❌
Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2024

Άγιοι Φώτιος και Ανίκητος, Άγιοι Πάμφιλος και Καπίτων
Φωτίου καὶ Ἀνικήτου τῶν μαρτύρων (†305-306).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 13 - 18


13 οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ τὰ ἱερὰ ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν, οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται; 14 οὕτω καὶ ὁ Κύριος διέταξε τοῖς τὸ εὐαγγέλιον καταγγέλλουσιν ἐκ τοῦ εὐαγγελίου ζῆν. 15 ἐγὼ δὲ οὐδενὶ ἐχρησάμην τούτων. Οὐκ ἔγραψα δὲ ταῦτα ἵνα οὕτω γένηται ἐν ἐμοί· καλὸν γάρ μοι μᾶλλον ἀποθανεῖν ἤ τὸ καύχημά μου ἵνα τις κενώσῃ. 16 ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστι μοι καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται· οὐαὶ δέ μοί ἐστιν ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι· 17 εἰ γὰρ ἑκὼν τοῦτο πράσσω, μισθὸν ἔχω· εἰ δὲ ἄκων, οἰκονομίαν πεπίστευμαι. 18 Τίς οὖν μοί ἐστιν ὁ μισθός; ἵνα εὐαγγελιζόμενος ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ μὴ καταχρήσασθαι τῇ ἐξουσίᾳ μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 13 - 18


13 Καὶ διὰ νὰ σᾶς φέρω διὰ τὸ δικαίωμα μας αὐτὸ καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν ἀπὸ τὴν Γραφήν, σᾶς ἐρωτῶ: Δὲν γνωρίζετε, ὅτι οἱ Λευΐται, ποὺ ὑπηρετοῦν εἰς τὴν λατρείαν τοῦ ἱεροῦ, τρώγουν ἀπὸ τὰ προσφερόμενα εἰς τὸν ναόν; Οἱ ἱερεῖς δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, ποὺ παραμένουν κοντὰ εἰς τὸ θυσιαστήριον, δὲν μοιράζονται μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριον τὰς θυσίας, ποὺ προσφέρονται εἰς αὐτό; 14 Καὶ γίνεται αὐτὸ κατὰ διαταγὴν τοῦ Θεοῦ. Ὅπως δὲ τότε ὁ Θεός, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος τώρα διέταξε δι’ ἐκείνους, ποὺ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον, νὰ ζοῦν ἀπὸ τὰς συνδρομὰς ἐκείνων, ποὺ ἀκούουν τὸ εὐαγγελικὸν κήρυγμα. 15 Ἑγὼ ὅμως δὲν ἔκαμα χρῆσιν κανενὸς ἀπὸ τὰ δικαιώματα αὐτά. Δὲν ἔγραψα δὲ αὐτὰ ποὺ σᾶς γράφω, διὰ νὰ γίνῃ ἔτσι καὶ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ νὰ μοῦ δίδονται ἀπὸ σᾶς τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὴν συντήρησίν μου. Ὄχι· δὲν σᾶς ζητῶ τίποτε. Διότι ἐγὼ προτιμῶ νὰ ἀποθάνω μᾶλλον παρὰ νὰ κάμῃ κανεὶς ἀδειανὸν καὶ χωρὶς βάσιν ἐκείνο, διὰ τὸ ὁποῖον καυχῶμαι. Καὶ τὸ καύχημά μου αὐτὸ εἶναι, ὅτι κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, χωρὶς νὰ ἐπιβαρύνω κανένα διὰ τὴν συντήρησίν μου. 16 Αὐτὸ δὲ εἶναι πραγματικὸν καύχημά μου. Διότι, ἐὰν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον, τοῦτο δὲν μοῦ δίδει δικαίωμα νὰ καυχῶμαι. Διότι τὸ κήρυγμα εἶναι ἐπιβεβλημένη ἀνάγκη καὶ ὑποχρέωσις εἰς ἐμέ, ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ ἐκάλεσεν εἰς αὐτό. Ἀλλοίμονον δὲ εἰς ἐμέ, ἐὰν ἀθέτων τὴν ὑποχρέωσίν μου αὐτὴν δὲν κηρύττω τὸ εὐαγγέλιον. 17 Διότι, ἐὰν ἔκανα τὸ κήρυγμα ἀπὸ ἰδικήν μου θέλησιν καὶ πρωτοβουλίαν, χωρὶς νὰ μοῦ εἶναι ἐπιβεβλημένον ἀπὸ τὴν διακονίαν, ποὺ μοῦ ἀνέθεσεν ὁ Κύριος, τότε θὰ εἶχα δικαίωμα νὰ μοῦ δοθῇ μισθός. Ἐὰν ὅμως τὸ κάνω ὄχι ἀπὸ ἰδικήν μου πρωτοβουλίαν, ἀλλὰ διότι μοῦ ἀνετέθη ἡ διακονία αὐτὴ ἀπὸ τὸν Κύριον, τότε μοῦ ἔχει ἐμπιστευθῆ ὁ Κύριος οἰκονομίαν καὶ διαχείρισιν καὶ ὑπηρεσίαν, καὶ ἀλλοίμονόν μου ἐὰν δὲν δειχθῶ πιστὸς δοῦλος καὶ οἰκονόμος. 18 Ποῖον λοιπὸν ἔργον μένει εἰς ἐμέ, διὰ νὰ μοῦ ἀνήκῃ δι’ αὐτὸ μισθός, καὶ δικαίωμα νὰ καυχῶμαι; Μοῦ μένει τοῦτο· ὅταν κηρύττω τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῆς σωτηρίας, νὰ ἐναποθέσω ὡς πολύτιμον θησαυρὸν εἰς τὰς καρδίας τῶν ἀκρατῶν τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ ὑποβάλλω αὐτοὺς εἰς δαπάνας καὶ ἔξοδα, ὥστε νὰ μὴ κάμω ὁλότελα χρῆσιν τῆς ἐξουσίας, ποὺ μοῦ παρέχει τὸ εὐαγγέλιον νὰ τρέφωμαι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Θ´ 13 - 18


