ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' ΙΕ´ 29 - 38
29 Τέτοιο ἔνδοξον μέλλον καὶ τέτοια ἀνάστασις μᾶς περιμένει. Διότι, ἐὰν δὲν ἀνασταίνωνται διόλου οἱ νεκροί, τί θὰ κάμουν καὶ ποίαν ὠφέλειαν θὰ ἔχουν ὅσοι ἀβάπτιστοι μέχρι τῶν τελευταίων των στιγμῶν δέχονται νὰ ὑποστοῦν τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ αἵματος καὶ θυσιάζουν τὴν ζωήν τους μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ πίστιν, ὅτι θὰ ἐνωθοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῶν πεθαμένων, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι ζωντανοὶ εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ μίαν ἡμέραν θὰ ἀναστηθοῦν; Πρός τί βαπτίζονται τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος, ἀφοῦ μὲ αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ ἔμβουν εἰς Ἐκκλησίαν, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ζῶντας ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἐμβαίνουν δι’ αὐτοῦ εἰς Ἐκκλησίαν νεκρῶν, ποὺ δὲν θὰ ἀναστηθοῦν ποτέ;
30 Πρός τί καὶ ἡμεῖς οἰ Ἀπόστολοι νὰ ἐκθέτωμεν εἰς κίνδυνον τὴν ζωήν μας εἰς κάθε ὥραν;
31 Κάθε ἡμέραν ἀντικρύζω κινδύνους τῆς ζωῆς τέτοιους, ποὺ χάνω κάθε ἐλπίδα, ὅτι θὰ ἀποφύγω τὸν θάνατον. Καὶ ἔτσι κατὰ πρόθεσιν πεθαίνω κάθε ἡμέραν, μὰ τὴν καύχησιν, τὴν ὁποίαν ἔχω διὰ σᾶς διὰ μέσου τῆς βοηθείας καὶ χάριτος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας.
32 Ἐὰν ἀπὸ ἐλατήρια καὶ ὑπολογισμούς, ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ἐπιγείους τιμὰς καὶ ἀπολαβάς, ἐκινδύνευσα νὰ κατασπαραχθῶ μαχόμενος πρὸς θηρία εἰς τὴν Ἔφεσον, τί ἐκέρδησα ἀπὸ αὐτό; Ἐάν οἰ νεκροὶ δὲν ἀνασταίνωνται, τότε ἂς ἐφαρμόσωμεν ἐκεῖνο, ποὺ λέγουν οἱ ἄπιστοι καὶ ὑλισταί: Ἂς φάγωμεν καὶ ἂς πίωμεν, διότι αὔριον πεθαίνομεν.
33 Μὴ πλανᾶτε τὸν ἑαυτόν σας μὲ ψέματα. Καὶ μὴ συναναστρέφεσθε μὲ τοὺς παλαιοὺς φίλους, ποὺ εἴχετε ὅταν ἦσθε εἰδωλολάτραι. Μὴ λησμονῆτε, ὅτι διαφθείρουσι τὰ καλὰ ἤθη αἱ κακαὶ συναναστροφαί.
34 Συνέλθετε εἰς τὸν ἑαυτόν σας, ὅπως εἶναι δίκαιον καὶ συμφέρον σας. Καὶ μὴ ἁμαρτάνετε. Σᾶς κάνω τὴν προτροπὴν αὐτήν, διότι μερικοὶ λόγῳ τῆς ἀπιστίας των εἰς τὴν ἀνάστασιν, ἔχουν ἄγνοιαν τῆς δυνάμεως ἀλλὰ καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Σᾶς ὁμιλῶ ἔτσι διὰ νὰ ἐντραπῆτε.
35 Ἀλλὰ θὰ προβάλῃ κανεὶς ἔνστασιν καὶ θὰ εἴπῃ: Μὲ ποίαν δύναμιν καὶ μὲ ποῖον τρόπον ἀνασταίνονται οἱ νεκροί; Μὲ ποῖον δὲ σῶμα ἐπανέρχονται οὗτοι εἰς τὴν ζωήν;
36 Ἀνόητε, ἐκεῖνο ποὺ σπέρνεις σύ, δὲν λαμβάνει ζωήν, ἐὰν δὲν ἀποθάνῃ καὶ δὲν σαπῇ μέσα εἰς τὴν γῆν.
37 Καὶ αύτὸ ποὺ σπέρνεις δὲν εἶναι τὸ σῶμα ποὺ πρόκειται νὰ φυτρώσῃ, ἀλλὰ σπέρνεις γυμνὸν καὶ χωρὶς φύλλα κόκκον σίτου ἐπὶ παραδείγματι ἢ κάποιου ἄλλου ἀπὸ τοὺς λοιποὺς σπόρους.
38 Ὁ Θεὸς δὲ δίδει εἰς τὸν κόκκον αὐτὸν σῶμα, καθὼς ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ἠθέλησε καὶ διέταξε, καὶ εἰς καθένα ἀπὸ τοὺς σπόρους τὸ ἰδιαίτερόν του σῶμα.