ΗΣΑΪΑΣ ΞϚ´ 10 - 24
10 Εὐφράνθητι, ὦ νέα Ἱερουσαλήμ, καὶ πανηγυρίσατε δι’ αὐτὴν ὅλοι, ὅσοι τὴν ἀγαπᾶτε· χαρῆτε χαρὰν μεγάλην μετ’ αὐτῆς ὅλοι, ὅσοι πενθεῖτε τώρα δι’ αὐτήν.
11 Ἔλθετε διὰ να θηλάσετε καὶ χορτάσετε ἀπὸ τὸν μαστὸν τῆς παρηγορίας της, ἵνα, ἀφοῦ χορτασθῆτε ἀπὸ τὸ γάλα τοῦτο, τρυφήσετε, ὅταν ἔλθῃ ἡ δόξα αὐτῆς.
12 Ναί, θὰ ἐντρυφήσετε ἀπολαμβάνοντες τὴν δόξαν τῆς νέας Ἱερουσαλήμ.Διότι αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος: Ἰδού, Ἐγὼ στρέφομαι πρὸς αὐτοὺς ὡσὰν ποταμὸς ἥσυχος, κομίζων εἰρήνην καὶ εὐτυχίαν, καὶ ὡσὰν χείμαρρος, ὁ ὁποῖος δημιουργεῖ πλήμμυραν ἀπὸ τὴν δόξαν τῶν ἐθνῶν.Τὰ ἔθνη θὰ συρρεύσουν εἰς αὐτὴν καὶ τὰ μικρὰ παιδιά των θὰ σηκώνωνται ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ ἐπὶ τῶν γονάτων θὰ παρηγορώνται, στοργικῶς θωπευόμενα καὶ συγκρατούμενα ὑπὸ τῶν γονέων των.
13 Ὅπως δὲ θὰ παρηγορήσῃ μία μητέρα τὸν τυχὸν θλιβόμενον υἱόν της, οὕτω καὶ Ἐγὼ θὰ σᾶς παρηγορήσω, καὶ μέσα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς συμμέτοχοι τῆς εὐτυχοῦς της καταστάσεως θὰ παρηγορηθῆτε.
14 Καὶ θὰ ἴδετε τὴν χαρμόσυνον μεταβολήν, καὶ θὰ χαρῇ ἡ καρδία σας· τὰ δὲ ὀστᾶ σας θὰ λιπανθοῦν καὶ θὰ ἀνανεωθοῦν ὡσὰν τὴν ἀνατέλλουσαν καὶ ἀναφυομένην χλόην καὶ θὰ ἀναγνωρισθῇ ἡ δύναμις τοῦ Κυρίου ὑπὸ τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ὡς προστατεύουσα αὐτούς, καὶ θὰ ἀπειλήσῃ συγκλονιστικῶς τοὺς ἀπειθοῦντας.
15 Ναί· θὰ γίνῃ αἰσθητὴ ἡ ὀργὴ καὶ ἡ ἀπειλή Του· διότι ἰδού, ὁ Κύριος θὰ ἔλθῃ ὡσὰν φωτιὰ καταστρεπτική, καὶ τὸ ἅρμα, ἐπὶ τὸν ὁποίου θὰ κάθηται, θὰ ἐπιπέσῃ ὡσὰν καταιγίς, διὰ νὰ ἀποδώσῃ μὲ θυμὸν τὴν ἐκδίκησίν Του καὶ τὴν ἀποπομπὴν τῶν ἐχθρῶν Του εἰς φλόγα φωτιᾶς.
16 Διότι διὰ τοῦ πυρὸς τοῦ Κυρίου θὰ κριθοῦν καὶ θὰ δοκιμασθοῦν πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν τῇ γῇ, καὶ μὲ τὴν ρομφαίαν Αὐτοῦ θὰ προστατευθῇ ἢ θὰ κατασφαγῇ κάθε ἄνθρωπος· πολλοὶ θὰ τραυματισθοῦν ἀπὸ τὸν Κύριον.
17 Αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ὑποβάλλονται εἰς εἰδωλολατρικοὺς ἁγνισμοὺς καὶ καθαρμοὺς εἰς τοὺς κήπους καὶ τὰ ἄλση καὶ οἱ ὁποῖοι εἰς τὰ πρόθυρα τῶν ναῶν τῶν εἰδώλων τρώγουν κρέας χοιρινὸν καὶ τὰ μυσαρὰ εἰδωλόθυτα καὶ τὸν ποντικόν, θὰ τιμωρηθοῦν.Ὅλοι μαζὶ ταυτοχρόνως θὰ κατακαοῦν καὶ θὰ ἐξαφανισθοῦν, εἶπεν ὁ Κύριος.
18 Καὶ ἐγὼ τὰ ἔργα των καὶ τὰς σκέψεις των γνωρίζω καλῶς.Ἔρχομαι νὰ συναθροίσω ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς λαλοῦντας διαφόρους γλώσσας λαούς· καὶ θὰ ἔλθουν καὶ θὰ ἴδουν τὴν ἔνδοξον δικαιοσύνην καὶ δύναμίν μου τιμωροῦσαν τοὺς εἰς τὰ εἴδωλα ἐκκλίναντας καὶ ἀπιστήσαντας.
