ΗΣΑΪΑΣ ΞΕ´ 8 - 16
8 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος: Ὅπως ὅταν εὑρεθῇ ὥριμος ρώγα εἰς τὴν σάπιαν σταφυλήν, θὰ εἴπουν οἱ τρυγῶντες· μὴ τὴν καταστρέψῃς, διότι ὑπάρχει εὐλογία εἰς αὐτήν, οὕτω θὰ κάμω καὶ ἐγὼ ἕνεκεν ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ὑπακούει καὶ δουλεύει εἰς Ἐμέ· διὰ τοὺς ὀλίγους αὐτοὺς δὲν θὰ καταστρέψω ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς Ἰουδαίους.
9 Καὶ θὰ ἐξαγάγω ἐκ τοῦ καταλείμματος τούτου τοὺς ἐξ Ἰακὼβ ἀπογόνους καὶ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα πνευματικὸν σπέρμα, καὶ θὰ κληρονομήσουν τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, τὴν νέαν Ἱερουσαλήμ, καὶ θὰ λάβουν αὐτὴν ὡς κληρονομίαν οἱ ἐκλεκτοί μου καὶ οἱ δοῦλοι μου καὶ θὰ κατοικήσουν ἐκεῖ.
10 Καὶ θὰ εἶναι μέσα εἰς τὸ πυκνὸν δάσος καταυλισμοὶ ποιμνίων, καὶ ἡ κατηραμένη φάραγξ τοῦ Ἀχὼρ θὰ εὐλογηθῇ καὶ θὰ μεταβληθῇ εἰς ἀναπαυτικὸν ἐνδιαίτημα κοπαδίων βοῶν διὰ τὸν λαόν μου, οἱ ὁποῖοι ἐζήτησαν καὶ κατέφυγαν εἰς Ἐμὲ καὶ οὐχὶ εἰς τὰ εἴδωλα.
11 Σεῖς δέ, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐγκατελείψατε καὶ ἐλησμονήσατε ὁλοτελῶς τὸ ἅγιόν μου ὄρος, παρασυρθέντες εἰς εἰδωλολατρίαν, μὲ τὸ νὰ ἐτοιμάζετε τράπεζαν εἰδωλοθύτων εἰς τὸν δαίμονα καὶ νὰ γεμίζετε τὸ ποτήριον πρὸς σπονδὴν εἰς τὴν Τύχην, θὰ τιμωρηθῆτε.
12 Ἐγὼ θὰ σᾶς παραδώσω εἰς μάχαιραν ἐχθρῶν ὅλοι θὰ πέσητε διὰ σφαγῆς· διότι σᾶς ἐκάλεσα καὶ δὲν ὑπηκούσατε, ὡμίλησα πρὸς σᾶς καὶ παρηκούσατε καὶ διεπράξατε τὸ κακὸν ἐνώπιόν μου προκλητικῶς, καὶ ὅσα Ἐγὼ δὲν ἤθελον, αὐτὰ σεῖς προετιμήσατε καὶ ἐξελέξατε.
13 Ἐπειδὴ λοιπὸν προετιμήσατε ἀντὶ τοῦ θελήματός μου τὸ πονηρόν, δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει ταῦτα: Ἰδοὺ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μοῦ εἶναι πιστοὶ δοῦλοι, θὰ φάγουν τὰ ἀγαθά μου, σεῖς ὅμως θὰ πεινάσετε.Ἰδοὺ οἱ πιστοί μου δοῦλοι θὰ πίουν καὶ θὰ χορτάσουν τὴν δίψαν των, σεῖς ὅμως θὰ διψάσετε.Ἰδοὺ οἱ δοῦλοι μου θὰ εὐφρανθοῦν, ἐνῷ σεῖς θὰ ἐντροπιασθῆτε.
14 Ἰδοὺ οἱ δοῦλοι μου θὰ δοκιμάσουν μεγάλην ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, σεῖς ὅμως θὰ φωνάξετε δυνατὰ ἕνεκα τοῦ πόνου τῆς καρδίας σας καὶ ἀπὸ τὴν συντριβὴν τοῦ πνεύματός σας θὰ ὀλολύξετε.
