ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Η´ 40 - 40
40 Ὁ Φίλιππος δὲ εὑρέθη, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ καὶ αὐτὸς πῶς, εἰς τὴν Ἄζωτον καὶ ἐξηκολούθησε τὴν περιοδείαν του καὶ ἐκήρυττε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλας τὰς πόλεις, τὰς ὁποίας συνῆντα, μέχρις ὅτου ἦλθεν εἰς τὴν Καισάρειαν.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ Θ´ 1 - 18
1 Καὶ ταῦτα μὲν ὡς πρὸς τὸν Φίλιππον. Ὁ δὲ Σαῦλος, σὰν νὰ ἔζη μέσα εἰς κάποιαν φονικὴν ἀτμόσφαιραν, ἐξηκολούθει νὰ ἀποπνέῃ ἀπὸ μέσα του καὶ νὰ ἐκδηλώνῃ αἰσθήματα ἀπειλῆς καὶ φόνου κατὰ τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Καὶ δι’ αὐτὸ προσῆλθεν εἰς τὸν ἀρχιερέα
2 καὶ ἐζήτησεν ἀπὸ αὐτὸν συστατικὰς καὶ ἐξουσιοδοτικὰς ἐπιστολὰς διὰ τὴν Δαμασκὸν πρὸς τὰς ἐκεῖ συναγωγάς, μὲ τὸν σκοπόν, ἐὰν εὕρῃ κάποιους, ποὺ νὰ ἀνήκουν εἰς τὸν δρόμον καὶ εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Ἰησοῦ, εἴτε ἄνδρες ἦσαν οὗτοι εἴτε γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρῃ δεμένους εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 Ἐνῷ δὲ ἐπήγαινε, συνέβη νὰ πλησιάζη οὗτος εἰς τὴν Δαμασκόν. Καὶ ἔξαφνα ἤστραψε γύρω του ἀπὸ τὸν οὐρανὸν φῶς λαμπρόν.
4 Καὶ ὅταν ἀπὸ τὴν ἐκθαμβωτικὴν λάμψιν ἔπεσε κατὰ γῆς, ἤκουσε φωνήν, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε· Σαούλ, Σαούλ, διατὶ μὲ καταδιώκεις;
5 Εἶπε δὲ ὁ Σαῦλος· Ποῖος εἶσαι, Κύριε; Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς, τὸν ὁποῖον σὺ καταδιώκεις. Δὲν ἠξεύρεις ὅτι, ὅταν καταδιώκῃς τοὺς μαθητὰς καὶ ἀκολούθους μου, εἶναι ὡς νὰ καταδιώκῃς ἐμὲ τὸν ἴδιον;
6 Ἀλλὰ σήκω καὶ ἔμβα εἰς τὴν πόλιν, καὶ θὰ σοῦ λεχθῇ ἐκεῖ, τί πρέπει νὰ κάμῃς. Καὶ ὁ μὲν Σαῦλος καὶ τοὺς λόγους τῆς φωνῆς ἤκουσε καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ ἀναστάντος Κυρίου εἶδεν.
7 Οἱ ἄνδρες ὅμως, ποὺ τὸν συνώδευαν, ἐστέκοντο μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα καὶ ἄφωνοι, ἤκουαν μὲν τὴν βοὴν καὶ τὸν ἦχον τῆς φωνῆς, χωρὶς νὰ ξεχωρίζουν λέξεις, ἀλλὰ δὲν ἔβλεπαν κανένα.
8 Ἐσηκώθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ποὺ εἶχε πρὸ ὀλίγου πέσει, καίτοι δὲ ἦσαν ἀνοικτὰ τὰ μάτια του, δὲν ἔβλεπε κανένα. Τὸν ὡδήγουν ὡς ἐκ τούτου ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔμβασαν εἰς τὴν Δαμασκόν.
9 Καὶ παρέμεινεν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας τυφλός, χωρὶς νὰ βλέπῃ διόλου, καὶ δὲν ἔφαγεν οὔτε ἤπιε κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς τίποτε.
10 Ὑπῆρχε δὲ εἰς τὴν Δαμασκὸν κάποιος μαθητής, ποὺ ἐλέγετο Ἀνανίας. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος δι’ ὁράματος: Ἀνανία. Αὐτὸς δὲ εἶπεν· Ἰδού, εἶμαι ἐδῶ, Κύριε, ἕτοιμος νὰ ἐκτελέσω τὰς διαταγάς σου.
