ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΙϚ´ 2 - 12
2 2 Θὰ σᾶς ἀφορίσουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ σᾶς ἀποκλείσουν ἀπὸ τὰς συναγωγάς των ὡς αἱρετικούς· ἀλλ’ ὡς νὰ μὴ ἦτο ἀρκετὸν αὐτό, ἔρχεται ὥρα, κατὰ τὴν ὁποίαν καθένας ποὺ θὰ σᾶς φονεύσῃ, θὰ νομίσῃ, ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἐγκληματεῖ, ἀλλ’ ὅτι μὲ τὸν φόνον αὐτὸν προσφέρει λατρείαν εἰς τὸν Θεόν.
3 3 Καὶ τοὺς σκληροὺς αὐτοὺς διωγμοὺς θὰ τοὺς κάμουν, διότι ἐξ ἰδίας των ὑπαιτιότητος καὶ τυφλώσεως δὲν ἐγνώρισαν τὸν Πατέρα οὐδὲ ἐμέ. Δὲν ἔμαθαν δηλαδή, ὅτι ὁ Πατήρ μου ἐξ ἀγαθότητος ἄκρας ἠθέλησε νὰ σώσῃ τὸν κόσμον καὶ ὅτι ἐγὼ ὁ Υἱός του ἀπεστάλην παρ’ αὐτοῦ σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς ἐν τῷ κόσμῳ.
4 4 Βλέπω ποίαν θλιβερὰν ἐντύπωσιν σᾶς προκαλοῦν αἱ προρρήσεις μου αὐταί. Ἀλλὰ σᾶς εἶπα ὅλα αὐτά, ὥστε, ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ συμβοῦν, νὰ ἐνθυμῆσθε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν διωγμῶν σας ταῦτα, καὶ ἐνθυμούμενοι, ὅτι ἐγὼ σᾶς τὰ προεῖπα, νὰ ἐνισχύεσθε εἰς τὸ νὰ ὑπομένετε. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα δὲ ἐξ ἀρχῇς, ἀφ’ ὅτου τὸ πρῶτον μὲ ἐγνωρίσατε καὶ μὲ ἠκολουθήσατε, διότι ἦμην μαζί σας καὶ ἡ παρουσία μου ἦτο ἀρκετὴ ἐνίσχυσις διὰ σᾶς.
5 5 Τώρα ὅμως ἐγὼ πηγαίνω πρὸς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος μὲ ἔστειλεν εἰς τὸν κόσμον. Καὶ διότι εἶσθε ἀπερροφημένοι ἀπὸ τὴν λύπην τοῦ χωρισμοῦ μας, κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν μὲ ἐρωτᾷ: Ποῦ πηγαίνεις; ὁπότε θὰ σᾶς ἔλεγα καὶ ποία εἶναι ἡ δόξα, ἡ ὁποία περιμένει καὶ ἐμὲ καὶ σᾶς εἰς τοὺς οὐρανούς.
6 6 Ἀλλὰ διότι σᾶς ἔκαμα λόγον περὶ τοῦ προσκαίρου χωρισμοῦ μας καὶ περὶ τῶν θλίψεων καὶ διωγμῶν, ποὺ σᾶς περιμένουν, ἡ λύπη ἔχει γεμίσει τὴν καρδίαν σας, ὥστε νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ προσέξετε καὶ εἰς τὰς χαροποιοὺς ὑποσχέσεις μου.
7 7 Ἀλλ’ ὁσονδήποτε καὶ ἂν λυπῆσθε, βεβαιωθῆτε, ὅτι ἐγὼ σᾶς λέγω τὴν ἀλήθειαν· Σᾶς συμφέρει ἐγὼ νὰ φύγω. Διότι, ἐὰν δὲν ἀποθάνω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ δὲν φύγω, ὁ Παράκλητος δὲν θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς. Ἐὰν ὅμως προσφέρω ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὴν ἐξιλαστήριον θυσίαν μου καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸν διὰ νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Πατέρα μου, θὰ σᾶς τὸν στείλω.
8 8 Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ ἐξελέγξῃ τὸν κόσμον καὶ θὰ πείσῃ ὅλους, ὅσοι εἶναι ἐπιδεκτικοί, περὶ μιᾶς μεγάλης ἁμαρτίας, τὴν ὁποίαν διαπράττει τώρα ὁ κόσμος, καὶ περὶ δικαιοσύνης, τὴν ὁποίαν ἠγνόησαν οἱ παρασκευάζοντες τὸν θάνατόν μου, καὶ περὶ κατακρίσεως καὶ καταδίκης τοῦ διαβόλου.
9 9 Περὶ ἁμαρτίας μὲν θὰ ἐλέγξῃ καὶ θὰ πείσῃ τὸν κόσμον, διότι δὲν πιστεύουν εἰς ἐμέ, ὁ ὁποῖος ἀπεδείχθην Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα μου. Καὶ ἔτσι περιφρονοῦντες τὰς ἀποδείξεις αὐτὰς καὶ ἐπιμένοντες εἰς τὴν ἀπιστίαν τῶν διαπράττουν ἀσυγχώρητον ἁμαρτίαν.
10 10 Θὰ ἀποδώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος καὶ δικαιοσύνην καὶ θὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἀντιθέτως πρὸς τὴν κατ’ ἐμοῦ καταδικαστικὴν ἀπόφασιν τοῦ κόσμου εἶμαι δίκαιος, διότι ἐγώ, τὸν ὁποῖον ὁ κόσμος ἀδίκως κατεδίκασε, πηγαίνω ὅχι εἰς τὴν κόλασιν, ποὺ θὰ περιλάβῃ τοὺς ἐγκληματίας, ἀλλὰ πηγαίνω πρὸς τὸν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μου τιμημένος καὶ ἔνδοξος ὡς πρόσωπον εὐαρεστῆσαν εἰς αὐτόν, καὶ σεῖς δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον διὰ τῶν σωματικῶν ὀφθαλμῶν σας.
11 11 Θὰ δώσῃ δὲ ὁ Παράκλητος ἀπόδειξιν καὶ περὶ τοῦ ὅτι συνετελέσθη ὁριστικὴ καὶ τελειωτικὴ κατάκρισις καὶ καταδίκη τοῦ διαβόλου, διότι ὁ ἄρχων τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου κόσμου, ἤτοι ὁ σατανᾶς, ἔχει κατακριθῆ διὰ τοῦ θανάτου μου καὶ ἔχασε διὰ παντὸς τὴν ἐξουσίαν του.
12 12 Ἀλλὰ καὶ διὰ σᾶς εἶναι ἀπαραίτητον νὰ ἔλθῃ ὁ Παράκλητος. Διότι ἔχω πολλὰ ἀκόμη νὰ σᾶς εἴπω, ἀλλὰ δὲν ἡμπορῆται τώρα λάγῳ τῆς ἀτελείας σας νὰ ἐννοήσετε καὶ νὰ συγκροτήσετε αὐτά.