15 Θὰ συντριβῆτε, διότι θὰ ἀφήσετε ἔτσι τὸ ὄνομά σας, ὥστε νὰ προκαλῇ τὴν ἀποστροφὴν καὶ ἀηδίαν εἰς τοὺς ἐκλεκτούς μου· σᾶς δὲ θὰ ἐξοντώσῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ ὁ Κύριος· ἀντιθέτως εἰς τοὺς δουλεύοντας εἰς Ἐμὲ θὰ δοθῇ ὄνομα νέον, δηλοῦν καὶ τὰς πολλὰς ἐπ' αὐτοὺς εὐλογίας μου·
16 τὸ ὁποῖον ὄνομα θὰ εὐλογηθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ ἐπαινεθῇ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῆς γῆς.Διότι τώρα θὰ εὐλογοῦν τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν, καὶ οἱ εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ ὁρκισθοῦν, θὰ ὁρκίζωνται εἰς τὸν Θεὸν τὸν ἀληθινόν.Αὐτὸν καὶ μόνον θὰ ἀναγνωρίζουν καὶ θὰ ὁμολογοῦν ὡς Θεόν των.Διότι θὰ λησμονήσουν τὴν θλῖψιν καὶ ταλαιπωρίαν των τὴν προηγουμένην, καὶ δὲν θὰ ἐπανέλθῃ πλέον αὕτη εἰς τὴν ἀνάμνησίν των διὰ νὰ θλίβῃ τὴν καρδίαν των.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΜϚ´ 1 - 7
1 Ο Ἰσραὴλ χωρὶς ἀναβολὴν καὶ χρονοτριβὴν ἐξεκίνησε μὲ ὅλην τὴν κινητὴν περιουσίαν του καὶ μὲ ὅλους, ὅσοι ἔμεναν μαζί του προκειμένου δὲ νὰ κατεβῇ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἦλθεν εἰς τὸ πηγάδι τοῦ Ὅρκου (τὴν Βηρσαβεὲ) καὶ ἐπρόσφερε θυσίες εὐχαριστίας, εὐγνωμοσύνης καὶ ἱκεσίας πρὸς τὸν Θεὸν τοῦ πατέρα του Ἰσαάκ.
2 Καὶ ἐπειδὴ πρῶτος ὁ Ἰσραὴλ ἔδειξε τὴν εὐλάβειάν του μὲ τὶς θυσίες, ἀκολούθησε ἀμέσως καὶ ἡ θεία βοήθεια. Ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάσθη κατὰ τὴν νύκτα μὲ ὀπτασίαν καὶ τοῦ εἶπεν· «Ἰακὼβ· Ἰακώβ»· αὐτὸς δὲ ἀπάντησε· «ὁρίστε, ἐδῶ εἶμαι, τί εἶναι;»
3 Καὶ ὁ Θεὸς συνέχισεν: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου ὁ Θεὸς ποὺ ἐπροστάτευσεν εἰς ὅλην των τὴν ζωὴν τὸν πατέρα σου Ἰσαὰκ καὶ τὸν πάππον σου Ἀβραὰμ· ὁ Θεὸς ποὺ τηρεῖ πάντοτε τὶς ὑποσχέσεις του. Μὴ φοβηθῇς νὰ κατέβης εἰς τὴν Αἴγυπτον. Διότι ἐγὼ θὰ αὐξήσω τοὺς ἀπογόνους σου καὶ θὰ τοὺς καταστήσω ἐκεῖ ἔθνος μεγάλο.
4 Καὶ ἐγὼ θὰ κατεβῶ μαζί σου εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ θὰ μὲ ἔχῃς πάντοτε κοντά σου. Καὶ ἐγὼ πάλιν θὰ ἀνεβάσω τελικῶς τοὺς ἀπογόνους σου κατὰ τὸν πρέποντα καιρὸν εἰς τὴν Χαναὰν καὶ ὁ Ἰωσήφ, τὸ ἀγαπημένον σου παιδί, θὰ σοῦ κλείσῃ τὰ μάτια μὲ τὰ χέρια του τὴν ὥραν ποὺ θὰ ξεψυχᾷς.