19 Καὶ θὰ τοὺς δώσω δύναμιν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐργάζωνται σημεῖα, καὶ θὰ ἀποστείλω ἀπὸ αὐτοὺς σεσωσμένους εἰς τὰ ἔθνη, εἰς Θαρσὶς καὶ εἰς τὰς Ἀφρικανικὰς χώρας Φοὺδ καὶ Λοὺδ καὶ εἰς τὰς ἀνὰ τὴν Μικρὰν Ἀσίαν Μοσὸχ καὶ Θοβὲλ καὶ εἰς τὰ παράλια τῆς Ἰωνίας καὶ εἰς τὰς ἀπωτάτας νήσους τῆς Μεσογείου θαλάσσης, εἰς αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν ἀκούσει τὸ ὄνομά μου, οὔτε ἔχουν ἴδει τὰ ἔνδοξα ἔργα μου· καὶ αὐτοί, τοὺς ὁποίους θὰ ἀποστείλω εἰς τούτους, θὰ κηρύξουν τὴν δόξαν μου μεταξὺ τῶν ἐθνῶν.
20 Καὶ θὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀδελφούς σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη, τοὺς δεχομένους τὸ κήρυγμά των, δῶρον εἰς τὸν Κύριον, οὐχὶ ὡς αἰχμαλώτους, ἀλλ’ ἐν θριάμβῳ καὶ χαρᾷ μὲ ἵππους καὶ μὲ ἅρματα καὶ μὲ ἁμάξας συρομένας ἀπὸ ἡμιόνους καὶ σκεπασμένας μὲ σκιάδια εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, τὴν νέαν Ἰερουσαλήμ· εἶπε καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο ὁ ἀψευδὴς Κύριος.Θὰ τοὺς ὁδηγήσουν δέ, ὅπως θὰ προσέφερον εἰς Ἐμὲ οἱ Ἰσραηλῖται τὰς θυσίας των, ἐν λιτανευτικῇ πομπῇ μετὰ ψαλμῶν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου.
21 Καὶ ἀπὸ αὐτούς, τοὺς ἐκ παντὸς ἔθνους προσελθόντας εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, θὰ λάβω δι’ ἐμαυτὸν Ἱερεῖς καὶ Λευΐτας, εἶπε καὶ ἐβεβαίωσεν ὁ Κύριος.
22 Θὰ λάβω δὲ ἐκ τούτων τοὺς Ἱερεῖς μου καὶ τοὺς Λευΐτας, διότι ὅλοι θὰ μοῦ εἶναι ἐκλεκτοὶ αἰωνίως.Ὅπως δὲ ὁ νέος οὐρανὸς καὶ ἡ νέα γῆ, τὰ ὁποῖα Ἐγὼ θὰ δημιουργήσω, θὰ μένουν ἐνώπιόν μου αἰώνια, βεβαιώνει τοῦτο ὁ Κύριος, οὕτω καὶ τὸ σπέρμα ὑμῶν τοῦ νέου Ἰσραὴλ καὶ τὸ ὄνομά σας θὰ ἵστανται ἀκατάλυτα καὶ αἰώνια.
23 Καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο· κατὰ πᾶσαν νουμηνίαν καὶ πᾶν σάββατον, ἤτοι συνεχῶς καὶ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν, θὰ ἔλθῃ πᾶς ἄνθρωπος ἐκ παντὸς ἔθνους διὰ νὰ προσκυνήσῃ ἐνώπιόν μου εἰς τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, εἶπε καὶ ἐβεβαίωσε τοῦτο ὁ Κύριος.
24 Καὶ θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τῶν τειχῶν τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ θὰ ἴδουν τὰ πτώματα καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν παραβῆ τὸν Νόμον μου.Θὰ τὰ ἴδουν ἀσφαλῶς, διότι ὁ σκώληξ, ὁ κατατρώγων τὰς σάρκας των, δὲν θὰ ἔχῃ τέλος, καὶ ἡ φωτιά, ποὺ θὰ κατακαίῃ τὴν δυσωδίαν των, δὲν θὰ σβήσῃ ποτέ.Καὶ θὰ εἶναι φοβερὸν θέαμα διὰ κάθε ἄνθρωπον.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΜΘ´ 33 - 33
33 Ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ εἶπεν αὐτά, ἐσταμάτησε πλέον νὰ δίδῃ ἐντολὲς εἰς τὰ παιδιά του. Καὶ ὅταν ἐτελείωσε τὶς παραγγελίες του, ἐπειδὴ ἕως τότε ἦταν ἀνασηκωμένος, ἔλαβε τὴν στάσιν ἐκείνων ποὺ ἀποθνήσκουν. Ὡσὰν νὰ ἐδέχετο κάτι μὲ μεγάλην εὐχαρίστησιν καὶ βαθειὰν ἠρεμίαν, ἑξάπλωσε καὶ ἔνωσε τὰ πόδια του εἰς τὸ κρεββάτι, ἀφῆκε τὴν τελευταίαν του ἀναπνοήν, ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς εὐλαβεῖς προγόνους του, οἱ ὁποῖοι ἀπέθαναν πρὶν ἀπὸ αὐτόν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ν´ 1 - 35
1 Ο Ἰωσήφ, ἀμέσως μόλις ἀπέθανεν ὁ Ἰακώβ, ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ πατέρα του καὶ ἔκλαυσε δι’ αὐτὸν καὶ τὸν κατεφίλησε μὲ πόθον,
2 Ἀμέσως ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τοὺς εἰδικοὺς ταριχευτές, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του, νὰ βαλσαμώσουν τὸ σῶμα τοῦ πατέρα του. Καὶ ἐκεῖνοι, σύμφωνά με τὴν ἐντολὴν ποὺ ἔλαβαν, ἐβαλσάμωσαν τὸ σῶμα τοῦ Ἰσραήλ.
