ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΔ´ 20 - 28
20 Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν, ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην.
21 Ὅταν δὲ τὸν περιεκύκλωσαν οἱ μαθηταὶ μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸν κηδεύσουν, ὁ Παῦλος δι’ ἐπεμβάσεως θείας ἐσηκώθη ὑγιὴς καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν. Καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀνεχώρησε μαζὶ μὲ τὸν Βαρνάβαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν Δέρβην.
22 στηρίζοντες ἀκόμη περισσότερον τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, προτρέποντες αὐτοὺς νὰ μένουν ἀμετακίνητοι εἰς τὴν πίστιν καὶ λέγοντες ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ Θεὸς τὸ ὥρισεν, ἀλλὰ καὶ ἡ ἠθικὴ κατάστασις τόσον τοῦ κόσμου, ὅσον καὶ ἡμῶν τῶν ἰδίων τὸ καθιστᾷ ἀναπόφευκτον, πρέπει νὰ ὑποστῶμεν ἡμεῖς πολλὰς θλίψεις διὰ νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
23 Ἀφοῦ δὲ διὰ χειροθεσίας καὶ εὐχῶν ἐγκατέστησαν πρεσβυτέρους εἰς μίαν ἐκάστην Ἐκκλησίαν καὶ προσηυχήθησαν μὲ ἀφοσίωσιν, τὴν ὁποίαν καθιστῶν θερμοτέραν αἱ συνοδεύουσαι τὰς προσευχὰς νηστεῖαι, ἐνεπιστεύθησαν αὐτοὺς εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον πιστεύσει.
24 Καὶ ἀφοῦ κηρύττοντες περιώδευσαν τὴν χώραν τῆς Πισιδίας, ἦλθον εἰς τὴν Παμφυλίαν.
25 Καὶ ἀφοῦ ἐδίδαξαν τὸν λόγον εἰς τὴν Πέργην, κατέβησαν ἀπὸ τὰ μεσόγεια μέρη εἰς τὴν παραλιακὴν Ἀττάλειαν.
26 Καὶ ἀπ’ ἐκεῖ ἀνεχώρησαν μὲ πλοῖον εἰς τὴν Ἀντιόχειαν. Εἰς τὴν πόλιν δηλαδή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχαν ξεκινήσει, ὅταν οἱ ἀδελφοί τους εἶχαν παραδώσει εἰς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ἔφερον εἰς πέρας. Οὕτως ἔλαβε τέλος ἡ πρώτη ἀποστολικὴ πορεία.
27 Ὅταν δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἦλθον καὶ συνήθροισαν τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας, διηγήθησαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς παρέχων τὴν χάριν του καὶ συνεργαζόμενος μετ’ αὐτῶν καὶ ὅτι ἤνοιξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς τὴν θύραν, διὰ τῆς ὁποίας οὗτοι θὰ ἐκαλοῦντο εἰς τὴν πίστιν καὶ θὰ ἐσώζοντο δι’ αὐτῆς.
28 Παρέμειναν δὲ ἀρκετὸν χρόνον ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀντιόχειαν μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΙΕ´ 1 - 14
1 Καὶ ἐν τῷ μεταξὺ μερικοί, ποὺ κατέβησαν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν, ἐδίδασκον τοὺς ἀδελφοὺς ὅτι, ἐὰν δὲν περιτέμνεσθε σύμφωνα μὲ τὸ ἀπὸ μακροῦ χρόνου ἐπικρατοῦν ἔθιμον, τὸ ὁποῖον ἀνεγνωρίσθη καὶ ἐνομοθετήθη καὶ ἀπὸ τὸν Μωϋσήν, μὲ μόνον τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῆτε.
2 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔγινε φιλονεικία καὶ συζήτησις ὄχι ὀλίγη μετὰ τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῶν, ὥρισαν νὰ ἀναβοῦν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας καὶ μερικοὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς πρεσβυτέρους, διὰ νὰ λυθῇ αὐθεντικῶς καὶ ὁριστικῶς τὸ ζήτημα τοῦτο.
3 Οὗτοι λοιπόν, ἀφοῦ κατευωδόθησαν ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Ἐκκλησίας, διήρχοντο τὰς χώρας τῆς Φοινίκης καὶ τῆς Σαμαρείας διηγούμενοι εἰς τοὺς ἐκεῖ Χριστιανοὺς τὴν εἰς Χριστὸν ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνικῶν, καὶ ἐπροκάλουν μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
4 Ὅταν δὲ ἦλθον εἰς Ἱερουσαλήμ, ἔγινεν εἰς αὐτοὺς ὑποδοχὴ ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους. Καὶ αὐτοὶ διηγήθησαν ὅσα ὁ Θεὸς ἐποίησε μαζί τους διὰ τῆς συνεργίας καὶ ἐνισχύσεώς του εἰς τὸ κήρυγμά των καὶ τὸ ἔργον των καὶ ἐβεβαίωσαν, ὅτι δι’ εὐνοϊκῶν περιστάσεων καὶ εὐκαιριῶν ἤνοιξεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἐθνικοὺς θύραν, ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἀληθῆ πίστιν.
