ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΑ´ 21 - 33
21 Μὲ ἐντροπήν μου τὸ λέγω, σὰν νὰ ὑπήρξαμεν ἡμεῖς ἀσθενεῖς καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦσαμεν νὰ σᾶς κάμωμεν, ὅ,τι σᾶς ἔκαμαν ἐκεῖνοι. Μάθετε ὅμως, ὅτι εἰς ὀ,τιδήποτε καὶ ἂν τολμᾷ νὰ καυχηθῇ κανεὶς -διαπράττω ἀφροσύνην ποὺ τὸ λέγω - τολμῶ καὶ ἑγὼ νὰ καυχηθῶ.
22 Διὰ ποῖον προτέρημα καὶ προσὸν καυχῶνται; Εἶναι Ἑβραῖοι; Καὶ ἑγὼ εἶμαι Ἑβραῖος καὶ ὁμιλῶ τὴν ἀραμαϊκήν. Καυχῶνται ὅτι εἶναι Ἰσραηλῖται; Εἶμαι καὶ ἑγὼ ἀπόγονος τοῦ Ἰσραήλ. Καυχῶνται ὅτι εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ; Εἶμαι καὶ ἑγώ.
23 Καυχῶνται ὅτι εἶναι διάκονοι Χριστοῦ; Καὶ ἐὰν παραδεχθῶ ὅτι εἶναι - ὁμιλῶ σὰν παράφρων ἐγὼ εἶμαι παραπάνω ἀπὸ αὐτοὺς διάκονος τοῦ Χριστοῦ. Ὑπεβλήθην εἰς κόπους περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἐπερίμενε κανείς· ὑπέστην εἰς τὸ σῶμα μου κτυπήματα καὶ πληγὰς ὑπερβολικάς· ἐρρίφθην εἰς φυλακὰς περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον διέτρεξα πολλὰς φορὰς κινδύνους νὰ θανατωθῶ.
24 Ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πέντε φορὰς ἐμαστιγώθην μὲ τεσσαράκοντα παρὰ μίαν μαστιγώσεις
25 Τρεῖς φορὰς ἐρραβδίσθην, μίαν φορὰν ἐλιθοβολήθην, τρεῖς φορὰς ὑπέστην ναυάγιον, ἐπὶ ἐν ἡμερονύκτιον ἔμεινα εἰς τὸ ἀνοικτὸν πέλαγος καὶ μὲ ἔδερναν τὰ ἄγρια κύματα.
26 Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ ὁδοιπορίας πολλὰς φοράς, μὲ κινδύνους μέσα εἰς πλημμυρισμένα κατὰ τὸν χειμῶνα ποτάμια, μὲ κινδύνους ἀπὸ ληστάς, ποὺ παρεμόνευαν εἰς τὰ μέρη τῶν περιοδειῶν μου· μὲ κινδύνους ἀπὸ τὸ ἰδικόν μου ἰουδαϊκὸν γένος, εἰς τὸ ὁποῖον ἔγινα μισητὸς λόγῳ τοῦ ὅτι ἐκήρυττον τὴν διὰ μόνου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρίαν πάντων τῶν ἀνθρώπων· μὲ κινδύνους ἀπὸ ἐθνικοὺς καὶ εἰδωλολάτρας· μὲ κινδύνους μέσα εἰς πόλεις μὲ κινδύνους μέσα εἰς ἐρήμους τόπους· μὲ κινδύνους μέσα εἰς θαλάσσας, ποὺ διέσχιζα ταξιδεύων διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου μὲ κινδύνους ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ἦσαν ψευδάδελφοι καὶ ἔφεραν ὑποκριτικῶς τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ.
27 Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ κόπον καὶ μόχθον, μὲ ἀγρυπνίας πολλὰς φοράς, μὲ πεῖναν καὶ μὲ δίψαν ὅταν ἀπεμονούμην εἰς μακρυνὰς ὁδοιπορίας, μὲ νηστείας πολλὰς φοράς, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα, ὅταν μὲ θερινὰ ρούχα κατελαμβανόμην αἰφνιδίως ἀπὸ τὸν χειμῶνα.
28 Ὑπηρέτησα τὸν Κύριον μὲ κόπον καὶ μόχθον, μὲ ἀγρυπνίας πολλὰς φοράς, μὲ πεῖναν καὶ μὲ δίψαν ὅταν ἀπεμονούμην εἰς μακρυνὰς ὁδοιπορίας, μὲ νηστείας πολλὰς φοράς, μὲ ψῦχος καὶ γυμνότητα, ὅταν μὲ θερινὰ ρούχα κατελαμβανόμην αἰφνιδίως ἀπὸ τὸν χειμῶνα.
29 Ποῖος ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀσθενεῖ πνευματικῶς ἢ καὶ σωματικῶς καὶ δὲν ἀσθενῶ καὶ ἐγὼ μαζί του; Ποῖος σκοντάπτει καὶ πίπτει εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ δὲν καίομαι καὶ ἑγὼ εἰς τὴν κάμινον τῆς θλίψεως καὶ τῆς ἐντροπῆς;
30 Ἐὰν παραστῇ ἀνάγκη νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ διὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς πειρασμούς μου.