3 Καὶ συνεπληρώθησαν διὰ τὴν ταρίχευσή του σαράντα ἡμέρες, διότι τόσες εἶναι οἱ κανονικὲς ἡμέρες ποὺ ἀπαιτοῦνται διὰ τὴν ταρίχευσιν τοῦ νεκροῦ· καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἐπένθησαν τὸν Ἰακὼβ μὲ βαρὺ πένθος ἐπὶ ἐβδομῆντα ἡμέρες.
4 Ὅταν δὲ ἐτελείωσὰν οἱ ἡμέρες τοῦ πένθους καὶ ἔγιναν ὅλα τὰ καθιερωμένα, ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἀκόμη ἐπενθοῦσε τὸν πατέρα του, εἶπεν εἰς τοὺς ἀξιωματούχους τοῦ Φαραώ: «Ἐὰν εὑρῆκα χάριν ἐνώπιόν σας, ὁμιλῆστε δι’ ἐμὲ εἰς τὸν Φαραὼ καὶ εἴπετέ του·
5 «ὁ πατέρας μου μὲ ὥρκισε πρὶν ἀποθάνῃ καὶ μοῦ εἶπεν· εἰς τὸν τάφον, ποὺ ἄνοιξα διὰ τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, ἐκεῖ θέλω νὰ μὲ θάψῃς». Τώρα λοιπὸν δῶσε μου τὴν ἄδειαν νὰ ἀνεβῶ ἐκεῖ, διὰ νὰ θάψω τὸν πατέρα μου καὶ κατόπιν νὰ ἐπιστρέψω πάλιν εἰς τὴν Αἴγυπτον».
6 Ὅταν ὁ Φαραὼ ἄκουσε τὸ αἴτημα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ παρήγγειλεν: «Ἀνέβα ἐλεύθερα εὶς τὴν Χαναὰν καὶ θάψε τὸν πατέρα σου, ὅπως σὲ ὥρκισε καὶ ὅπως τοῦ ὑπεσχέθης ὅτι θὰ κάμῃς».
7 Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ ἀνέβη εἰς τὴν Χαναάν, διὰ νὰ θάψῃ τὸν πατέρα του. Μαζί του ἀνέβησαν καὶ ὅλοι οἱ ὑπηρέται τοῦ Φαραὼ καὶ οἱ αὐλικοὶ καὶ οἱ μεγιστᾶνες καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῆς Αἰγύπτου.
8 Καθὼς ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς ὑπηρεσίας τοῦ Ἰωσὴφ καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ πατέρα του. Μόνον τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια ἔμειναν πίσω εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Γεσέμ.
9 Ἀκόμη ἀνέβησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ ἅρματα καὶ ἱππεῖς ὡς τιμητικὴ ἀκολουθία καὶ δι’ ἀσφάλειαν. Ἔτσι ἐσχηματίσθη πολυπληθὴς καὶ μεγαλοπρεπὴς συνοδεία· μία ἐπιβλητικὴ πομπή, σωστὸν στρατόπεδον.
10 Ὅταν ἡ ἐπικήδειος πομπὴ ἔφθασεν εἰς τὸ ἁλῶνι Ἀτάδ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀνατολικὴν ὅχθην τοῦ Ἰορδάνη, ἔκλαυσαν τὸν Ἰακὼβ μὲ μεγάλον καὶ ἰσχυρὸν θρῆνον. Καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἐπένθησεν ἐκεῖ τὸν πατέρα του ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες.
11 Καὶ εἶδαν οἱ κάτοικοι τῆς Χαναὰν τὸ μεγάλο καὶ βαρὺ πένθος ὅλου ἐκείνου τοῦ πλήθους εἰς τὸ ἁλῶνι Ἀτὰδ καὶ εἶπαν: «Αὐτὸ εἶναι πένθος μεγάλο τῶν Αἰγυπτίων». Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ τόπος ἐκεῖνος «Πένθος Αἰγύπτου». Ὁ τόπος αὐτὸς εἶναι εἰς τὴν ἀνατολικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου.
12 Καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ ἔτσι ἔκαμαν διὰ τὸν νεκρὸν πατέρα των.
13 Καὶ μόνα των, χωρὶς τοὺς Αἰγυπτίους, ἐπῆραν ἀπὸ τὸ ἁλῶνι Ἀτὰδ καὶ μετέφεραν τὸν νεκρὸν εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναὰν καὶ ἔθαψαν τὴν σορὸν εἰς τὸ διπλὸν σπήλαιον εἰς τὸ σπήλαιον, ποὺ ἀγόρασεν ὁ Ἀβραὰμ διὰ νὰ τὸ κατέχῃ ὡς ἰδικόν του μνημεῖον ἀπὸ τὸν Ἐφρὼν τὸν Χετταῖον καὶ τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν βελανιδιὰν τοῦ Μαμβρῆ.
14 Καὶ μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ πατέρα του ὁ Ἰωσὴφ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Αἴγυπτον· ἐπέστρεψεν αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλοι οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ εἶχαν ἀνέβη μαζί του εἰς τὴν Χαναὰν διὰ νὰ θάψουν τὸν πατέρα του.
