ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Ε´ 10 - 20
10 Λάβετε, ἀδελφοί μου, ὡς παράδειγμα κακοπαθήσεως καὶ ὑπομονῆς τοὺς προφήτας, οἱ ὁποῖοι δὲν ἦσαν τυχαῖοι ἄνθρωποι, ἀλλ’ ἐλάλησαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Κυρίου.
11 Ἰδοὺ θεωροῦμεν εὐτυχεῖς καὶ καλοτυχίζομεν ἐκείνους, ποὺ δεικνύουν ὑπομονήν. Ἠκούσατε ἀπὸ τὰ ἀναγνώσματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς τὴν ὑπομονὴν τοῦ Ἰὼβ καὶ εἴδατε τὸ εὐτυχισμένον τέλος, ποὺ ἔδωκεν ὁ Κύριος εἰς τὴν δοκιμασίαν του. Καὶ τοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος τέτοιο τέλος, διότι εἶναι πολυεύσπλαγχνος καὶ οἰκτιρμῶν καὶ μὲ συμπάθειαν πολλὴν δοκιμάζει τὰ τέκνα του.
12 Ὅπως δὲ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ στενάζετε κατὰ τοῦ πλησίον, ἔτσι εἶναι ἀπηγορευμένον νὰ ἐπικαλῆσθε ἀνευλαβῶς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἰς τὰς στενοχωρίας σας. Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴν ὁρκίζεσθε οὔτε εἰς τὸν οὐρανόν, οὔτε εἰς τὴν γῆν, οὔτε κανένα ἄλλον ὅρκον. Ἂς εἶναι δὲ τὸ ναί, ποὺ λέγετε, πραγματικὸν ναί· καὶ τὸ ὄχι σας πραγματικὸν ὄχι, διὰ νὰ μὴ ἐμπέσητε εἰς ὑποκρισίαν καὶ ψευδολογίαν.
13 Εὑρίσκεται κανεὶς μεταξύ σας εἰς στενοχωρίαν καὶ θλῖψιν; Ἂς προσεύχεται καὶ ἂς ζητῇ παρηγορίαν ἀπὸ τὸν Θεόν. Ἔχει εὐθυμίαν κάποιος; Ἂς ψάλλη ψαλμοὺς καὶ μὲ αὐτοὺς ἂς ἑξαγιάζῃ τὴν εὐθυμίαν του.
14 Εἶναι κανεὶς μεταξύ σας ἄρρωστος; Ἂς προσκαλέσῃ τοὺς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἂς προσευχηθοῦν ἐπάνω του, συγχρόνως δὲ ἂς τὸν ἀλείψουν μὲ ἔλαιον ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
15 Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτή, ποὺ γίνεται μὲ πίστιν, θὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν σωματικὴν ἀσθένειαν τὸν ἄρρωστον καὶ θὰ σηκώσῃ αὐτὸν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν κλίνην τῆς ἀσθενείας. Καὶ ἐὰν ὁ ἀσθενὴς ἔχῃ διαπράξει ἁμαρτίας, αἱ ὁποῖαι καὶ προεκάλεσαν τὴν ἀσθένειάν του, θὰ συγχωρηθοῦν εἰς αὐτόν.
16 Γενικῶς δὲ σᾶς προτρέπω νὰ ἐξομολογῆσθε μεταξύ σας τὰς ἁμαρτίας σας καὶ νὰ εὔχεσθε ὁ ἕνας ὑπὲρ τοῦ ἅλλου, διὰ νὰ ἰατρευθῆτε ὄχι μόνον ἀπὸ τὰς σωματικάς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰς ψυχικὰς ἀσθενείας σας. Ἔχει μεγάλην δύναμιν ἡ δέησις τοῦ δικαίου καὶ ἐνεργεῖ ἰσχυρῶς καὶ ἀποτελεσματικῶς, φέρουσα μεγάλος ὠφελείας.
17 Ὁ Ἠλίας ἦτο ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴν αὐτὴν ἀσθενῆ φύσιν μὲ ἠμᾶς, καὶ προσηυχήθη διὰ νὰ μὴ βρέξῃ, καὶ δὲν ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς τρία ἔτη καὶ μήνας ἕξ.
18 Καὶ πάλιν προσηυχήθη καὶ ἐζήτησε νὰ βρέξῃ, καὶ ὁ οὐρανὸς ἔδωκε βροχὴν καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπόν της.
19 Κάμνω καὶ τὴν τελευταίαν μου ἔκκλησιν καὶ προτροπὴν εἰς σᾶς, ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἐπισφράγισις τῆς ὅλης ἐπιστολῆς μου. Ἀδελφοί, ἐὰν κανένας ἀπὸ σᾶς πλανηθῇ μακρὰν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν ἀλήθειαν, καὶ ἄλλος ἀδελφὸς τὸν ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ἀλήθεια,
20 ἂ γνωρίζῃ, ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἐπέστρεψεν ἕνα ἁμαρτωλὸνἀπὸ τὴν πλάνην, εἰς τὴν ὁπίαν οὗτος ὡς εἰς ἄλλον κακὸν καὶ ὀλέθριον δρόμον βαδίζει, θὰ σώσῃ πολύτιμον ψυχὴν ἀπὸ τὸν θάνατον καὶ θὰ ἐξαλείψῃ πλῆθος αμαρτι·ῶν, τὰς ὁπίας ὁ ἀποπλανηθείς διέπραξεν ἢ καὶἐπρόκειτο νὰ διαπράξῃ.