ΠΡΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α' Ϛ´ 1 - 16
1 Όσοι εἶναι δοῦλοι κάτω ἀπὸ τὴν πιεστικὴν δουλείαν ἀπίστων κυρίων, ἂς θεωροῦν τοὺς δεσπότας των ἀξίους κάθε τιμῆς, διὰ νὰ μὴ δίδουν μὲ τὴν δυστροπίαν των ἀφορμὴν νὰ συκοφαντῆται καὶ περιυβρίζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου.
2 Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἔχουν δεσπότας πιστοὺς Χριστιανούς, ἂς μὴ τοὺς καταφρονοῦν, λαμβάνοντες θάρρος ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι ἒν Χριστῷ ἀδελφοί. Ἀλλὰ ἂς δουλεύουν περισσότερον, διότι αὐτοί, ποὺ ἀπολαμβάνουν τὴν καλὴν δουλείαν τῆς προθύμου ὑπηρεσίας των, εἶναι καὶ αὐτοὶ πιστοὶ καὶ ἀγαπητοί.
3 Δίδασκε καὶ πρότρεπε τοὺς πιστοὺς νὰ τηροῦν αὐτά, ποὺ σοῦ ἔγραψα εἰς τὴν ἐπιστολήν. Ἐὰν κανεὶς διδάσκῃ διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιον καὶ δὲν ἀκολουθῇ τοὺς ὑγιεῖς καὶ μὴ μολυσμένους ἀπὸ τὴν ἀρρώστιαν τῆς πλάνης λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν διδασκαλίαν, ποὺ εἶναι σύμφωνος πρὸς τὴν εὐσέβειαν,
4 αὐτὸς εἶναι φουσκωμένος καὶ τυφλωμένος ἀπὸ ὑπερηφάνειαν. Καὶ νομίζει μέν, δτι τὰ ἠξεύρει ὅλα, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρει τίποτε καὶ ἔχει τὴν ἀσθένειαν τοῦ νὰ συζητῇ καὶ ἐξετάζῃ τὰ μάταια καὶ ἀνωφελῆ καὶ νὰ παρασύρεται εἰς λογομαχίας, ἀπὸ τὰς ὁποίας προέρχονται φθόνος, φιλονεικία, κακολογίαι, ὑποψίαι κακαὶ καὶ ἄδικοι.
5 Προέρχονται ἀκόμη παράλογοι καὶ μάταιαι ἀσχολίαι ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν διεφθαρμένον καὶ χαλασμένον τὸν νοῦν τους καὶ ἔχουν στερηθῆ τελείως τὴν ἀλήθειαν. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι νομίζουν, ὅτι ἡ εὐσέβεια εἶναι πηγὴ αἰσχρᾶς ἐκμεταλλεύσεως καὶ ὑλικοῦ πλουτισμοῦ. Στέκε μακρὰν ἀπὸ τοὺς τοιούτους.
6 Πράγματι δὲ ἡ εὐσέβεια εἶναι πηγὴ μεγάλου πλουτισμοῦ, ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ ὀλιγάρκειαν καὶ ὄχι ἀπὸ αἰσχροκερδῆ πλεονεξίαν.
7 Πρέπει δὲ νὰ εἴμεθα ὀλιγαρκεῖς, διότι τίποτε δὲν ἐφέραμεν εἰς τὸν κόσμον, ὅταν ἐγεννήθημεν. Καὶ εἶναι φανερόν, ὅτι δὲν ἠμποροῦμεν οὔτε νὰ πάρωμεν κοντά μας τίποτα, ὅταν θὰ ἐξέλθωμεν ἐκ τοῦ κόσμου διὰ τοῦ θανάτου.
8 Ὅταν δὲ ἔχωμεν τροφὰς καθ’ ὅλην τὴν ζωήν μας καὶ ἐνδύματα μὲ κατοικίαν διὰ νὰ σκεπαζώμεθα, θὰ εἶναι ταῦτα ἀρκετὰ δι’ ἠμᾶς.
9 Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔχουν προσκόλλησιν εἰς τὸ χρῆμα καὶ θέλουν νὰ γίνουν πλούσιοι, πίπτουν μέσα εἰς πειρασμὸν καὶ εἰς παγίδα καὶ εἰς ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ ἐπιβλαβεῖς, αἱ ὁποῖαι βυθίζουν τοὺς ἀνθρώπους εἰς καταστροφὴν καὶ ἀπώλειαν.
10 Πίπτουν δὲ εἰς πειρασμὸν καὶ καταστρεπτικὴν παγίδα, διότι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Καὶ μερικοὶ κυριευθέντες ἀπὸ τὴν ὄρεξιν καὶ τὴν σφοδρὰν ἐπιθυμίαν, ποὺ γεννᾷ αὕτη πρὸς τὸ χρῆμα, ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τὴν πίστιν καὶ ἔμπηξαν εἰς τὸν ἑαυτόν τους σὰν ἄλλα καρφιὰ πολλοὺς πόνους καὶ ἀγωνίας.
11 Σὺ ὅμως, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, φεῦγε μακρὰν ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐλαττώματα καὶ πάθη, ἐπιδίωκε δὲ τὴν δικαιοσύνην, τὴν εὐσέβειαν, τὴν πίστιν, τὴν ἀγάπην, τὴν ὑπομονήν, τὴν πραότητα.
12 Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα, εἰς τὸν ὁποῖον μᾶς καλεῖ ἡ πίστις. Πιάσε καλὰ καὶ κράτησε σφικτὰ τὴν αἰώνιον ζωήν, διὰ τὴν κληρονομίαν τῆς ὁποίας καὶ ἐκλήθης ἀπὸ τὸν Θεόν καὶ ὠμολόγησες πρὸ τοῦ βαπτίσματός σου τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐμπρὸς εἰς πολλοὺς μάρτυρας.
13 Παραγγέλλω εἰς σὲ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μεταδίδει ζωὴν εἰς ὅλα, καὶ ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐμπρὸς εἰς τὸν Πόντιον Πιλᾶτον ἐμαρτύρησετὴν καλὴν ὁμολογίαν, ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
14 νὰ διατηρήσῃς σὺ τὴν ἐντολὴν καὶ τὰς ὑποχρεώσεις, ποὺ ἀνέλαβες εἰς τὸ βάπτισμα καὶ τὴν χειροτονίαν σου, καθαρὰν ἀπὸ κάθε μολυσμόν, ἀνωτέραν ἀπὸ κάθε κατηγορίαν μέχρι τῆς ἡμέρας, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἐπιφανῇ ἐνδόξως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
15 Τὴν ἔνδοξον δὲ ταύτην ἐπιφάνειαν τοῦ Κυρίου εἰς καιρούς, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ὥρισε καὶ γνωρίζει, θὰ δείξῃ ὁ μακάριος καὶ ὁ μόνος ἐξουσιαστής, ὁ βασιλεὺς αὐτῶν ποὺ βασιλεύουν ἐπὶ γῆς καὶ ὁ κύριος αὐτῶν ποὺ κυριαρχοῦν ἐπὶ γῆς,
16 ὁ ὁποῖος μόνος ἔχει ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του ζωὴν ἀθάνατον καὶ ἀΐδιον, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ εἰς φῶς, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ πλησιάσῃ, τὸν ὁποῖον δὲν εἶδε κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε δύναται νὰ τὸν ἴδῃ· εἰς τὸν ὁποῖον ἀνήκει τιμὴ καὶ κράτος παντοτινὸν καὶ αἰώνιον. Ἀμήν.