15 Ὅταν οἱ ἀδελφοὶ τοῦ Ἰωσὴφ εἶδαν, ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατέρας των καὶ ἔμειναν πλέον μόνοι, ἐπειδὴ ἐτάρασσε τὴν ψυχήν των ὁ φόβος καὶ τοὺς ἤλεγχεν ἡ συνείδησις, εἶπαν μεταξύ των: «Μήπως ὁ Ἰωσὴφ μνησικακήσῃ τώρα ἐναντίον μας καὶ μᾶς ἀνταποδώσῃ διὰ τὰ κακά, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐκάμαμεν;»
16 Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐφοβοῦντο μήπως ὁ Ἰωσὴφ τοὺς ἐκδικηθῇ δι’ ὅσα τοῦ ἔκαμαν, ἦλθαν πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν ταπεινωμένοι: «Ὁ πατέρας σου, ποὺ σὲ ἀγαποῦσε περισσότερον ἀπὸ ἐμᾶς, πρὶν ἀποθάνῃ ἐζήτησε μὲ ὅρκον καὶ μᾶς ἐπέβαλε νὰ ἔλθωμεν καὶ νὰ σοῦ εἴπωμεν:
17 «Νὰ πῆτε εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὰ λόγια αὐτά· συγχώρησέ τους τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἁμαρτίαν, ποὺ σοῦ ἔκαμαν, διότι πράγματι σοῦ ἐπροξένησαν πολὺ κακόν, μεγάλα βάσανα. Τώρα ὅμως συγχώρησε τὸ κακὸν καὶ τὴν ἀδικίαν τῶν δούλων αὐτῶν τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευεν ὁ πατέρας σου». Καὶ ὁ πανάρετος Ἰωσὴφ ἐσυγκινήθη βαθύτατα ἀπὸ τὴν παράκλησιν τῶν ἀδελφῶν του καὶ ἔκλαυσε πολύ, ἐνῷ ἄκουε τὰ ὅσα τοῦ ἔλεγαν.
18 Τότε οἱ ἀδελφοί του, ἀφοῦ ἐπλησίασαν κοντά του, τοῦ εἶπαν: «Κύτταξε, εἴμεθα ὑπηρέται καὶ δοῦλοι σου».
19 Ἀλλὰ ὁ ἀνεξίκακος καὶ ἀγαθώτατος Ἰωσὴφ ἐπροσπάθησε νὰ τοὺς παρηγορήσῃ καὶ νὰ τοὺς καθησυχάσῃ καὶ τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβεῖσθε καὶ μὴ ἀγωνιᾶτε, διότι ἐγὼ εἶμαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸν σέβομαι καὶ φοβοῦμαι. Αὐτὸν μιμοῦμαι καὶ προσπαθῶ νὰ εὐεργετῶ ὅσους μὲ ἀδικοῦν.
20 Ναί· μοῦ ἐκάματε κακόν. Ἐσκεφθήκατε καὶ ἐσχεδιάσατε ἐναντίον μου μὲ κακὴν διάθεσιν πονηρά, διὰ νὰ μὲ βλάψετε καὶ νὰ μὲ καταστρέψετε. Ἀλλὰ τὸ κακὸν ἐβγῆκε εἰς καλόν. Διότι ὁ Θεὸς ἐσκέφθη πρὸς χάριν μου ἀγαθὰ καὶ μετέβαλε τὰ πονηρὰ σχέδια σας εἰς ἰδικόν μου καλὸν καὶ ἰδικόν σας καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, ὥστε νὰ γίνῃ αὐτό, ποὺ ἔγινε σήμερα, καὶ να τραφῇ λαὸς πολὺς καὶ νὰ σωθῇ ἀπὸ τὴν πεῖναν».
21 Ὁ Ἰωσὴφ τοὺς εἶπε πάλιν: «Μὴ φοβεῖσθε τίποτε· ἐγὼ θὰ φροντίσω καὶ θὰ διαθρέψω σᾶς καὶ τἰς οἰκογένειές σας». Μὲ τὶς ὑποσχέσεις αὐτὲς τοὺς καθησύχασε, τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἐμίλησε μέσα εἰς τὴν καρδιάν των· ἔτσι τοὺς ἀφήρεσε κάθε στενοχώριαν καὶ ὑποψίαν.
22 Καὶ ὁ Ἰωσὴφ συνέχιζε νὰ κατοικῇ εἰς τὴν Αἴγυπτον, αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοί του καὶ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ πατέρα του. Ἔζησε δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἑκατὸν δέκα χρόνια.
23 Ὁ Ἰωσὴφ ἔζησεν ἀγαπημένος μὲ τοὺς ἀδελφούς του μὲ κάθε οἰκογενειακὴν εἰρήνην καὶ ἀπόλαυσιν καὶ εἶδε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἐφραὶμ μέχρι τρίτης γενεᾶς. Ἐπίσης οἱ υἱοὶ τοῦ Μαχείρ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, ἐγεννήθησαν εἰς τὰ γόνατα τοῦ Ἰωσήφ· δηλαδὴ τὰ ἐκρατοῦσε εἰς τὰ γεροντικά του γόνατα καὶ αὐτὰ ἐμεγάλωναν εἰς τὴν ἀγκάλην καὶ μὲ τὴν τρυφερὴ ἀγάπην τοῦ πάππου των.
24 Καὶ ὅταν ὁ Ἰωσὴφ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, ἐκάλεσε γύρω του τὰ ἀδέλφια του καὶ τοὺς εἶπε: «Ἐγὼ πρόκειται νὰ ἀποθάνω, ἀλλὰ δεν θὰ μείνετε ἀπροστάτευτοι. Ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἐπισκεφθῇ ὁπωσδήποτε, θὰ σᾶς προστατεύσει καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἀσφαλῶς ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, εἰς τὴν χώραν τὴν ὁποίαν ἔχει ὑποσχεθῆ μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προπάτορές μας, τὸν Ἀβραάμ, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ».
