❌
Τετάρτη, 07 Αυγούστου 2024

Άγιος Δομέτιος ο Πέρσης και οι δύο μαθητές του, Άγιος Νάρκισσος ο Ιερομάρτυρας Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Όσιος Θεοδόσιος ο νέος, ο ιαματικός, Όσιος Νικάνωρ ο θαυματουργός
Δομετίου ὁσιομάρτυρος τοῦ Πέρσου (†363). Νικάνορος ὁσίου (†1519), κτίτορος τῆς ἱ. μονῆς «Ζάβορδας» Γρεβενῶν· Θεοδοσίου ὁσίου, προστάτου Ἀργολίδος.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 12 - 24


12 τοῖς δὲ λοιποῖς ἐγὼ λέγω οὐχ ὁ Κύριος· εἴ τις ἀδελφὸς γυναῖκα ἔχει ἄπιστον, καὶ αὐτὴ συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτοῦ, μὴ ἀφιέτω αὐτήν· 13 καὶ γυνὴ εἴ τις ἔχει ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς συνευδοκεῖ οἰκεῖν μετ’ αὐτῆς, μὴ ἀφιέτω αὐτόν. 14 ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν. 15 εἰ δὲ ὁ ἄπιστος χωρίζεται, χωριζέσθω. οὐ δεδούλωται ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ ἐν τοῖς τοιούτοις. ἐν δὲ εἰρήνῃ κέκληκεν ἡμᾶς ὁ Θεός. 16 τί γὰρ οἶδας, γύναι, εἰ τὸν ἄνδρα σώσεις; ἢ τί οἶδας, ἄνερ, εἰ τὴν γυναῖκα σώσεις; 17 εἰ μὴ ἑκάστῳ ὡς ἐμέρισεν ὁ Θεός, ἕκαστον ὡς κέκληκεν ὁ Κύριος, οὕτως περιπατείτω. καὶ οὕτως ἐν ταῖς ἐκκλησίαις πάσαις διατάσσομαι. 18 περιτετμημένος τις ἐκλήθη; μὴ ἐπισπάσθω. ἐν ἀκροβυστίᾳ τις ἐκλήθη; μὴ περιτεμνέσθω. 19 ἡ περιτομὴ οὐδέν ἐστι, καὶ ἡ ἀκροβυστία οὐδέν ἐστιν, ἀλλὰ τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ. 20 ἕκαστος ἐν τῇ κλήσει ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω. 21 δοῦλος ἐκλήθης; μή σοι μελέτω· ἀλλ’ εἰ καὶ δύνασαι ἐλεύθερος γενέσθαι, μᾶλλον χρῆσαι. 22 ὁ γὰρ ἐν Κυρίῳ κληθεὶς δοῦλος ἀπελεύθερος Κυρίου ἐστίν· ὁμοίως καὶ ὁ ἐλεύθερος κληθεὶς δοῦλός ἐστι Χριστοῦ. 23 τιμῆς ἠγοράσθητε· μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων. 24 ἕκαστος ἐν ᾧ ἐκλήθη, ἀδελφοί, ἐν τούτῳ μενέτω παρὰ Θεῷ.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 12 - 24


12 Εἰς δὲ τοὺς λοιποὺς ἐγγάμους λέγω νόμον, τὸν ὁποῖον δὲν ἔθεσε μὲν ἀπ’ εὐθείας ὁ Κύριος, ἀλλὰ τὸν ὁρίζω ἑγὼ ὡς Ἀπόστολός του. Ἐὰν κανένας ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἔχῃ γυναῖκα ἄπιστον, μὲ τὴν ὁποίαν ἦλθεν εἰς γάμον προτοῦ νὰ πιστεύσῃ, καὶ αὐτὴ δέχεται μὲ τὴν καρδιά της νὰ κατοικῇ μαζί του, ἂς μὴ τὴν ἀφίνῃ, ἀλλ’ ἂς ἑξακολουθῇ νὰ τὴν ἔχῃ σύζυγον. 13 Καὶ ἐὰν γυναῖκα Χριστιανὴ ἔχῃ ἄνδρα ἄπιστον, καὶ αὐτὸς προθύμως δέχεται νὰ συγκατοικῇ μαζί της, ἂς μὴ τὸν ἀφίνῃ. 