ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Ϛ´ 56 - 69
56 Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὴν σάρκα μου καὶ πίνει τὸ αἷμα μου, ἐνώνεται μαζί μου εἰς ἕνα σῶμα καὶ συνεπῶς μένει αὐτὸς μέσα μου γινόμενος μέλος ἰδικόν μου καὶ ἐγὼ μένω εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, τὸ ὁποῖον γίνεται ναός μου.
57 Καρπὸς δέ, τὸν ὁποῖον θὰ ἀπολαύσῃ ἀπὸ τὴν ἕνωσιν αὐτήν, θὰ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή. Διότι, καθὼς μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του τὴν ζωήν, καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος ἔχω ζωὴν ἀθάνατον λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Πατήρ μου ἔδωκεν αὐτήν, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μὲ τρώγει, θὰ ζήσῃ λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω τὴν ζωήν.
58 Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ πράγματι κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανόν. Δὲν εἶναι ἄρτος καθὼς τὸ μάννα, τὸ ὁποῖον ἔφαγαν οἱ πατέρες σας καὶ διετηρήθησαν εἰς τὴν ζωὴν προσωρινῶς καὶ προσκαίρως, εἰς τὸ τέλος δὲ ἀπέθανον. Ἐκεῖνος, ποὺ τρώγει τὸν ἄρτον αὐτὸν τὸν πράγματι οὐράνιον, θὰ ἀναστηθῇ ἐκ τοῦ τάφου ἐνδόξως καὶ θὰ ζήσῃ αἰωνίως.
59 Ταῦτα εἶπεν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων δημοσίᾳ καὶ ἐν πλήρει συναθροίσει μέσα εἰς τὴν συναγωγὴν ἐν Καπερναούμ.
60 Πολλοὶ λοιπὸν ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν ἤκουσαν αὐτά, εἶπαν· Βαρὺς καὶ ἀποκρουστικὸς εἶναι ὁ λόγος αὐτός. Ποῖος μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ ἀπαθῶς καὶ χωρὶς ἀγανάκτησιν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τοῦ ὁποίου παρουσιάζεται ὡς ὑποχρεωτικὸν καὶ ἀπαραίτητον τὸ νὰ τρώγῃ κανεὶς σάρκα ἀνθρωπίνην;
61 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως διὰ τῆς ὑπερφυσικῆς γνώσεώς του ἀντελήφθη, ὅτι γογγύζουν δι’ αὐτὸ οἱ μαθηταὶ καὶ τοὺς εἶπε· Αὐτό, ποὺ εἶπα, σᾶς σκανδαλίζει καὶ κλονίζει τὴν πίστιν σας;
62 Ἐὰν λοιπὸν συμβῇ νὰ ἴδετε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ διὰ τῆς ἀναλήψεώς του ἐκεῖ, ὅπου ἦτο προτήτερα, προτοῦ νὰ καταβῇ ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος, θὰ πιστεύσετε τότε εἰς τὸ πρωτοφανὲς αὐτὸ γεγονός, καὶ δὲν θὰ σκανδαλισθῆτε κλονιζόμενοι εἰς τὴν πίστιν πρὸς αὐτόν, ὁ ὁποῖος θὰ φύγῃ πλέον ἀπὸ τὰ μάτια σας διαπαντός;
63 Ἐσκανδαλίσθητε, διότι σᾶς εἶπα, ὅτι διὰ νὰ λάβετε ζωὴν αἰώνιον, πρέπει νὰ φάγετε τὴν σάρκα μου. Σᾶς προσθέτω λοιπὸν πρὸς μεγαλυτέραν διασάφησιν καὶ τὰ ἑξῆς: Τὸ θεῖον Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ ζωοποιεῖ. Καὶ ἡ σάρξ μου δίδει ζωὴν αἰώνιον, διότι συνελήφθη ἐκ τοῦ ζωοποιοῦ Πνεύματος καὶ κατοικεῖ εἰς αὐτὴν τὸ Πνεῦμα. Πᾶσα ἅλλη σάρξ, ἐπειδὴ δὲν κατοικεῖ ἐν αὐτῇ ἡ θεότης, δὲν ὠφελεῖ τίποτε. Καὶ τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς λέγω, ἐπειδὴ εἶναι λόγια Θεοῦ, ἔχουν μέσα των Πνεῦμα καὶ δι’ αὐτὸ μεταδίδουν ζωήν.
64 Ἀλλ’ εἶναι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν πιστεύουν εἰς τοὺς λόγους μου, καὶ δι’ αὐτό, ἀντὶ νὰ ζωοποιοῦνται, σκανδαλίζονται ἀπὸ αὐτούς. Προσέθεσε δὲ τοὺς τελευταίους τούτους λόγους ὁ Ἰησοῦς, διότι ἐξ ἀρχῆς, ἀφ’ ὅτου τὸν ἠκολούθησαν οἱ σκανδαλισθέντες μαθηταί, ἐγνώριζεν ἕνεκα τῆς ὑπερφυσικῆς του γνώσεως, ποῖοι δὲν ἐπίστευον, ἀκόμη δὲ καὶ ποῖος ἐπρόκειτο νὰ τὸν παραδώσῃ.
65 Καὶ ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς· ἐπειδὴ ἐγνώριζα, ὅτι μερικῶν ἀπὸ σᾶς θὰ ἐκλονίζετο ἡ πίστις καὶ δὲν θὰ παρέμενον μέχρι τέλους μαθηταί μου, δι’ αὐτὸ σᾶς εἶπον, ὅτι κανεὶς δὲν ἡμπορεῖ νὰ αἰσθανθῆ μέσα του, ὅτι εἶμαι ὁ Σωτὴρ καὶ ὁ Λυτρωτής, καὶ μὲ τὴν πίστιν αὐτὴν νὰ ἔλθη πρὸς ἐμέ, ἐὰν δὲν ἔχῃ δοθῇ τοῦτο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου.
66 Ἀπὸ τῆς στιγμῆς αὐτῆς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅσοι δὲν ἦσαν σταθεροί, ἔφυγαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰ συνήθη των ἐπαγγέλματα, καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του εἰς τὰς περιοδείας του.
67 Συνεπείᾳ λοιπὸν τῆς ἀποχωρήσεως τούτων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς δώδεκα· Μήπως θέλετε καὶ σεῖς νὰ φύγετε;
68 Εἰς τὴν ἐρώτησιν λοιπὸν τούτην ἀπήντησεν εἰς αὐτὸν ὁ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς ποῖον ἄλλον διδάσκαλον νὰ ἀπέλθωμεν; Σὺ ἔχεις λόγια, ποὺ μεταδίδουν ζωὴν αἰώνιον.
69 Καὶ ἡμεῖς οἱ δώδεκα ἔχομεν πλέον πιστεύσει καὶ ἔχομεν γνωρίσει διὰ τῆς προσωπικῆς μας πείρας, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι νεκρὸς σὰν τὰ εἴδωλα, ἀλλ’ ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ζωὴν καὶ μεταδίδει αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.