5 Ὁ Ἰακὼβ μετὰ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ἐσηκώθη ἐνισχυμένος καὶ χαρούμενος διὰ νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ πηγάδι τοῦ Ὅρκου· καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰσραὴλ ἐπῆραν καὶ ἀνέβασαν τὸν πατέρα, τὰ παιδιὰ καὶ τὶς γυναῖκες των εἰς τὰ ἁμάξια, ποὺ εἶχεν ἀποστείλει ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον διὰ νὰ τὸν παραλάβουν.
6 Καὶ ἀφοῦ παρέλαβαν ὅλα τὰ κοπάδια καὶ ὅλην τὴν κινητὴν περιουσίαν, ποὺ ἀπέκτησαν εἰς τὴν χώραν τῆς Χαναάν, ἦλθαν εἰς τὴν Αἴγυπτον. ἐμπῆκαν δὲ εἰς τὴν Αἴγυπτον ὁ Ἰακὼβ καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν ὅλοι οἱ ἀπόγονοί του·
7 δηλαδή οἱ υἱοὶ καὶ οἰ ἐγγονοί του, οἱ θυγατέρες καὶ οἰ ἐγγονές του· ὅλους γενικῶς τοὺς ἀμέσους ἀπογόνους του ὁ Ἰακὼβ τοὺς ἔφερε μαζί του εἰς τὴν Αἴγυπτον.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΓ´ 15 - 38
15 Παιδί μου, ἐὰν προσκολληθῇ ἡ καρδία σου εἰς τὴν ἀληθῆ σοφίαν καὶ γίνῃς καὶ εἰς τὴν ὅλην συμπεριφοράν σου σώφρων καὶ ἐνάρετος, θὰ χαροποιήσῃς καὶ τὴν καρδίαν ἐμοῦ τοῦ πατέρα σου·
16 καὶ τὰ χείλη σου, ἐπειδὴ θὰ λέγουν τὰ ὀρθὰ καὶ τὰ πρέποντα, θὰ κουβεντιάζουν μὲ τὰ χείλη ἐμοῦ τοῦ ὡρίμου καὶ γέροντος. Δηλαδὴ δὲν θὰ σὲ θεωρῷ πλέον ἀνήλικον παιδάριον, ἀλλ’ ἄνδρα συνετόν, ἄξιον νὰ συζητῇς καὶ νὰ παρακάθησαι μαζί μου.
17 Ἂς μὴ ζηλεύῃ ἡ καρδία σου τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ προσπάθει νὰ διέρχεσαι ὅλην τὴν ἡμέραν μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν ψυχήν σου.
18 Διότι ἂν φυλάξῃς αὐτά, ποὺ σὲ συμβουλεύω, θὰ εὐλογηθῇς καὶ θὰ ἀφήσῃς ἀπογόνους, καὶ ἡ ἐλπίς σου δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ ποτὲ ἀπὸ κοντά σου.
19 Ἄκουε, παιδί μου, καὶ γίνου σοφὸς καὶ συνετὸς καὶ κατεύθυνε πρὸς τὸ ἀγαθὸν τὰς ἐπιθυμίας τῆς καρδίας σου.
20 Μὴ εἶσαι οἰνοπότης, οὔτε νὰ τεντώνεσαι παραπάνω ἀπὸ τὴν οἰκονομικήν σου ἀντοχὴν συμμετέχων εἰς κοινὰς συνεισφοράς (ρεφενέδες) πρὸς ψώνισμα κρεάτων διὰ γλέντια καὶ οἰνοποσίας·
21 διότι κάθε μέθυσος καὶ ἄσωτος, καθὼς καὶ ὁποῖος συναναστρέφεται καὶ συχνάζει εἰς πόρνας, θὰ καταντήσει πτωχὸς καὶ ζητιάνος, καὶ κάθε τεμπέλης καὶ ὑπναρᾶς θὰ καταντήσῃ εἰς τὸ νὰ φορέσῃ ροῦχα ξεσχισμένα καὶ κουρελιασμένα.
