ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΒ´ 27 - 31
27 Σεῖς δὲ οἱ Χριστιανοὶ εἶσθε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη, ποὺ ἀναλόγως τοῦ χαρίσματός του ἔχει ὁ καθένας σας μίαν θέσιν καὶ ἕνα μέρος εἰς τὴν ζωὴν τοῦ συνόλου.
28 Καὶ ἄλλους μὲν ἐτοποθέτησεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πρῶτον Ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους. Ἔπειτα ἄλλους τοὺς ἔθεσε νὰ κάνουν κάθε εἴδους θαύματα, ἄλλους νὰ ἔχουν χαρίσματα θεραπειῶν, χαρίσματα προστασίας τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν πτωχῶν, τῶν παντὸς εἴδους ἀσθενῶν· χαρίσματα κυβερνήσεως καὶ διοικήσεως ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ· χαρίσματα διαφόρων γλωσσῶν.
29 Εἰς τὸν καθένα ὁ Κύριος ἔδωκε τὸ ἰδικόν του χάρισμα. Μήπως εἶναι ὅλοι Ἀπόστολοι; Μήπως εἶναι ὅλοι προφῆται; Μήπως εἶναι ὅλοι διδάσκαλοι; Μήπως ἔχουν ὅλοι χαρίσματα θαυματουργικά;
30 Μήπως ἔχουν ὅλοι χαρίσματα θεραπειῶν; Μήπως ὅλοι ὁμιλοῦν γλώσσας; Μήπως ὅλοι ἔχουν τὸ χάρισμα νὰ διερμηνεύουν γλώσσας;
31 Ἐπιδιώκετε δὲ μὲ ζῆλον τὰ χαρίσματα, ποὺ φέρουν μεγαλυτέραν ὠφέλειαν, δι’ αὐτὸ δὲ εἶναι καὶ ἀνώτερα χαρίσματα. Καὶ σᾶς δεικνύω ἀκόμη δρόμον καὶ μέσον ἔξοχον καὶ ὑπέροχον, μὲ τὸ ὁποῖον ἀποκτῶνται τὰ καλύτερα χαρίσματα. Καὶ τὸ μέσον αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΓ´ 1 - 8
1 Εὰν ὑποθέσωμεν, ὅτι ὁμιλῶ τὰς γλώσσας τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἀγγέλων, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπην, ἔγινα ὅμοιος πρὸς τὸν ἄψυχον χαλκόν, ποὺ βουΐζει, ὅταν τὸν κτυποῦν, ἢ πρὸς τὸ κύμβαλον, ποὺ βγάζει θορυβώδη καὶ χωρὶς σημασίαν ἦχον.
2 Καὶ ἐὰν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἐὰν γνωρίζω ὅλα τὰ μυστικὰ σχέδια τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχω ὅλην τὴν γνῶσιν, ποὺ ἠμπορεῖ νὰ ἀποκτήσῃ ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἐὰν ἔχω κάθε βαθμὸν πίστεως, ὥστε νὰ μεταθέτω καὶ βουνὰ ἀκόμη, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπην, δὲν εἶμαι τίποτε.
3 Καὶ ἐὰν διαθέσω ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου διὰ νὰ θρέψω μὲ ψωμιὰ τοὺς πτωχούς, καὶ ἐὰν παραδώσω τὸ σῶμα μου διὰ νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅμως ἀγάπην, δὲν ὠφελοῦμαι τίποτε ἀπὸ τὰς θυσίας αὐτάς.
4 Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει τὴν ἀγάπην, εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικὸς καὶ μὲ πλατειὰ καρδιά· γίνεται εὐεργετικὸς καὶ ὠφέλιμος· ἡ ἀγάπη δὲν φθονεῖ, ἡ ἀγάπη δὲν ξιππάζεται καὶ δὲν φέρεται μὲ ἀλαζονείαν καὶ προπέτειαν· δὲν φουσκώνει ἀπὸ οἴησιν καὶ ὑπερηφάνειαν·
5 δὲν πράττει τίποτε τὸ ἄσχημον, δὲν ζητεῖ τὰ ἰδικά της συμφέροντα, δὲν ἐρεθίζεται ἀπὸ θυμὸν καὶ ὀργήν, δὲν σκέπτεται ποτὲ κακὸν κατὰ τοῦ πλησίον, οὔτε λογαριάζει τὸ κακὸν ποὺ ἔπαθε ἀπὸ αὐτόν.
6 Δὲν χαίρει, ὅταν βλέπῃ νὰ γίνεται κάτι ἄδικον, χαίρει δὲ ὅταν βλέπῃ τὴν ἀλήθειαν νὰ ἐπικρατῇ.
7 Σκεπάζει ὅλας τὰς ἐλλείψεις τοῦ πλησίον καὶ δὲν τὸν διαπομπεύει δι’ αὐτάς· σχηματίζει εὐμενῆ πεποίθησιν ὑπὲρ τοῦ ἀγαπωμένου εἰς ὅλα· καὶ ὅταν εὑρίσκεται ἐνώπιον παρεκτροπῶν τοῦ πλησίον ἐλπίζει, ὅτι ἀπὸ ὅλας αὐτὰς θὰ διορθωθῇ οὗτος· εἰς ὅλα δεικνύει ὑπομονὴν διὰ τὸν πλησίον.
8 Ἡ ἀγάπη δὲν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλὰ μένει πάντοτε βεβαία καὶ ἰσχυρά, ἀκόμη καὶ μετὰ τὸν θάνατον μας. Εἴτε προφητεῖαι ὑπάρχουν τώρα ὡς χαρίσματα τοῦ Πνεύματος, θὰ καταργηθοῦν· εἴτε χαρίσματα γλωσσῶν ὑπάρχουν, καὶ αὐτὰ θὰ παύσοον· εἴτε γνῶσις ὑπάρχει θὰ καταργηθῇ καὶ αὐτή.