25 Ὁ Ἰωσήφ, ἐπειδὴ ἐποθοῦσε ἔστω καὶ νεκρὸς νὰ εὑρεθῇ καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Χαναάν, ὥρκισε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰσραήλ, τοὺς ἀδελφούς του, καὶ τοὺς εἶπε: «Ὁρκισθῆτε μου ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς θὰ σᾶς ἐπισκεφθῇ καὶ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, θὰ σεβασθῆτε τὴν ἐπιθυμίαν μου καὶ δὲν θὰ παραλείψετε νὰ μεταφέρετε μαζί σας ἀπὸ τὴν χώραν αὐτὴν τῆς Αἴγυτπου καὶ τὰ ἰδικά μου ὀστᾶ».
26 Καὶ ἔτσι μὲ τὴν ψυχὴν ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε προσκόλλησιν πρὸς τὴν Αἴγυπτον ἀπέθανεν ὁ Ἰωσὴφ εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν δέκα ἐτῶν. Οἱ δὲ ἀδελφοί του ἐταρίχευσαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔβαλαν εἰς ξύλινον φέρετρον (ἢ λάρνακα ἀπὸ γρανίτην) καὶ τὸ ἐφύλαξαν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΘ´ 0 - 31
1 Ο ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει, εἶναι προτιμότερος ἀπὸ τὸν σκληροτράχηλον καὶ ἀμετανόητον, διότι, ὅταν θὰ ἔλθῃ ἔξαφνα ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του, τότε δὲν θὰ ὑπάρχῃ καμμία θεραπεία τοῦ κακοῦ.
2 Ὅταν ἐπαινοῦνται οἰ δίκαιοι ἄρχοντες ἐνὸς ἔθνους, χαίρεται καὶ εὐτυχεῖ ὅλος ὁ λαός, ἐνῷ ὅταν ἄρχουν καὶ κυβερνοῦν ἀσεβεῖς, οἱ λαοὶ στενάζουν καὶ ὑποφέρουν.
3 Ὁ πατέρας τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ποὺ ἀγαπᾷ τὴν σοφίαν καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν ἀνηθικότητα, χαίρει, διότι ἔχει τέτοιο παιδί· ὁ πορνοβοσκὸς ὅμως, ὁ διεφθαρμένος καὶ ἀκόλαστος, θὰ χάσῃ τὸν πλοῦτον, ποὺ τοῦ ἀφῆκεν ὁ πατέρας του, καταισχύνων αὐτόν.
4 Ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος βασιλεὺς ἀνορθώνει μὲ τὴν δικαιοσύνην του τὴν δυστυχισμένην χώραν του, ἐνῷ ὁ παράνομος θὰ τὴν κατασκάψῃ καὶ θὰ τὴν ἐρημώσῃ.
5 Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος στήνει παγίδα εἰς τὸν φίλον του, θὰ πιασθοῦν τὰ ἰδικά του πόδια εἰς αὐτήν.
6 Εἰς τὸν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος συνεχῶς ἁμαρτάνει καὶ δὲν ἔχει πλέον δύναμιν νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, αὐτὴ εἶναι δι’ αὐτὸν μεγάλη παγίς, ἐνῷ ὁ ἐνάρετος θὰ ζῇ εἰς ἀτμόσφαιραν χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης.
7 Ὁ δίκαιος δικαστὴς ἔχει τὸ ἐνδιαφέρον καὶ γνωρίζει νὰ κρίνῃ μὲ δικαιοσύνην καὶ συμπάθειαν τοὺς ἀνυπεράσπιστους πτωχούς, ἐνῷ ὁ ἀσεβὴς κριτὴς δὲν θέλει νὰ γνωρίζῃ τίποτε περὶ αὐτῶν, καὶ διὰ τὸν πτωχὸν δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὸν νοῦς, ὥστε νὰ τὸν προσέχῃ καὶ νὰ ἔρχεται εἰς τὴν θέσιν του.
8 Ἄνθρωποι παράνομοι καὶ ἀνυπότακτοι διὰ τῶν ἐγκλημάτων καὶ ἐπαναστάσεών των ἔγιναν ὑπαίτιοι νὰ καῇ καὶ νὰ καταστραφῇ ἡ πόλις των, ἐνῷ οἱ συνετοὶ ἐπρόλαβαν τὴν ὀργὴν καὶ τὴν ἀπεμάκρυναν.
9 Ὁ σοφὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ κρίνῃ μόνον ἄτομα, ἀλλὰ θὰ διευθετήσῃ καὶ διαφορὰς ἐθνῶν ὁ φαῦλος ὅμως, ἐπειδὴ ὀργίζεται καὶ δὲν σκέπτεται, οὔτε φέρεται μὲ ψυχραιμίαν, περιγελᾶται καὶ περιπαίζεται, καὶ δὲν πτοεῖται ἀπὸ τὴν κοινὴν γνώμην περὶ αὐτοῦ, ὡς ἐκ τούτου δὲ ἀποθρασύνεται καὶ καθίσταται ἀνίκανος νὰ κυβερνήσῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἑαυτόν του.