14 Σᾶς λέγω δὲ νὰ μὴ τὸν ἀφίνῃ, διότι ὁ ἄνδρας ὁ ἄπιστος ἔχει ἁγιασθῇ καὶ αὐτὸς εἰς κάποιον βαθμὸν διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὴν πιστὴν γυναῖκα του. Καὶ ἡ γυναῖκα ἡ ἄπιστος ἔχει κάπως ἁγιασθῇ διὰ μέσου τῆς ἑνώσεώς της μὲ τὸν πιστὸν ἄνδρα. Ἐπειδή, ἐὰν δὲν συνέβαινε τοῦτο, κατὰ φυσικὴν συνέπειαν καὶ τὰ τέκνα σας θὰ ἦσαν ἀκάθαρτα. Τώρα ὅμως λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγεννήθησαν ἀπὸ γονεῖς, ποὺ ἔχουν ἁγιασμόν, εἶναι καὶ αὐτὰ ἅγια. 15 Ἐὰν ὅμως ὁ ἄπιστος σύζυγος ζητῇ χωρισμόν, ἂς χωρίζεται ἀπὸ αὐτὸν ἡ Χριστιανὴ σύζυγος. Δὲν εἶναι δεσμευμένος ὁ ἀδελφὸς Χριστιανὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτάς. Ὁ Θεὸς δὲ μᾶς ἔχει καλέσει νὰ ζῶμεν μέσα εἰς ἀτμόσφαιραν εἰρήνης καὶ δὲν εἶναι σωστὸν τὰ ἀνδρόγυνα νὰ εὑρίσκωνται εἰς ἀσυμφωνίαν καὶ διαμάχας. 16 Ἐὰν ὅμως ἠμπορῇ τὸ πιστὸν μέλος νὰ συζήσῃ εἰρηνικὰ μὲ τὸ ἄπιστον μέλος, ἂς μὴ χωρίζεται ἀπὸ αὐτό. Διότι ποὺ ξεύρεις, ὡ Χριστιανὴ γυναῖκα, ἐὰν ζῶσα μαζὶ μὲ τὸν ἄπιστον σύζυγον, ἑλκύσῃς εἰς τὴν πίστιν καὶ σώσῃς εἰς τὸ τέλος τὸν ἄνδρα; Ἢ ποῦ ξεύρεις, ὦ Χριστιανὲ σύζυγε, μήπως σώσῃς τὴν ἄπιστον γυναῖκα; 17 Μόνον ἂς φροντίζῃ ὁ καθένας νὰ πολιτεύεται καὶ νὰ ζῇ, καθὼς ὁ Θεὸς μὲ τὴν πρόνοιάν του ἐκανόνισε τὸν βίον του καὶ ὅπως εὗρε τὸν καθένα ἡ κλῆσις, ποὺ τοῦ ἔκαμεν ὁ Χριστός. Αἱ περιστάσεις ὑπὸ τὰς ὁποίας εὑρέθη ὁ πιστός, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἐκάλεσε, δὲν ἀποτελοῦν ἐμπόδιον εἰς τὴν χριστιανικὴν ζωήν. Καὶ ἔτσι εἱς ὅλας τὰς Ἐκκλησίας κανονίζω καὶ καθορίζω. 18 Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν καὶ ἔγινε Χριστιανός, ἐνῶ ἦτο περιτμημένος; Ἂς μὴ τραβᾷ μὲ βίαν τὸ δέρμα του διὰ νὰ ἑξαλείψῃ τὰ σημεῖα τῆς περιτομῆς. Ἐκλήθη κανεὶς εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ εὑρίσκετο ἒν ἀκροβυστίᾳ καὶ ἦτο ἀπερίτμητος; Ἂς μὴ περιτέμνεται. 19 Ἡ περιτομὴ δὲν εἶναι τίποτε καὶ δὲν συντελεῖ εἰς τίποτε διὰ τὴν σωτηρίαν μας. Καὶ ἡ ἀκροβυστία τὸ ἴδιο, δὲν εἶναι τίποτε. Ἀλλ’ ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πᾶν. 20 Καθένας εἰς τὴν κατάστασιν ποὺ εὑρέθη, ὅταν ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν, εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ. 21 Ἐκλήθης εἰς τὴν πίστιν εἰς καιρόν, ποὺ ἤσουν δοῦλος; Μὴ σὲ μέλῃ διὰ τὴν κατάστασιν αὐτὴν τῆς δουλείας σου. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἠμπορῇς νὰ γίνῃς ἐλεύθερος, χρησιμοποίησε μᾶλλον τὴν δουλείαν καὶ προτίμησε νὰ μείνῃς δοῦλος. 22 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη ἀπὸ τὸν Κύριον εἰς τὴν πίστιν, εἰς καιρὸν ποὺ ἦτο δοῦλος, εἶναι ἀπελεύθερος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τὸν ἐχειραφέτησε καὶ τὸν ἔκαμε πνευματικῶς ἐλεὐθερον. Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐκαλέσθη εἰς τὴν πίστιν, ἐνῷ το ἐλεύθερος, εἶναι δοῦλος Χριστοῦ. 23 Καὶ δοῦλοι καὶ ἐλεύθεροι εἶσθε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ. Εἶσθε ἀγορασμένοι ἀπὸ τὸν Κύριον μὲ τίμημα μεγάλο. Μὴ γίνεσθε δοῦλοι ἀνθρώπων. 24 Ὁ καθένας εἰς ὅποιαν κατάστασιν ἐκαλέσθη, εἰς αὐτὴν ἂς μένῃ, ἀδελφοί, ἐπιδιώκων πάντοτε νὰ εἶναι πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εὐαρεστῇ εἰς αὐτόν.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Ζ´ 12 - 24