22 Ἄκουε, παιδί μου, τὸν πατέρα σου ποὺ σὲ ἐγέννησε, καὶ μὴ περιφρονῇς τὴν μητέρα σου, ἐπειδὴ τὴν εὑρῆκαν πλέον τὰ γηράματα.
23 Κάμε κτῆμα σου τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ ἀπωθῇς καὶ διώχνῃς μακριά σου τὴν σοφίαν, τὴν ψυχικὴν μόρφωσίν σου, τὴν σύνεσιν καὶ τὴν φρονιμάδα.
24 Δίδει καλὴν ἀνατροφὴν εἰς τὸ παιδί του ὁ ἐνάρετος πατέρας καὶ ἡ ψυχή του εὐφραίνεται καὶ χαίρει διὰ τὸν σοφὸν καὶ μυαλωμένον υἱόν του.
25 Παιδί μου, ἡ διαγωγή σου ἂς εἶναι τέτοια, ὥστε νὰ εὐφραίνεται διὰ σὲ ὁ πατέρας σου καὶ νὰ ἀγάλλεται ἡ μητέρα, ποὺ σὲ ἐγέννησε.
26 Δός μου, χάρισέ μου, παιδί μου, τὴν καρδία σου, ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν σου, ὥστε νὰ κατοικήσω μέσα σου, τὰ δὲ μάτια σου ἂς προσέχουν μόνον τὰς ἐντολάς μου καὶ ὄχι τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου.
27 Πρόσεχε, παιδί μου· διότι πιθάρι τρύπιο εἶναι τὸ ξένο σπίτι (τὸ σπίτι τῆς πόρνης ἢ τῆς μοιχαλίδος)· πιθάρι τρύπιο, διότι θὰ ἐξοδεύῃς ἀδιακόπως δι’ αὐτὸ καὶ ὑγείαν καὶ δυνάμεις καὶ χρήματα καὶ ὑπόληψιν Καὶ σὰν πηγάδι στενὸ καὶ ξένον εἶναι τὸ σπίτι της καὶ δύσκολα θὰ ξεκολλήσῃς ἀπὸ αὐτό.
28 Κινδυνεύεις διὰ τοῦτο νὰ πνιγῇς εἰς τὸ πηγάδι αὐτό. Διότι ὁ ἄσωτος καὶ φιλήδονος σύντομα θὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν καταστροφήν,καὶ κάθε παραβάτῃ, τοῦ θείου νόμου θὰ ἑξαφανισθῇ.
29 Εἰς ποῖον ταιριάζει τὸ ἀλλοίμονον; Ποῖος ἐξάπτεται καὶ δημιουργεῖ θορύβους; Διὰ ποῖον γίνονται αἱ ἐπικρίσεις καὶ κατηγορίαι τῶν ἀνθρώπων καὶ αἱ δίκαι εἰς τὰ δικαστήρια; Ποῖος προκαλεῖ ἀηδίας ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τοὺς ἐμετούς, τὰς μωρολογίας καὶ τὰς παραισθήσεις; Εἰς ποῖον συμβαίνουν τὰ χωρὶς λόγον κτυπήματα; Τίνος τὰ μάτια εἶναι ὠχρὰ καὶ μαυροκίτρινα καὶ κινδυνεύουν νὰ σβήσουν;
30 Δὲν εἶναι ἐκείνων, ποὺ χρονίζουν καὶ βρίσκονται διαρκῶς εἰς τὰ κρασιὰ καὶ τὰ καπηλεῖα; Δὲν εἶναι ἐκείνων, ποὺ ψάχνουν ποὺ θὰ γίνῃ συγκέντρωσις για πιοτό, διασκέδασιν καὶ γλέντι;
31 Μὴ μεθᾶτε μὲ κρασιὰ καὶ οἰνοπνεύματα, ἀλλὰ νὰ συναναστρέφεσθε μὲ ἐναρέτους καὶ σώφρονας ἀνθρώπους καὶ νὰ συζητῆτε ἐπὶ σοβαρῶν ζητημάτων εἰς τοὺς περιπάτους σας· διότι, ἐὰν ἔχῃς στηλωμένα καὶ προσκολλημένα τὰ μάτια σου εἰς τὶς μποτίλιες καὶ τὰ ποτήρια καὶ ἀσχολῆσαι διαρκῶς μὲ τὰ μεθυστικὰ ποτά, ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον θὰ καταντήσῃς νὰ γυρίζῃς περισσότερον γυμνὸς ἀπὸ τὸ γουδοχέρι καὶ θὰ δείχνῃς ἔτσι τὴν σωματικὴν καὶ ψυχικὴν σου ἀσχήμιαν.