10 Οἱ αἱμοχαρεῖς ἄνθρωποι καὶ οἱ ἔνοχοι φόνου μισοῦν καὶ ἀποστρέφονται τὸν ἐνάρετον, οἱ καλοὶ ὅμως θὰ ἐνδιαφερθοῦν διὰ τὴν ζωήν του καὶ φροντίζουν ὥστε νὰ μὴ πάθῃ κανένα κακόν.
11 Ὁ ἄφρων ἀφήνει ὅλον τὸν θυμόν του νὰ ἐκδηλωθῇ καὶ νὰ ἐκσπάσῃ ἀσυγκράτητος, ἐνῷ ὁ σοφὸς τὸν συμπνίγει εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του, ὅπου τὸν κρύπτει, διὰ νὰ μὴ μετανοῇ κατόπιν.
12 Ὅταν ἕνας βασιλεὺς ἀκούῃ καὶ προσέχῃ ἀδίκους καὶ ἀβασίμους κατηγορίας καὶ εἰσηγήσεις, τὸ παράδειγμά του μιμοῦνται καὶ οἱ ὑπήκοοί του καὶ ἰδιαιτέρως οἱ αὐλικοί του, τοιουτοτρόπως δὲ ὅλοι οἱ ὑπ’ αὐτὸν γίνονται παράνομοι.
13 Τὸν δανειστὴν καὶ τὸν χρεωφειλέτην, ὅταν συναντῶνται διὰ νὰ κανονίσουν τοὺς λογαριασμούς των, ἐπιβλέπει καὶ τοὺς δύο ὁ Κύριος, ἀποδοκιμάζων καὶ τιμωρῶν πᾶσαν ἀδικίαν καὶ τοκογλυφίαν.
14 Τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος κρίνει τοὺς πτωχοὺς τοῦ ἔθνους του μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν καὶ ὄχι μὲ προσωποληψίαν καὶ μὲ ψευδεῖς εἰσηγήσεις κολάκων, ἡ βασιλεία του θὰ παραμείνῃ ἀλησμόνητος, μαρτυρουμένη εὐφήμως ὑφ' ὅλων.
15 Αἱ τιμωρίαι καὶ αἱ ἐπιπλήξεις χαρίζουν εἰς τὸ παιδὶ σοφίαν καὶ φρονιμάδα, ἐνῷ τὸ παιδὶ ποὺ ἀλητεύει καὶ πλανᾶται εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἁμαρτίας, κατεντροπιάζει τοὺς γονεῖς του.
16 Ὅταν εἰς ἕνα τόπον πληθύνωνται οἱ ἀσεβεῖς, ἐκεῖ διαπράττονται πολλαὶ παρανομίαι. Ὅταν ὅμως οἱ ἀσεβεῖς πέσουν καὶ τιμωρηθοῦν, τότε οἱ δίκαιοι καταλαμβάνονται ὑπὸ περισσοτέρου φόβου, σταθεροποιοῦνται εἰς τὴν τήρησιν τοῦ θείου νόμου, καὶ ἡ κοινωνία ἐκείνη ἠθικοποιεῖται.
17 Ἀνάτρεφε καὶ παιδαγώγει καλῶς τὸν υἱόν σου, καὶ θὰ σὲ ἀναπαύσῃ διὰ τοῦ σεβασμοῦ, τὸν ὁποῖον θὰ δεικνύῃ πρὸς σέ. Μὲ τὴν σώφρονα δὲ διαγωγὴν του θὰ σὲ χαροποιήσῃ καὶ θά εἶναι στόλισμα καὶ καύχημα τῆς ψυχῆς σου.
18 Τιμωρία δι’ ἕνα ἔθνος εἶναι νὰ μὴ ὑπάρχῃ εἰς αὐτὸ προφήτης, ὁ ὁποῖος νὰ ἐξηγῇ εἰς τὸν λαὸν τὰς θείας βουλάς. Ἐκεῖνος δὲ, ποὺ φυλάσσει τὸν θεῖον νόμον, εἶναι ἄξιος νὰ μακαρίζεται καὶ νὰ ἐγκωμιάζεται.
19 Μὲ λόγια μόνον δὲν θὰ συμμορφωθῇ ὁ ἀτίθασος δοῦλος, διότι καὶ ἂν ἀκόμη ἐννοήσῃ τί θέλει ὁ κύριός του, δὲν θὰ ὑπακούσῃ εἰς τὰς διαταγάς του.
20 Ἐὰν ἴδῃς ἄνθρωπον, ποὺ τρέχει εἰς τὰ λόγια του καὶ ὁμιλεῖ ἀπερισκέπτως, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὁ τρελλὸς ἔχει περισσοτέρας ἐλπίδας νὰ γίνῃ ὑγιής, παρὰ νὰ διορθωθῇ ἐκεῖνος.
21 Ὅποιος ἀπὸ παιδὶ σπαταλᾷ τὰ χρήματά του διὰ νὰ ζῇ μὲ τρυφηλότητα καὶ ἰκανοποίησιν τῶν ὀρέξεών του, αὐτὸς θὰ καταντήσῃ νὰ γίνῃ δοῦλος, καὶ εἰς τὰ τελευταῖα του θὰ αἰσθάνεται μεγάλην θλῖψιν καὶ ὀδύνην ἐξ αἰτίας τῆς κακοκεφαλιᾶς του.
22 Ὅπως ἀπὸ τὸ ἀνασκαπτόμενον μεταλλεῖον ἐξάγονται διαρκῶς μεταλλεύματα, ἔτσι καὶ ὁ θυμώδης ἄνθρωπος βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς εὐερεθίστου ψυχῆς του φιλονικίας. Ὁ δὲ ὀργίλος πάλιν βγάζει ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ ἐσωτερικοῦ του ἔχθρας, ὕβρεις, ψυχρότητας καὶ γενικῶς διαφόρους ἁμαρτίας.
23 Ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει καὶ ἐξευτελίζει τὸν ὑπερήφανον, ἐνῶ τοὺς ταπεινόφρονας δοξάζει καὶ ὑψώνει ὁ Κύριος.
24 Ὅποιος μοιράζεται μὲ τὸν κλέπτην τὰ κλοπιμαῖα πράγματα, μισεῖ τὴν ψυχήν του. Ἐὰν δέ οἱ κλεπταποδόχοι κρύπτουν καὶ δὲν φανερώσουν τοὺς ἐνόχους οὔτε καὶ ὅταν ὁρκισθοῦν,
25 ἐπειδὴ φοβοῦνται καὶ ἐντρέπονται τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ νικῶνται καὶ ὑποσκελίζονται, ὑποπίπτοντες ἔτσι εἰς διπλῆν ἁμαρτίαν, διότι ἀφ’ ἐνὸς μὲν κλέπτουν, ἀφ' ἑτέρου δὲ μὲ τὴν ψευδορκίαν των βεβηλώνουν καὶ ὑβρίζουν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει πεποίθησιν εἰς τὸν Θεόν, θὰ χαρῇ, διότι οὔτε κλέπτῃς οὔτε ψεύδορκος θὰ γίνῃ ποτέ. Ἡ ἀσέβεια εἶναι αἰτία πτώσεων καὶ θλίψεως εἰς τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει καὶ ἐλπίζει εἰς τὸν πανάγαθον Θέον, θὰ σωθῇ.
26 Πολλοὶ κολακεύουν καὶ ἐκλιπαροῦν ἄρχοντας, διὰ νὰ ἐπιτύχουν καὶ τελειώσουν κάποιαν ὑπόθεσίν των. Τὸ δίκαιον ὅμως ἀποδίδεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἐπακριβῶς καὶ ἀσφαλῶς ἀπὸ μόνον τὸν Θεόν.
27 Εἰς τοὺς δικαίους προκαλεῖ ἀηδίαν καὶ ἀποστροφὴν ὁ ἄδικος ἄνθρωπος· ἀντιθέτως δὲ εἰς τὸν παραβάτην τοῦ θείου νόμου εἶναι βδέλυγμα καὶ πρᾶγμα μισητὸν ἡ εὐθεῖα ὁδὸς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἀρετῆς.
0 (Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναῖκα δραστηρίαν καὶ ἐνάρετον ποῖος θὰ ἀξιωθῇ νὰ εὕρῃ; Αὐτὴ ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ πολύτιμα πετράδια.
11 Ὁ σύζυγός της λαμβάνει θάρρος καὶ δὲν δειλιᾷ εἰς τὰς δυσμενεῖς περιστάσεις τῆς ζωῆς του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ στερηθῇ ποτὲ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά,
12 διότι εἰς ὅλην τὴν ζωήν της ἐργάζεται διὰ τὴν εὐτυχίαν τοῦ συζύγου της.
13 Ὑφαίνουσα μαλλιὰ καὶ λινάρι, κατασκευάζει μὲ τὰ ἴδια της τὰ χέρια χρήσιμα πράγματα διὰ τὸ σπίτι της: Ἐνδύματα, σκεπάσματα καὶ ἄλλα εἴδη ὑφαντικῆς καὶ πλεκτικῆς.
14 Πηγαίνει μακρὰν καὶ ἀναζητεῖ καλὰς ἀγοράς, διὰ νὰ κάμῃ τὰς καταλλήλους καὶ ἀναγκαίας προμηθείας τοῦ οἵκου της. Ὁμοιάζει ἔτσι μὲ πλοῖον, τὸ ὁποῖον μεταφέρει ἐμπορεύματα ἀπὸ τόπους μακρινούς. Αὐτὴ πάλιν μὲ τὸν κόπον, τὴν ἐργατικοτητα, τὰς οἰκονομίας καὶ τὴν σύνεσίν της συναθροίζει τὰ πλούτη της.
15 Καὶ σηκώνεται πρωΐ, προτοῦ ξημερώσῃ, ἑτοιμάζει καὶ δίδει τροφὴν εἰς τοὺς οἰκείους της καὶ ἐργασίαν εἰς τὰς ὑπηρετρίας της.
16 Ἡ δραστηριότης της ἐκτείνεται εὐρύτερον. Ἀφοῦ παρετήρησε προσεκτικὰ μὲ μάτι ἐμπείρου ἀγοραστοῦ καὶ ἐξετίμησε τὴν ἀξίαν ἐνὸς χωραφιοῦ, τὸ ἠγόρασεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας της, μὲ τὰ χρήματα δὲ ποὺ κερδίζει ἀπὸ τὰ ἐργόχειρά της, ἐκαλλιέργησε καὶ ἐφύτευσε τὸ χωράφι ποὺ ἠγόρασε καὶ τὸ μετέβαλεν ἔτσι εἰς κτῆμα μὲ ἀξίαν μεγάλην.
17 Ἀφοῦ δὲ ζώνει καλὰ τὴν μέσην της, ἀνασκουμπώνεται καὶ βάζει τὰ χέρια της στὴ δουλεία.