11 Ὁ Κύριος δὲ εἶπε τότε πρὸς αὐτόν· Σήκω καὶ πήγαινε εἰς τὴν στενωπόν, ποὺ λέγεται Εὐθεῖα καὶ ζήτησε εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Ἰούδα κάποιον, ποὺ ὀνομάζεται Σαῦλος, καὶ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ταρσόν. Αἱ διαθέσεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι εὐλαβεῖς, διότι ἰδοὺ κατὰ τὴν στιγμὴν αὐτὴν προσεύχεται.
12 Καὶ εἶδεν εἰς ὅραμα, ποὺ τοῦ παρουσίασα ἐγώ, ἄνθρωπον ὀνομαζόμενον Ἀνανίαν, ὁ ὁποῖος ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιόν του καὶ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὴν χεῖρα διὰ να τὸν θεραπεύσῃ ἀπὸ τὴν τύφλωσιν καὶ δυνηθῇ οὕτω να ξαναϊδῇ.
13 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἀνανίας· Κύριε, ἔχω ἀκούσει ἀπὸ πολλοὺς διὰ τὸν ἄνθρωπον αὐτόν, πόσα κακὰ ἔκαμεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἰς τοὺς ἁγιασμένους ἀπὸ τὴν χάριν σου καὶ ἀφιερωμένους εἰς σὲ πιστούς.
14 Καὶ ἐδῶ ποὺ ἦλθεν, ἔχει ἐξουσίαν ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς νὰ δέσῃ ὅλους, ὅσοι ἐπικαλοῦνται εὐλαβῶς καὶ μετὰ πίστεως τὸ ὄνομά σου.
15 Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πήγαινε χωρὶς κανένα φόβον ἢ δισταγμόν, διότι οὗτος εἶναι ὅργανόν μου ἐκλεκτόν. Τὸν ἐξέλεξα δὲ ἐγώ, διὰ νὰ βαστάσῃ καὶ διαδώσῃ τὸ περὶ τοῦ ὀνόματός μου καὶ τοῦ εὐαγγελίου μου κήρυγμα, μεταφέρων τοῦτο διὰ τῶν περιοδειῶν του ἐνώπιον ἐθνικῶν καὶ βασιλέων καὶ τῶν σημερινῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰσραήλ.
16 Πήγαινε σὺ πρὸς συνάντησίν του μὲ τὴν πεποίθησιν, ὅτι δὲν θὰ συναντήσῃς ἄρνησιν ἢ ἀπροθυμίαν εἰς αὐτόν. Διότι ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ μεταστρέψω τὸν Σαῦλον καὶ θὰ τοῦ δείξω, τί ἀπὸ τοῦδε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πρέπει νὰ πάθῃ διὰ τὸ ὄνομά μου αὐτός, ποὺ ἕως χθὲς μὲ κατεδίωκεν.
17 Ἐπῆγε δὲ ὁ Ἀνανίας καὶ ἐμβῆκεν εἰς τὸ σπίτι, ὅπου ἔμενεν ὁ Σαῦλος καὶ ἀφοῦ ἔθεσεν ἐπ’ αὐτοῦ τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, μὲ ἔστειλεν ὁ Κύριος, ποὺ σοῦ ἐνεφανίσθη εἰς τὸν δρόμον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐβάδιζες διὰ νὰ ἔλθῃς ἐδῶ. Καὶ μὲ ἔστειλε διὰ νὰ ἀποκτήσῃς πάλιν τὸ φῶς σου καὶ διὰ νὰ γεμίσῃ τὸ ἐσωτερικόν σου μὲ Πνεῦμα Ἅγιον.
18 Καὶ ἀμέσως ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του σὰν λέπια καὶ ξαναεῖδε καὶ ἀφοῦ ἐσηκώθη ἐβαπτίσθη. Καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα ἔλαβε τροφὴν καὶ ἐδυνάμωσεν ἀπὸ τὴν ἑξάντλησιν, ποὺ τοῦ εἶχε φέρει ὁ βαθὺς κλονισμός, τὸν ὁποῖον ἠσθάνθη ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν τοῦ Κυρίου, καὶ ἡ νηστεία τῶν τριῶν ἡμερῶν, κατὰ τὰς ὁποίας οὔτε ἔφαγεν οὔτε ἔπιε τίποτε.