13 Δεν γνωρίζετε, ότι αυτοί που υπηρετούν στο ιερόν και υποβοηθούν εις την λατρείαν, όπως είναι οι Λευΐται, τρώγουν και τρέφονται από εκείνα, που προσφέρονται ως θυσία στον ναόν; Οι ιερείς και οι αρχιερείς των Εβραίων, οι οποίοι με ζήλον εργάζονται κοντά στο θυσιαστήριον και προσφέρουν τας θυσίας, δεν μοιράζονται μαζή με το θυσιαστήριον τας θυσίας; 14 Ετσι και τώρα ο Κυριος έδωσεν εντολήν δι' εκείνους, που κηρύττουν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας να ζουν από το Ευαγγέλιον, δηλαδή από τους πιστούς, που δέχονται το ευαγγελικόν κήρυγμα. 15 Εγώ όμως δεν έκαμα χρήσιν κανενός από τα δικαιώματα αυτά. Δεν σας τα έγραψα δε αυτά, δια να γίνεται έτσι απ' εδώ και πέρα και εις εμέ, να μου προσφέρωνται δηλαδή από σας όσα χρειάζονται δια την συντήρησίν μου. Διότι εγώ προτιμώ να πεθάνω μάλλον από την στέρησιν και την ταλαιπωρίαν επάνω εις την εργασίαν του Ευαγγελίου, παρά να κάμη κανείς κενόν και άνευ περιεχομένου το καύχημά μου, το ότι δηλαδή κηρύττω το ευαγγέλιον του Χριστού χωρίς να επιβαρύνω κανένα. 16 Μολονότι και το κηρύττω το Ευαγγέλιον δεν μου δίδει κανένα δικαίωμα να καυχώμαι, διότι το αποστολικόν έργον είναι δι' εμέ ανάγκη και υποχρέωσις, με την οποίαν ο Κυριος με ετίμησε. Αλλοίμονόν μου δε εάν δεν εκπληρώσω αυτήν την αποστολήν και παύσω να κηρύττω το Ευαγγέλιον. 17 Διότι εάν κάμνω αυτό το έργον από ιδικήν μου καλήν διάθεσιν και πρωτοβουλίαν, χωρίς να μο έχη δοθή από κανένα τέτοια εντολήν, τότε θα είχα το δικαίωμα να ζητώ μισθόν. Εάν όμως το κάμνω όχι από ιδικήν μου πρωτοβουλίαν, αλλ' ως εντολήν, τότε είμαι ένας οικονόμος, στον οποίον ο Κυριος έχει εμπιστευθή την διαχείρησιν αυτής της πνευματικής εξουσίας. 18 Ποίος λοιπόν είναι ο μισθός μου και η καύχησίς μου εις την περίστασιν αυτήν; Είναι αυτός· να κηρύττω το Ευαγγέλιον του Χριστού και ως ανεκτίμητον αξίαν να το προσφέρω στους ακροατάς μου, χωρίς να τους επιβαρύνω με δαπάνας δια την συντήρισίν μου· και έτσι να μη κάμνω καμμίαν απολύτως χρήσιν του δικαιώματος, που μου δίδει αυτό τούτο το Ευαγγέλιον.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 1 - 6


1 Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι πειράζοντες ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς. 2 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ὀψίας γενομένης λέγετε· εὐδία· πυρράζει γὰρ ὁ οὐρανός· 3 καὶ πρωΐ· σήμερον χειμών· πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός· ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι; 4 γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἀπῆλθεν. 5 Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους λαβεῖν. 6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 1 - 6