18 Ἐξ ἰδίας ἀντιλήψεως ἐδοκίμασε καὶ ἐπείσθη, ὅτι εἶναι καλὸν τὸ νὰ ἐργάζεται ὁ καθένας· καὶ τὸ λυχνάρι της, ποὺ φωτίζει διὰ νὰ δουλεύῃ, δὲν σβήνει ὅλην τὴν νύκτα.
19 Ἀπλώνει τοὺς βραχίονάς της εἰς ὅσας ἐργασίας συμφέρουν εἰς τὸ σπίτι της, καὶ μὲ τὰ χέρια της κρατεῖ καὶ στριφογυρίζει τὸ ἀδράχτι.
20 Ἤνοιξε δὲ τὰ χέρια της γενναιόδωρα, διὰ νὰ ἐλεήσῃ τὸν δυστυχῆ, καὶ ἥπλωσε τὸ χέρι, διὰ νὰ δώσῃ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά της εἰς τὸν πτωχόν.
21 Δὲν καταλαμβάνεται ἀπὸ φροντίδας, οὔτε ἀνησυχεῖ διὰ τὸ σπίτι ὁ σύζυγός της, ἐὰν συνέβη ποτὲ νὰ ἀπουσιάζῃ ἀπὸ αὐτὸ λόγῳ τῶν ἀσχολιῶν του· καὶ τοῦτο διότι ὅλοι, ὅσοι εἶναι μαζί της καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ αὐτήν, εἶναι καλὰ ντυμένοι.
22 Διπλᾶς χλαίνας (ἐπανωφόρια) ἔκαμε διὰ τὸν σύζυγόν της, ἀπὸ ὑφάσματα δὲ λινὰ λευκὰ κατεσκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν της φορέματα βαμμένα μὲ κόκκινον πανάκριβον χρῶμα.
23 Ὅλοι δὲ κυττάζουν μὲ θαυμασμὸν τὸν ἄνδρα της, ὅταν αὐτὸς εὑρίσκεται εἰς τὰς πύλας τῆς πόλεως, ὅπου γίνονται αἱ δημόσιαι συνεδριάσεις, ὅταν συμπαρακάθηται καὶ συμμετέχῃ εἰς συνέδρων μὲ τοὺς γέροντας κατοίκους τοῦ τόπου.
24 Κατεσκεύασε σινδόνια καὶ τὰ ἐπώλησεν εἰς ἐμπόρους Φοίνικας, ζώνας δὲ καὶ ἐμπροσθέλλας εἰς τοὺς μεταπράτας ἐμπόρους Χαναναίους.
25 Ἐνεδύθη δύναμιν καὶ πλοῦτον καὶ ἀξιοπρέπειαν καὶ κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας τῆς ζωῆς της ἐδοκίμασεν εὐφροσύνην καὶ εὐτυχίαν.
26 Προκειμένου νὰ ὁμιλήσῃ, ἀνοίγει τὸ στόμα της μὲ πολλὴν προσοχὴν καὶ περισκέψιν, ὥστε οἱ λόγοι τῆς προσλαμβάνουν κῦρος καὶ χρωματισμὸν νόμου, καὶ στολίζει τὴν γλῶσσαν της μὲ τάξιν καὶ σύνεσιν.
27 Τὸ σπίτι της, ὅπου μένει, εἶναι στεγνόν, ἀναπαυτικὸν καὶ δὲν στάζει, ὅταν βρέχῃ. Ψωμὶ δὲ ὀκνηρίας καὶ κακοζυμωμένον δὲν ἔφαγε.
28 Τὸ στόμα της δὲ τὸ ἀνοίγει μὲ σοφίαν καὶ σύνεσιν καὶ ὅσα λέγει, εἶναι ὡσὰν νόμοι, ἡ δὲ καλωσύνη της πρὸς τοὺς πτωχοὺς ἔγινε αἰτία εὐλογίας πολλῆς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μεγαλώσῃ καὶ ἀποκαταστήσῃ πλούσια τὰ παιδιά της· καὶ ὁ σύζυγός της τῆς ἀπηύθυνε τὰ κάτωθι ἐγκώμια.
29 Ὦ καλὴ καὶ πολύτιμε σύντροφε τῆς ζωῆς μου· πολλαῖ γυναῖκες ἀπέκτησαν πλούτη μὲ τὴν ἱκανότητά των· πολλαὶ ἀπέκτησαν δύναμιν καὶ ὑπόληψιν μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, σὺ ὅμως τὰς ὑπερέβαλες ὅλας.
30 Ψεύτικον πρᾶγμα εἶναι ἡ φιλαρέσκεια καὶ ματαιότης τὸ σωματικὸν κάλλος τῆς γυναικός, διότι μόνον ἡ φρόνιμη γυναῖκα ἐπαινεῖται, τὸν δὲ φόβον τοῦ Θεοῦ ἂς ὑμνῇ καὶ ἂς δοξάζῃ αὐτή, διότι πᾶν ὅ,τι ἔχει, τὸ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεόν.
31 Εἴπατε καὶ σεῖς διὰ τὴν γυναῖκα αὐτὴν καλὰ καὶ ἐπαινετικὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὴ εἶπε διὰ σᾶς. Ἐγκωμιάσατέ την καὶ ἐπαινέσατέ την, καὶ ὁ ἄνδρας της χάριν αὐτῆς ἂς ὑμνῆται καὶ ἂς ἐγκωμιάζεται εἰς τοὺς τόπους τῶν δημοσίων συγκεντρώσεων.