12 Εις δε τους άλλους εγγάμους, εγώ ως απόστολος του Κυρίου, και όχι κατ' ευθείαν ο Κυριος, λέγω· εάν κανένας αδελφός Χριστιανός έχη γυναίκα άπιστον, που την έλαβε ως σύζυγον, πριν και αυτός πιστεύση, και αυτή συγκατατίθεται προθύμως να κατοική μαζή του, ας μη την απομπέμπη. 13 Και γυναίκα Χριστιανή, που έχει άνδρα άπιστον, και αυτός δέχεται προθύμως να κατοική μαζή της, ας μην τον αφήση. 14 Διότι ο άνδρας ο άπιστος έχει κατά κάποιον τρόπον και εις κάποιον βαθμόν αγιασθή δια της ενώσεώς του προς την πιστήν γυναίκα· και η άπιστος γυναίκα έχει κάπως αγιασθή και αυτή δια της ενώσεώς της προς τον πιστόν άνδρα της. Επειδή, εάν δεν υπήρχε αυτή η κάποια μετάδοσις αγιασμού τα τέκνα θα ήσαν κατά φυσικήν συνέπειαν ακάθαρτα· ενώ τώρα είναι και αυτά άγια. 15 Εάν δε ο άπιστος σύζυγος επιθυμή και θέλη χωρισμόν, ας χωρίζεται η Χριστιανή γυναίκα. Εις τοιαύτας περιπτώσεις δεν είναι υποδουλωμένος και δεσμευμένος ο πιστός η πιστή. Ο Θεός μας έχει καλέσει να ζώμεν με ειρήνην εσωτερικήν και με ειρήνην προς τους γύρω μας και δεν είναι ορθόν να ταλαιπωρήται ο πιστός σύζυγος από τας έριδας και τας μάχας της απίστου συζύγου. 16 Ως προς δε την συνοίκησιν, σας λέγω και τούτο· που το ξέρεις συ, η Χριστιανή γυναίκα, εάν στέργουσα να συγκατοικής με τον άπιστον άνδρα σου, εφ' όσον και αυτός το θέλει, μήπως τυχόν και τον σώσης; Η που το ξέρεις συ, ο Χριστιανός σύζυγος, μήπως και σώσης την άπιστον γυναίκα; 17 Εκτός όμως αυτών που είπα παραπάνω, ο καθένας ας προσπαθή να ζη και να πορεύεται σύμφωνα με τας συνθήκας της ζωής, τας οποίας ο Θεός εν τη προνοία του του έχει κανονίσει, να συνεχίση ομαλά τον βίον του, όπως τον ευρήκεν η κλήσις, που του απηύθηνεν ο Κυριος. Εγώ κατ' αυτόν τον τρόπον κανονίζω και ορίζω εις όλας τας τας Εκκλησίας. 18 Εκλήθη κανείς εις την Χριστιανικήν πίστιν και εδέχθη το βάπτισμα, ενώ ήτο περιτετμημένος; Ας μη τραβά το δέρμα, δια να κρύψη την περιτομήν του. Εκλήθη κανείς εις την πίστιν και έγινε Χριστιανός, ενώ ήτο απερίτμητος; Ας μη περιτέμνεται. 19 Τιποτε δεν είναι η περιτομή, και τίποτε δεν είναι η ακροβυστία. Αλλ' εκείνο που έχει την αξίαν είναι η τήρησις των εντολών του Θεού. 20 Καθένας ας μένη εις την κατάστασίν που ευρέθη, όταν εκλήθη από τον Θεόν εις την πίστιν. 