1 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πειράξουν καὶ νὰ τὸν δοκιμάσουν, ἐὰν ἔχει πραγματικῶς δύναμιν θαυματουργικήν, τὸν παρεκάλεσαν νὰ ἐπιδείξῃ εἰς αὐτοὺς σημάδι καὶ θαῦμα ἐξαιρετικὸν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ὅπως τὸ μάννα ποὺ ἐδόθη εἰς τὴν ἔρημον διὰ μεσιτείας τοῦ Μωϋσέως, ἢ ὅπως τὸ πῦρ ποὺ κατέβασεν ὁ Ἠλίας ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ὁποῖον σημεῖον θὰ ἐμαρτύρει καὶ θὰ ἐβεβαίωνε τὴν ἀποστολήν του. 2 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν· Ὅταν βραδυάσῃ καὶ ἔλθῃ ὁ ἥλιος εἰς τὴν δύσιν του, λέγετε· Ἔχομεν αὔριον καλοκαιρίαν, διότι κοκκινίζει ὁ οὐρανός. 3 Καὶ τὸ πρωῒ παρατηρεῖτε εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ λέγετε σήμερον θὰ εἶναι χειμῶνας.Διότι κοκκινίζει σκεπασμένος μὲ σύννεφα ὁ οὐρανός.Ὑποκριταί, ποὺ κάνετε τὸν σοφόν, ἐνῷ πράγματι εἶσθε τυφλωμένοι, ξεύρετε νὰ διακρίνετε τὴν ἐξωτερικὴν ὄψιν τοῦ οὐρανοῦ, τὰ σημεῖα ὅμως, ποὺ φανερώνουν ὅτι ἔφθασαν αἱ ἡμέραι τοῦ Μεσσίου, δὲν μπορεῖτε νὰ τὰ διακρίνετε; 4 Γενεὰ κακή, ποὺ δὲν ἔμεινε πιστὴ εἰς τὸν οὐράνιον Νυμφίον, ἀλλὰ διεφθάρη μακρὰν αὐτοῦ, ζητεῖ ἐπιμόνως θαῦμα σημαδιακό.Ἀλλὰ θαῦμα δὲν θὰ τῆς δοθῇ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σημεῖον, ποὺ προεικονίζετο καὶ ἐσυμβολίζετο ἀπὸ τὸ θαῦμα τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ.Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀφῆκεν, ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ. 5 Καὶ σὰν ἦλθαν οἱ μαθηταί του εἰς τὴν ἀπέναντι παραλίαν τῆς λίμνης, εἶδαν ὅτι εἶχαν λησμονήσει νὰ πάρουν μαζί τους ἄρτους. 6 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀνοίξατε τὰ μάτια σας καὶ προσέχετε ἀπὸ τὴν κακὴν ἐπίδρασιν τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς κακὸ προζύμι.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙϚ´ 1 - 6


1 Τοτε οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι (που ήσαν άσπονδοι εχθροί μεταξύ των, αλλά τους ήνωσε το κοινόν μίσος τους κατά του Χριστού) προσήλθαν στον Ιησούν και του εζητούσαν επιμόνως να δείξη εις αυτούς θαύμα από τον ουρανόν, που να είναι σημείον ότι αυτός έχει σταλή από τον ουράνιον Πατέρα. (Εζητούσαν δε αυτό, όχι διότι θα επίστευαν, αλλά δια να πειράξουν τον Ιησούν και τον εκθέσουν ενώπιον του λαού). 2 Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “όταν βραδιάση, λέγετε· Θα έχωμεν καλοκαιρίαν, διότι είναι κοκκινωπός ο ουρανός. 3 Και το πρωί βλέπετε προς την ανατολήν και λέγετε· σήμερα θα είναι κακοκαιρία, διότι ο ουρανός είναι κόκκινος και νεφελώδης. Υποκριταί, ξέρετε να διακρίνετε τα φαινόμενα του ουρανού, τα δε σημεία των καιρών, δηλαδή τα θαύματα που κάνω εγώ, που μαρτυρούν ότι έχουν φθάσει αι ημέραι του Μεσσίου, δεν ημπορείτε να τα διακρίνετε; 4 Γενεά πονηρή και άπιστη ζητεί με επιμονήν θαύμα· και άλλο θαύμα δεν θα δοθή εις αυτήν, παρά μόνον το του Ιωνά του προφήτου”. Τους εγκατέλειψε δε με αγανάκτησιν και έφυγε. 5 Οταν δε ήλθαν οι μαθηταί στο απέναντι μέρος της λίμνης, αντελήφθησαν ότι είχαν λησμονήσει να πάρουν μαζή τους άρτους. 6 Ο δε Ιησούς τους είπε· “κυττάξτε καλά και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα