ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙΒ´ 36 - 47
36 Ἕως ὅτου ἔχετε μεταξύ σας ἐμέ, ποὺ εἶμαι τὸ φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς καὶ ἀναγνωρίσατε, ὅτι ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ φωτός, ὁλόκληροι φωτισμένοι ἀπὸ τὸ φῶς τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἁγιότητος. Αὐτὰ ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀναχωρήσας ἀπὸ τὸ ἱερὸν καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα ἐκρύβη ἀπὸ αὐτούς, διὰ νὰ μὴ ἐρεθίζωνται ἀπὸ τὴν παρουσίαν του περισσότερον.
37 Καίτοι δὲ τόσον πολλὰ θαύματα εἶχε κάμει ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια των ὁ Ἰησοῦς, ὅμως αὐτοὶ ἐπέμεναν νὰ μὴ πιστεύουν εἰς αὐτόν,
38 διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἐπαληθεύσῃ ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, τὸν ὁποῖον εἶπε· Κύριε, ποῖος ἐπίστευσεν εἰς τὸ κήρυγμα, ποὺ ἀκούεται ἀπὸ τὸ στόμα μας; Καὶ ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου, ποὺ εἰργάσθη διὰ τοῦ Χριστοῦ θαύματα, εἰς ποῖον ἐφανερώθη; Εἰς ἐλαχίστους μόνον.
39 Ἕνεκα δὲ τῆς δυστροπίας των αὐτῆς, τὴν ὁποίαν προεῖδεν ὁ Θεὸς καὶ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας, ἐπειδὴ ἦλθεν ἡ ὥρα νὰ πληρωθῇ ἡ προφητεία αὐτή, δὲν ἠμποροῦσαν νὰ πιστεύσουν, διότι πάλιν εἶπεν ὁ Ἡσαΐας·
40 Λόγῳ τῆς κακῆς των διαθέσεως καὶ προαιρέσεως παρεχώρησεν ὁ Θεὸς νὰ τυφλωθοῦν οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς διανοίας των καὶ νὰ σκοτισθῇ ἡ καρδία των, διὰ νὰ μὴ ἴδουν μὲ τοὺς πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν μὲ τὴν καρδίαν τους καὶ ἐπιστραφοῦν διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἰατρεύσω τὰς ψυχάς των.
41 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἡσαΐας, ὅταν δι’ ἀποκαλυπτικῆς ὀπτασίας εἶδε τὴν δόξαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐκάθητο πρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεώς του εἰς θρόνον ὑψηλόν, καὶ ὡμίλησεν ἀκολούθως περὶ αὐτῶν, ποὺ εἶδεν.
42 Μ’ ὅλα ταῦτα καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, ἐξ αἰτίας ὅμως τῶν Φαρισαίων δὲν ὡμολόγουν φανερὰ τὴν πίστιν των, διὰ νὰ μὴ ἀφορισθοῦν καὶ διωχθοῦν ἀπὸ τὴν συναγωγήν.
43 Τοὺς ἐφόβιζε δὲ ὁ ἀφορισμὸς αὐτός, διότι ἠγάπησαν τὴν τιμὴν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τῶν ἀνθρώπων πολὺ περισσότερον, παρὰ τὴν δόξαν καὶ ἐπιδοκιμασίαν τοῦ Θεοῦ.
44 Ὁ Ἰησοῦς δὲ ἐφώναξε διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι καὶ εἶπε· Διατί φοβεῖσθε νὰ ὁμολογήσετε τὴν εἰς ἐμὲ πίστιν σας; Μάθετε, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει εἰς ἐμέ, δὲν πιστεύει εἰς ἐμέ, ἀλλ’ εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλε.
45 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὰ πνευματικὰ μάτια, τὰ ὁποῖα ἀνοίγει καὶ φωτίζει ἡ πίστις, βλέπει ἐμέ, βλέπει τὸν Πατέρα ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον.
46 Ἐγὼ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ εἶμαι φῶς πνευματικὸν δι’ αὐτόν, διὰ νὰ μὴ μείνῃ εἰς τὸ ἠθικὸν σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ πιστεύουν εἰς ἐμέ.
47 Καὶ ἐὰν κανεὶς ἀκούσῃ τοὺς λόγους μου καὶ δὲν τοὺς πιστεύσῃ, ὥστε νὰ ἐγκολπωθῇ αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς τηρήσῃ εἰς τὸν βίον του, ἐγὼ δὲν καταδικάζω αὐτὸν ἀπὸ τώρα, οὔτε θὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ κύριος αἴτιος τῆς καταδίκης του. Διότι δὲν ἦλθα διὰ νὰ κατακρίνω τὸν κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ σώσω τὸν κόσμον.