται ἀπὸ αὐτόν, ἠγάπησα, λέγει ὁ Θεός· τὸν δὲ Ἠσαῦ καὶ τοὺς ἀπογόνους του Ἰδουμαίους ἀπεδοκίμασα.
14 Ἀλλ’ ἐὰν ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ προτίμησις ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος καλεῖ τὸν ἄνθρωπον, τί λοιπὸν θὰ εἴπωμεν; Διέπραξεν ἀδικίαν ὁ Θεὸς εἰς βάρος τοῦ Ἠσαῦ; Μὴ γένοιτο νὰ μᾶς περάσῃ ἀπὸ τὸν νοῦν κάτι τέτοιο.
15 Πάντοτε οὕτως ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ἀποδεικνύεται δὲ τοῦτο ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ εἰς ἄλλο μέρος βεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὸν κατ’ ἐκλογὴν προορισμόν, ποὺ κάνει ὁ δίκαιος Θεός. Εἶπε δηλαδὴ εἰς τὸν Μωϋσὴν ὁ Θεός· Θὰ ἐλεήσω ὁποιονδήποτε ἐγὼ ὁ ἀπροσωπόληπτος καὶ δίκαιος κρίνω ἄξιον τοῦ ἐλέους μου, καὶ θὰ δείξω τοὺς οἰκτιρμούς μου εἰς ὁποιονδήποτε ἐγὼ εὑρίσκω ἄξιον τῆς εὐσπλαγχνίας μου.
16 Τὸ συμπέρασμα λοιπὸν ἐκ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἶναι, ὅτι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Ἠσαῦ ἐνήργησεν ὁ Θεὸς σύμφωνα μὲ ἀρχήν, τὴν ὁποίαν ἐφαρμόζει γενικῶς. Κατὰ τὴν ἀρχὴν δὲ αὐτὴν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξαρτᾶται τελείως καὶ ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸν θέλοντα οὐδὲ ἀπὸ τὸν ἐπιδιώκοντα τὸ ἔλεος τοῦτο ἄνθρωπον, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐλεοῦντα Θεόν.
17 Αὐτὸ ἄλλως τε φαίνεται καὶ ἀπὸ ἄλλο τῆς Γραφῆς παράδειγμα. Διότι λέγει ἡ Γραφὴ εἰς τὸν Φαραώ, ὅτι ἀκριβῶς δι’ αὐτὸ ἐπέτρεψα νὰ ἀνυψωθῇς εἰς τὸ βασιλικὸν ἀξίωμα, διὰ νὰ δείξω διὰ σοῦ τὴν δύναμίν μου καὶ νὰ διαφημισθῇ τὸ ὄνομά μου εἰς ὅλην τὴν γῆν.
18 Συνάγεται λοιπὸν καὶ ἀπὸ τὸ νέον αὐτὸ τῆς Ἁγίας Γραφῆς παράδειγμα, ὅτι ἐλεεῖ ὁ Θεὸς ἐκεῖνον ποὺ θέλει, ἀλλὰ καὶ ὅποιον θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται. Προϋποτίθεται ὅμως, ὅτι πάντοτε ἡ θέλησις καὶ ἡ προτίμησις αὐτὴ τοῦ Θεοῦ στηρίζεται ἐπὶ τῆς προγνώσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης του.
19 Ὕστερον λοιπὸν ἀπὸ αὐτὰ θὰ μοῦ προβάλῃς τὴν ἔνστασιν: Ἀφοῦ ὅποιον ὁ Θεὸς θέλει, τὸν ἐγκαταλείπει καὶ σκληρύνεται, διατὶ πλέον ἀποδοκιμάζει καὶ κατακρίνει τοὺς σκληρυνομένους; Εἰς τὸ θέλημά του ποῖος ἀντεστάθη ποτέ;