31 Θὰ σᾶς εἴπω πράγματα, ποὺ ἴσως σᾶς φανοῦν ἀπίστευτα. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, γνωρίζει, ὅτι δὲν ψεύδομαι.
32 Εἰς τὴν Δαμασκὸν ὁ διοικητής, ποὺ εἶχε διορισθῆ ἀπὸ τὸν βασιλέα Ἄρέταν, ἐφρούρει τὴν πόλιν τῶν Δαμασκηνῶν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μὲ συλλάβῃ.
33 Καὶ ἀπὸ κάποιο παράθυρο μὲ κατέβασαν κάτω μέσα εἰς κάλαθον δικτυωτὸν διὰ μέσου τοῦ τείχους τῆς πόλεως καὶ ἐξέφυγα ἀπὸ τὰς χεῖρας του.
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' ΙΒ´ 1 - 9
1 Νὰ σᾶς ὁμιλήσω λοιπὸν καὶ δι’ ἄλλους διωγμούς μου, δὲν μὲ συμφέρει νὰ καυχῶμαι. Παύω διὰ τοῦτο νὰ ὁμιλῶ περὶ τῶν διωγμῶν καὶ τῶν ἄλλων κόπων μου, διότι ἄλλως τε θὰ ἔλθω εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις τὰς ὁποίας ἔλαβον ἀπὸ τὸν Κύριον.
2 Γνωρίζω ἄνθρωπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς στενὴν σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Χριστόν. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πρὸ δεκατεσσάρων ἐτῶν, εἴτε ἦτο εἰς τὸ σῶμα του κατὰ τὴν ὥραν ἐκείνην, εἴτε ἦτο εἰς ἔκστασιν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του, δὲν γνωρίζω.Ὁ Θεὸς ἠξεύρει. Γνωρίζω μόνον ὅτι ἡρπάγῃ ὁ τοιοῦτος καὶ ἐσηκώθη ἕως τὸν τρίτον οὐρανόν, ποὺ διαμένουν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις.
3 Καὶ γνωρίζω, ὅτι ὁ τοιοῦτος ἄνθρωπος (εἴτε μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα του μὲ μόνην τὴν ψυχήν του δὲν γνωρίζω· ὁ Θεὸς γνωρίζει)
4 ἡρπάγη εἰς τὸν Παράδεισον καὶ ἤκουσε λόγους, ποὺ γλῶσσα ἀνθρωπίνη δὲν ἔχει τὴν δύναμιν νὰ τοὺς εἴπη, καὶ τοὺς ὁποίους διὰ τὴν ἱερότητά των δὲν ἐπιτρέπεται εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς εἴπῃ.
5 Διὰ τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον θὰ καυχηθῶ. Δὲν εἶναι ὁ συνήθης Παῦλος αὐτός, ἀλλὰ ἄλλος Παῦλος, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Κύριος ἔδωκε χάριτας. Διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὅμως δὲν θὰ καυχηθῶ παρὰ μόνον εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμούς μου, ὅπου δεικνύεται ἡ ἀσθένειά μου, ἀλλὰ καὶ ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν μὲ ἀφίνει νὰ καταβληθῶ.
6 Μόνον διὰ τὰς ἀσθενείας μου αὐτὰς θὰ καυχηθῶ καὶ ὄχι διὰ τὰς ἐπιτυχίας καὶ τὴν δρᾶσιν μου. Διότι, ἐὰν θελήσω καὶ δι' αὐτὰ νὰ καυχηθῶ, δὲν θὰ εἶμαι ἄφρων καὶ ἀνόητος, διότι θὰ εἴπω ἀλήθειαν. Δυσκολεύομαι ὅμως νὰ καυχηθῶ, διὰ νὰ μὴ μοῦ λογαριάσῃ κανεὶς παραπάνω ἀπ’ ἐκεῖνο, ποὺ βλέπει εἰς ἑμὲ ἢ ἀκούει ἀπὸ ἑμέ.
7 Καὶ ἕνεκα τῆς ὑπερβολῆς τῶν ἀποκαλύψεων ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς καὶ μοῦ ἐδόθη ξύλον ἀκανθωτὸν εἰς τὸ σῶμα, ἀρρώστια ἀθεράπευτος, ἄγγελος τοῦ σατανᾶ διὰ νὰ μὲ κτυπᾶ κατὰ πρόσωπον καὶ μὲ ταλαιπωρῇ, διά νὰ μὴ ὑπερηφανεύωμαι.
8 Διὰ τὸν πειρασμὸν αὐτὸν τρεῖς φορὰς παρεκάλεσα τὸν Κύριον νὰ μοῦ τὸν ἀπομακρύνῃ.
9 Καὶ μοῦ ἔχει εἴπει ὁ Κύριος· Σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίδω. Διότι ἡ δύναμίς μου ἀναδεικνύεται τελεία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενὴς καὶ μὲ τὴν ἐνίσχυσίν μου κατορθώνῃ μεγάλα καὶ θαυμαστά. Πάρα πολὺ εὐχαρίστως λοιπὸν θὰ καυχῶμαι περισσότερον εἰς τὰς ἀσθενείας μου, διὰ νὰ κατοικήσῃ μέσα μου ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.