5 Ἐσηκώθησαν δὲ μερικοὶ ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴν μερίδα τῶν Φαρισαίων, ποὺ εἶχον πιστεύσει, καὶ ἔλεγον, ὅτι πρέπει νὰ περιτέμνουν τοὺς πιστεύοντας ἐθνικούς, καὶ νὰ τοὺς παραγγέλλουν νὰ φυλάττουν ὅλον τὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως, καὶ αὐτὰς ἀκόμη τὰς τυπικὰς διατάξεις του.
6 Συνηθροίσθησαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρεσβύτεροι διὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν ὑπόθεσιν αὐτήν.
7 Ἀφοῦ δὲ ἔγινε πολλὴ συζήτησις, ἐσηκώθη ὁ Πέτρος καὶ τοὺς εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, σεῖς γνωρίζετε ἀπὸ τὸ περιστατικὸν τοῦ Κορνηλίου, ὅτι πρὸ πολλοῦ χρόνου, πρὸ δώδεκα περίπου ἐτῶν ἀπὸ σήμερον, ὁ Θεὸς ἐξέλεξε μεταξὺ ἡμῶν τῶν ἀποστόλων ἐμέ, διὰ νὰ ἀκούσουν διὰ τοῦ κηρύγματός μου οἱ ἐθνικοὶ τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ νὰ πιστεύσουν.
8 Καὶ ὁ Θεός, ποὺ γνωρίζει τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἔκρινεν ἀλανθάστως κατὰ πόσον ἦτο εἰλικρινὴς ἡ μετάνοια καὶ πίστις τῶν ἐθνικῶν τούτων, ἔδωκε μαρτυρίαν ὑπὲρ αὐτῶν, διὰ τῆς ὁποίας ἐβεβαίου, ὅτι παρέχεται καὶ εἰς αὐτοὺς ἡ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ σωτηρία. Λέγω δέ, ὅτι ὁ Θεὸς ἔδωκε τὴν μαρτυρίαν του, διότι τοὺς μετέδωκε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὰ ἔδωκε καὶ εἰς ἡμᾶς, ποὺ καταγόμεθα ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ.
9 Καὶ δὲν ἔκαμε καμμίαν διάκρισιν μεταξὺ ἡμῶν τῶν περιτμημένων καὶ αὐτῶν τῶν ἀπεριτμήτων, ἀλλὰ διὰ μόνης τῆς πίστεως καὶ χωρὶς νὰ λάβουν περιτομὴν ἐκαθάρισε τὰς καρδίας των.
10 Τώρα λοιπόν, ὕστερα ἀπὸ μίαν τοιαύτην μαρτυρίαν τοῦ Θεοῦ, διατὶ προκαλεῖτε καὶ θέτετε εἰς δοκιμασίαν τὸν Θεόν, ὡσὰν νὰ μὴν εἶχεν ἐκφράσει σαφῶς τὸ θέλημά του, καὶ διατὶ ζητεῖτε ν’ ἀποσπάσητε ἀπ’ αὐτοῦ ἄλλην νεωτέραν καὶ καταπληκτικωτέραν ἐκδήλωσιν τοῦ θελήματός του; Ζητεῖτε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην ὁ Θεός, διὰ νὰ ἐπιβάλλετε εἰς τὸν τράχηλον τῶν μαθητῶν τὸν ζυγόν της τηρήσεως τοῦ νόμου καὶ ὅλων τῶν τελετῶν καὶ τυπικῶν διατάξεών του, τὸν ὁποῖον ζυγὸν οὔτε οἱ προπάτορές μας οὔτε ἡμεῖς ἠμπορέσαμεν νὰ τὸν βαστάσωμεν;
11 Ἀλλὰ πιστεύομεν, ὅτι καὶ ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ θὰ σωθῶμεν, κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον κατὰ τὸν ὁποῖον θὰ σωθοῦν καὶ ἐκεῖνοι, ἤτοι οἱ ἐθνικοί.
12 Ἐσιώπησε δὲ ὅλον τὸ πλῆθος καὶ ἤκουον μὲ προσοχὴν τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Παῦλον, οἱ ὁποῖοι διηγοῦντο, ὅσα ἀποδεικτικὰ καὶ καταπληκτικὰ θαύματα ἔκαμεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου αὐτῶν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν.
13 Ἀφοῦ δὲ ἔπαυσαν νὰ ὁμιλοῦν οἱ δύο οὗτοι Αποστολοι, ἀπήντησε πρὸς τοὺς ἰουδαΐζοντας καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ εἶπεν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἀκούσατέ με.
14 Ὁ Συμεών, ποὺ ἐπονομάζεται Πέτρος, σᾶς διηγήθη, πῶς κατὰ πρώτην φορὰν ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν εὔνοιάν του εἰς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη καὶ ἐπρονόησεν ἀπὸ τὰ ἔθνη ταῦτα νὰ ἀποκτήσῃ λαόν, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ τὸ ὄνομά του καὶ θὰ καλῆται λαὸς τοῦ Θεοῦ.