32 Εἰς τὸ τέλος δέ, ὅταν τὸν μέθυσον τὸν κυριεύσῃ ὁ ἀλκοολισμός, σὰν νὰ ἐδαγκώθηκε ἀπὸ φίδι τεντώνεται, σφαδάζει καὶ παραλύει ὁ ὀργανισμός του, καὶ τὸ δηλητήριον διαχύνεται εἰς ὅλον του τὸ σῶμα, σὰν νὰ τὸν ἐπλήγωσε φίδι μὲ κέρατα (ὄφις κεράστης).
33 Ὅταν δὲ εἶσαι μεθυσμένος καὶ τὰ μάτια σου ἰδοῦν μίαν ξένην καὶ ἄγνωστον γυναῖκα, τότε τὸ στόμα σου θὰ εἴπῃ δι’ αὐτὴν χυδαία λόγια,
34 καὶ θὰ κατάκεισαι ζαλισμένος σὰν εἰς τὸ μέσον τῆς θαλάσσης καὶ θὰ τρικλίζῃς ἀπὸ τὴν τρικυμίαν καὶ τὰ ἀλλεπάλληλα κύματά της· καὶ ἀκόμη θὰ εἶσαι, λόγῳ τῆς μέθης, ὡσὰν κυβερνήτης πλοίου, ὁ ὁποῖος δὲν μπορεῖ νὰ κυβερνήσῃ τὸ πλοῖον του ἕνεκα τῆς σφοδρᾶς θαλασσοταραχῆς.
35 Ὅταν δὲ κάπως συνέλθῃς ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τὸν σκοτισμὸν τῆς μέθης, θὰ εἴπῃς· μὲ ἐκτύπησαν καὶ δὲν ἐπόνεσα, μὲ ἐνέπαιξαν καὶ ἐγὼ δὲν εἶχα ἰδέαν, δὲν ἐκατάλαβα τίποτε. Παρὰ ταῦτα ὅμως, ἐπειδὴ ἔχεις ὑποδουλωθῇ ἀπὸ τὸ πάθος, θὰ εἴπῃς· πότε θὰ ξημερώσῃ ἐπὶ τέλους, διὰ νὰ μεταβῶ καὶ συναντήσω ἐκείνους, μὲ τοὺς ὁποίους θὰ κάμω παρέα καὶ θὰ ἀρχίσω τὸ ποτόν;
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΚΔ´ 1 - 5
1 Παιδί μου, μὴ ζηλεύσῃς ποτὲ τὴν ζωὴν τῶν κακῶν ἀνθρώπων, οὔτε νὰ ἐπιθυμήσῃς τὴν συντροφιὰν καὶ συναναστροφήν των·
2 διότι αὐτοὶ σχεδιάζουν μὲ τὸν νοῦν των μάταια καὶ βλαβερὰ καὶ τὰ χείλη τῶν ἐκστομίζουν ὕβρεις, ποὺ προξενοῦν λύπην εἰς τοὺς ἄλλους.
3 Μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ κτίζεται στερεὸν καὶ καλὰ θεμελιωμένον σπίτι καὶ μὲ τὴν σύνεσιν καὶ φρονιμάδα ἀνορθώνεται καὶ προκύπτει.
4 Μὲ τὴν εὐσυνειδησίαν καὶ σύνεσιν γεμίζουν αἱ ἀποθῆκαι καὶ τὰ ταμεῖα ἀπὸ κάθε δίκαιον καὶ τίμιον πλοῦτον.
5 Εἶναι προτιμότερος καὶ δυνατώτερος ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν παλληκαράν, καὶ ὁ συνετὸς καὶ μυαλωμένος ἀπὸ χωράφι ἐκτεταμένον καὶ ἀπὸ μεγάλην περιουσίαν
2 διότι ἐγὼ ἀπὸ ἀπόψεως ἀνθρωπίνης γνώσεως εἶμαι ὁ πλέον ἀμαθής, καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς ἐμὲ σοφία καὶ σύνεσις ἀνθρωπίνη· ὑπολείπομαι πολὺ ἀπὸ ὅλους.
3 Ὁ Θεὸς μὲ ἔχει διδάξει σοφίαν, καὶ ἔχω γνῶσιν περὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων καὶ ἀληθειῶν.
4 Ποῖος ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη ἀπὸ ἐκεῖ; Ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών. Ποῖος ἐμάζευσε τοὺς ἀνέμους εἰς τὴν ἀγκάλην του; Ποῖος ἐμάζευσε τὸ ἔνδυμά του καὶ εἰς αὐτὸ περιέλαβεν ὅλα τὰ ὕδατα σὰν σὲ ἀσκί; Ποῖος κυριαρχεῖ ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον τῆς γῆς; Ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος. Ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά του; Ἄγνωστον καὶ ἀπρόσιτον εἰς τοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ποῖον εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ του καὶ τῶν κατὰ χάριν τέκνων του;
5 Διότι ὅλα τὰ λόγια καὶ αἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ἔχουν περασθῇ ἀπὸ τὸ καμίνι τῆς δοκιμασίας καὶ εὑρέθησαν ἀπὸ τὴν πεῖραν τῶν γενεῶν πάντοτε ἀληθινὰ καὶ γνήσια, ὁ δὲ Θεὸς ὑπερασπίζει ὅσους τὸν σέβονται.
2 Τί, παιδί μου ἀγαπημένο, τί θὰ φυλάξῃς; Τί; Λόγια Θεοῦ. Εἰς σέ, τὸ πρωτογέννητο παιδί μου, τὰ λέγω αὐτά. Τί, παιδί μου, ποὺ σὲ ἐβάστασα εἰς τὴν κοιλίαν μου, θὰ προσέξῃς; Τί, παιδί μου, διὰ τὸ ὁποῖον τόσας προσευχὰς καὶ ταξίματα ἔκαμα, θὰ φυλάξῃς; Ἄκουσε λοιπόν· θὰ φυλάξῃς τὰ ἀκόλουθα.
3 Πρόσεχε ἀπὸ τὰς γυναῖκας- μἡ δίδῃς εἰς αὐτάς τὸν πλοῦτον καὶ τὸν νοῦν σου. Ἔσο ἐγκρατὴς καὶ μὴ παραδιίισῃς τὸν ἑαυτόν σου εἰς σκέψεις καὶ εἰς πράξεις, διὰ τὰς ὁποίας ὕστερα θὰ μετανοήσης.
4 Ἀφοῦ σκεφθῇς καλά, κάμε κάθε τι, ποὺ πρόκειται νὰ ἐνεργήοης. Μὲ περίσκεψιν καὶ μὲ μέτρον νἀ πίνῃς οῖνον. Οἱ δυνάσται λόγῳ τῆς αὐταρχικότητός των είναι εὺέξαπτοι καί θυμώδεις· ἂς μὴ πίνουν λοιπὸν κρασί.
5 Μήπως, ἀφοῦ πίουν καὶ μεθύσουν, λησμονήσουν τάς ὑποχρεώσεις των καὶ τὰς ἀπαιτήσεις, ποὺ ἔχει ἀπὸ αὐτοὺς ἡ θεία σοφία, καὶ δὲν εἶναι εἰς θέσιν νἀ κρίνουν ὀρθῶς καὶ νὰ ἀθωῶσουν τοὺς ἀδυνάτους καὶ ἀνυπερασπίστους.