21 Εκλήθης εις την πίστιν καθ' ον χρόνον ήσο δούλος; Μη σε μέλη δια την δουλείαν σου αυτήν. Αλλά και αν ακόμη ημπορής να γίνης ελεύθερος, χρησιμοποίησε μάλλον και προτίμα την κατάστασιν της δουλείας. 22 Διότι εκείνος ο οποίος ήτο δούλος, όταν εκλήθη από τον Κυριον εις την πίστιν, έχει τώρα απελευθερωθή υπό του Κυρίου, ο οποίος του εχάρισε την λύτρωσιν από τον ζυγόν της δουλείας και του θανάτου. Ομοίως και εκείνος που εκλήθη εις την πίστιν, καθ' ον χρόνον ήτο ελεύθερος, είναι τώρα δούλος του Χριστού. 23 Ολοι έχετε εξαγορασθή από τον Χριστόν με ανεκτίμητον τίμημα. Μη γίνεσθε, λοιπόν, δούλοι των ανθρώπων, (μη συμμορφώνεσθε και μη υποδουλώνεσθε εις τας αμαρτωλάς απαιτήσεις και συνηθείας των ανθρώπων). 24 Ο καθένας, αδελφοί, εις όποιαν κατάστασιν ευρέθη, όταν εκλήθη, εις αυτήν και ας μένη, (φροντίζων μόνον και αγωνιζόμενος να είναι πάντοτε κοντά στον Θεόν).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 2 - 9


2 Καὶ μεθ’ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, 3 καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι. 4 καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· 5 Ραββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνάς τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν. 6 οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι. 7 καὶ ἐγένετο νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε. 8 καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ’ ἑαυτῶν. 9 καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον, εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 2 - 9


2 Καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕξ ἡμέρας παίρνει μαζί του ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς ἀνεβάζει εἰς ὅρος ὑψηλὸν ἰδιαιτέρως αὐτοὺς μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθέν τους. 3 Καὶ τὰ ἐνδύματά του ἔγιναν ἀστραπτερά, λευκὰ πολὺ σὰν τὸ χιόνι, τέτοια, ποὺ τεχνίτης ἔμπειρος εἰς τὶς βαφὲς τῶν ὑφασμάτων ἐδῶ εἰς τὴν γῆν δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὰ λευκάνῃ ἔτσι. 4 Καὶ ἐνεφανίσθησαν εἰς αὐτοὺς οἱ δύο μεγάλοι ἀντιπρόσωποι τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὁ Ἠλίας μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν. Καὶ συνωμίλουν ἐπ’ ἀρκετὸν μὲ τὸν Ἰησοῦν. Καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὸν λόγον ὁ Πέτρος, εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν· 5 Διδάσκαλε, καλὸν εἶναι νὰ μένωμεν ἐδῶ. Καὶ ἂς κάμωμεν λοιπὸν τρεῖς σκηνάς, μίαν διὰ σὲ καὶ διὰ τὸν Μωϋσὴν μίαν καὶ διὰ τὸν Ἠλίαν ἄλλην μίαν. 6 Καὶ εἶπεν αὐτὰ ὁ Πέτρος, χωρὶς νὰ σκεφθῇ, ὅτι οὔτε ἦτο δυνατὸν οἱ δύο οὐράνιοι ἐπισκέπται νὰ παραμείνουν μονίμως εἰς τὴν γῆν, ποὺ δὲν ἔγινεν ἀκόμη καινούργια, οὔτε ἐχρειάζοντο σκηναὶ δι’ αὐτούς, ποὺ κατοικίαν εἶχαν τὸν οὐρανόν. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτά, διότι δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ, ἐπειδὴ ἔπαθε σύγχυσιν λόγῳ τοῦ ὅτι αὐτὸς καὶ οἱ δύο συμμαθηταί του εἶχαν καταληφθῇ ἀπὸ φόβον, ποὺ παρέλυε τὴν σκέψιν τους. 7 Καὶ ἦλθε σύννεφον, ποὺ τοὺς ἐσκέπασε. Καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σύννεφον φωνὴ ἡ ὁποία ἔλεγε· Αὐτὸς εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς αὐτὸν νὰ ὑπακούετε. 8 Καὶ ἔξαφνα ὅταν οἱ μαθηταὶ ἐκύτταξαν γύρω τους, δὲν εἶδαν πλέον κανένα, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μαζί τους μόνον, χωρὶς τοὺς ἄλλους δύο προφήτας. 9 Ὅταν δὲ αὐτοὶ κατέβαινον ἀπὸ τὸ ὅρος, τοὺς παρήγγειλεν ὁ Ἰησοῦς νὰ μὴ διηγηθοῦν εἰς κανένα αὐτὰ ποὺ εἶδαν, παρὰ μόνον τότε νὰ τὰ εἶπουν, ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ἀναστηθῃ ἐκ νεκρῶν, ὁπότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ κίνδυνος ἀκαίρων ἐνθουσιασμῶν τοῦ πλήθους, ἀλλὰ καὶ περισσότερον κατανοητὸν καὶ πιστευτὸν τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ καταστῇ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Θ´ 2 - 9


2 Και ύστερα από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και τους ανέβασεν εις ένα υψηλόν όρος αυτούς μόνον ιδιαιτέρως. Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών. 3 Και τα ενδύματα αυτού έγιναν απαστράπτοντα και ακτινοβόλα, λευκά παρά πολύ ώσαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφεύς εις την γην δεν ημπορεί ποτέ να λευκάνη έτσι. 4 Και παρουσιάσθη εις αυτούς ο Ηλίας (ως εκπρόσωπος των προφητών) μαζή με τον Μωϋσέα (εκπρόσωπον του Νομου) και συνωμιλούσαν με τον Ιησούν. Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν. 5 “Διδάσκαλε, καλόν είναι να μένωμεν εδώ. Και να κατασκευάσωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”. 6 Και έλεγεν αυτά, διότι δεν ήξευρε τι να είπη, επειδή αυτός και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από φόβον, ο οποίος είχε θολώσει και συγχύσει τον νουν τους. 7 Και αίφνης ήλθε νέφος που εσκέπασε αυτούς. Και από το νέφος αυτό ηκούσθη φωνή, που έλεγεν· “αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Εις αυτόν να υπακούετε”. 8 Και έξαφνα εκύτταξαν γύρω τους οι μαθηταί και δεν είδαν κανένα, παρά μόνον τον Ιησούν μαζή των. 9 Καθώς δε κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν αυτούς, κατά τρόπον έντονον, εντολήν, να μη διηγηθούν εις κανένα αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα