ΗΣΑΪΑΣ ΜΗ´ 17 - 22
17 Οὕτω λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος σὲ ἠλευθέρωσεν ἐκ τῆς δουλείας τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶναι λυτρωτής σου, ὁ ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ: Ἐγὼ ὑπάρχω, ὁ Θεός σου.Ἔχω δείξει εἰς σὲ τὸν τρόπον, διὰ νὰ εὕρῃς τὸν δρόμον, εἰς τὸν ὁποῖον θὰ πορευθῇς, ἐὰν θέλῃς νὰ σωθῇς.
18 Καὶ ἐὰν ἤκουες τὰς ἐντολάς μου, ἡ εἰρήνη σου καὶ ἡ εὐτυχία σου θὰ ἐγίνετο ἄφθονος, συνεχὴς καὶ δροσιστικὴ ὡσὰν ποταμός, ἡ δὲ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ ἀρετὴ τῶν πολιτῶν σου ὡσὰν κῦμα θαλάσσης διαρκῶς ἀνανεούμενον.
19 Καὶ θὰ ἐγίνοντο ὡσὰν τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ἀναρίθμητοι οἱ ἀπόγονοί σου, καὶ τὰ ἀπὸ τῆς κοιλίας σου γεννώμενα τέκνα ὡσὰν τὸ χῶμα τῆς γῆς.Οὔτε τώρα ὅμως θὰ καταστραφῇς, οὔτε θὰ ἐξαφανισθῇ ἀπὸ ἐμπρός μου τὸ ὄνομά σου.
20 Ἔξελθε, λαέ μου, ἀπὸ τὴν Βαβυλῶνα φεύγων ἀπὸ τοὺς Χαλδαίους.Μὲ φωνὴν εὐφροσύνης ἀναγγείλατε, καὶ ἂς γίνῃ γνωστὸν τοῦτο.Διαδώσατέ το μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς.Λέγετε: Ὁ Κύριος ἠλευθέρωσε τὸν δοῦλον του Ἰακώβ.
21 Καὶ ἐὰν διψήσουν, διὰ μέσου ἀνύδρου ἐρήμου θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ χωρὶς νὰ πάθουν τίποτε, διότι θὰ ἐξαγάγῃ δι’ αὐτοὺς ὕδωρ ἀπὸ ξηρὰν καὶ ἄγονον πέτραν θὰ σχισθῇ ἡ πέτρα καὶ θὰ τρέξῃ ὕδωρ καὶ θὰ πίῃ ὁ λαός μου.
22 Δὲν ὑπάρχει ὅμως χαρὰ καὶ εὐτυχία εἰς τοὺς ἀσεβεῖς, λέγει ὁ Κύριος.
ΗΣΑΪΑΣ ΜΘ´ 1 - 4
1 Ακούσατέ με, ὦ νῆσοι, καὶ προσέχετε, ὦ ἔθνη· μετὰ πολὺν χρόνον θὰ πραγματοποιηθοῦν ταῦτα, λέγει ὁ Κύριος.Ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητρός μου, πρὶν ἢ ἀκόμη γεννηθῶ, μὲ ἐκάλεσε μὲ τὸ ὄνομά μου.
2 Καὶ ἔκαμε τὸ στόμα μου ὡσὰν μάχαιραν ὀξεῖαν καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῆς χειρός Του μὲ ἔκρυψε· μὲ κατέστησεν ὡσὰν βέλος ἐκλεκτὸν καὶ μὲ ἔκρυψεν ἐν τῇ βελοθήκῃ.
3 Καὶ μοῦ εἶπεν ὁ Θεός: Δοῦλος μου εἶσαι σύ, ὦ γενάρχα τοῦ νέου Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, καὶ διὰ σοῦ θὰ δοξασθῶ.
4 Καὶ ἐγὼ εἶπα: Πῶς θὰ δοξασθῇς ἐν ἐμοί; Ἐγὼ ἐκοπίασα στὰ κούφια, ματαίως καὶ δι’ οὐδὲν ἀποτέλεσμα ἔδωκα τὴν δύναμίν μου.Διὰ τοῦτο τὸ δίκαιόν μου ἀναθέτω εἰς τὸν Κύριον, καὶ ὁ κόπος μου καὶ ἡ δι’ αὐτὸν ἀνταμοιβή μου ὑπάρχει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΖ´ 1 - 41
1 ‘Οταν πλέον ἐγήρασεν ὁ Ἰσαάκ, τὰ μάτια του ἀδυνάτισαν, ἐθόλωσαν καὶ ὠλιγόστευσε τὸ φῶς του, ἕνεκα τῶν γηρατειῶν του τόσον, ὥστε νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ διακρίνῃ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν ἐπλησίαζαν· τότε ἐκάλεσε τὸν Ἡσαῦ, τὸ μεγαλύτερο παιδί του, καὶ τοῦ εἶπε· «παιδί μου»· καὶ ὁ Ἡσαῦ ἀπάντησε· «ὁρίστε, πατέρα, ἐδῶ εἶμαι».
2 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰσαάκ: «Παιδί μου· νά, βλέπεις, ἐγὼ ἔχω πλέον γηράσει καὶ δεν ξεύρω τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου μου·
3 πάρε λοιπὸν τώρα τὰ κυνηγετικά σου ὅπλα, δηλαδὴ τὴν φαρέτραν, τὴν θήκην ποὺ ἔχει μέσα τὰ βέλη, καὶ τὸ τόξον, τὴν σαΐταν σου, καὶ ἔβγα ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα διὰ νὰ κυνηγήσῃς καὶ φέρε μου κάτι ἀπὸ τὸ κυνήγι σου·
4 καὶ μαγείρευσέ μου ἀπὸ τὸ κυνήγι, ποὺ θὰ φέρῃς, φαγητὸν ὅπως μου ἀρέσει, καὶ φέρε μου νὰ φάγω, διὰ νὰ σοῦ δώσω μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μου τὴν τελευταίαν μου εὐλογίαν, πρὶν ἀποθάνω καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν».
5 Ἡ Ρεβέκκα ἄκουσε τὰ λόγια, ποὺ εἶπεν ὁ Ἰσαὰκ πρὸς τὸν Ἡσαῦ, τὸ παιδί του. Ὁ δὲ Ἡσαῦ ἔφυγε καὶ ἐπῆγεν ἔξω εἰς τὴν πεδιάδα, διὰ νὰ κυνηγήσῃ καὶ νὰ φέρῃ εἰς τὸν πατέρα του κυνήγι.
6 Ἐνῷ ὁ Ἡσαῦ εὑρίσκετο ἔξω εἰς τὸ κυνήγι, ἡ Ρεβέκκα εἶπεν εἰς τὸν Ἰακώβ, τὸ νεώτερον παιδί της: «Κύτταξε· μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο ἄκουσα τὸν πατέρα σου νὰ λέγῃ εἰς τὸν Ἡσαῦ, τὸν ἀδελφόν σου·
7 «πήγαινε νὰ φέρῃς κυνήγι καὶ μαγείρεψε φαγητὸν τῆς ἀρεσκείας μου, ὥστε ἀφοῦ φάγω νὰ σὲ εὐλογήσω ἐνώπιὸν τοῦ Κυρίου, πρὶν ἀποθάνω καὶ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν».
8 Τώρα λοιπόν, παιδί μου, ἄκουσέ με καὶ κάμε ὅπως καὶ ὅσα θὰ σὲ συμβουλεύσω.
9 Τρέξε γρήγορα εἰς τὰ πρόβατα, πάρε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ φέρε μου ἀμέσως ἐδῶ δύο κατσίκια τρυφερά, ἁπαλὰ καὶ καλοθρεμμένα· ἐγὼ δὲ θὰ μαγειρεύσω ἀπὸ αὐτὰ φαγητὰ διὰ τὸν πατέρα σου, ὅπως ἐκεῖνος τὰ ἀγαπᾷ καὶ τὰ νοστιμεύεται.
10 Ὅταν τὰ φαγητὰ αὐτὰ μαγειρευθοῦν, θὰ τὰ πάρῃς καὶ θὰ τὰ προσφέρῃς εἰς τὸν πατέρα σου ἐσύ, ὑποκρινόμενος ὅτι εἶσαι ὁ Ἡσαῦ, διὰ νὰ φάγῃ καὶ νὰ εὐλόγησῃ σέ, ἀντὶ τοῦ Ἡσαῦ, πρὶν ἀποθάνῃ καὶ φύγῃ ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν».
11 Ὁ ἄπλαστος καὶ ἀθῶος Ἰακώβ, ποὺ ἦταν εὐλαβὴς εἰς τὸν πατέρα του, εἶπε πρὸς τὴν μητέρα του τὴν Ρεβέκκαν μὲ δισταγμὸν καὶ ἀνησυχίαν: «Ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἡσαῦ εἶναι δασύτριχος, ἐνῷ ἐγὼ εἶμαι ἀραιότριχος·
12 διὰ τοῦτο φοβοῦμαι μήπως οἱ ἐπιδιώξεις αὐτὲς στραφοῦν ἐναντίον μου· διότι εἶναι πιθανὸν ὁ τυφλὸς πατέρας μου νὰ μὲ ψηλαφήσῃ, ὁπότε θὰ μὲ ἀναγνωρίσῃ, θὰ ἀντιληφθῇ τὴν ἀπάτην καὶ θὰ μὲ θεωρήσῃ ὡς ἀσεβῆ, καὶ τότε θὰ ἐπισύρω ἐναντίον μου τὴν κατάραν του καὶ ὄχι τὴν εὐλογίαν».
13 Ἡ μητέρα του, ἡ Ρεβέκκα, ἐπειδὴ ἐστηρίζετο εἰς τὴν ἀποκάλυψιν τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε τὸ θεῖον σχέδιον, ἐπροσπάθησε νὰ βγάλῃ τὸν φόβον τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ τὸν ἐνισχύσῃ, ὥστε νὰ φερθῇ ὅπως τὸν ἐσυμβούλευσε. Δὲν τοῦ ὑπεσχέθη μέν, ὅτι θὰ ἠμπορέσῃ νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν πατέρα του καὶ νὰ κρυφθῇ, ἀλλὰ ἐπῆρε ὅλην τὴν εὐθύνην τῆς ἀπάτης ἐπάνω της καὶ εἶπεν εἰς τὸν υἱόν της· «ἡ εὐθύνη καὶ ἡ ἐνοχὴ εἶναι ἰδική μου· ἡ κατάρα δὲ τοῦ πατέρα σου εἰς σὲ διὰ τὴν πρᾶξιν αὐτὴν ἂς πέσῃ ἐπάνω μου, παιδί μου· μὴ φοβηθῇς λοιπόν, πάρε θάρρος καὶ μὴ διστάζης· μόνον κάμε ὑπακοὴν εἰς αὐτό, ποὺ σὲ συμβουλεύω, καὶ πήγαινε νὰ μοῦ φέρῃς τὰ δύο τρυφερὰ κατσίκια».
14 Ὁ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος εἰς τὴν ἀρχὴν ἀρνήθηκε νὰ ἐξαπατήσῃ τὸν πατέρα του, τελικῶς ὑπεχώρησεν εἰς τὴν ἐπιμονὴν τῆς μητέρας του. Ἀφοῦ ἐπῆγεν εἰς τὸ κοπάδι τῶν προβάτων, ἐπῆρε καὶ ἔφερεν εἰς τὴν μητέρα του τὰ δύο κατσίκια· καὶ ἡ μητέρα του γρήγορα - γρήγορα, διὰ νὰ προλάβῃ τὸν Ἡσαῦ, ἐμαγείρευσεν ἀπὸ αὐτὰ φαγητὸν νόστιμον, ὅπως τὸ ἐπροτιμοῦσεν ὁ πατέρας του, ὁ Ἰσαάκ.
15 Καὶ ἡ Ρεβέκκα, ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν στολὴν τοῦ Ἡσαῦ τοῦ μεγαλυτέρου παιδιοῦ της, τὴν στολὴν τὴν καινούργιαν καὶ καλύτερην, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ σπίτι της, ἔντυσε μὲ αὐτὴν τὸν Ἰακώβ, τὸ νεώτερο παιδί της.
16 Κατόπιν ἐπῆρε τὰ τομάρια τῶν δύο τρυφερῶν κατοικιῶν, ποὺ ἔσφαξε, καὶ μὲ αὐτὰ ἐσκέπασε καὶ ἐτύλιξέ μὲ προσοχὴν τὰ μπράτσα τοῦ Ἰακὼβ καὶ τὸ γυμνὸν μέρος τοῦ τραχήλου του
17 καὶ ἔδωκε τὸ φαγητὸν ποὺ ἐμαγείρευσε καὶ τὰ ψωμιὰ εἰς τὰ χέρια τοῦ παιδιοῦ της, τοῦ Ἰακώβ.
18 Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἔφερε τὸ φαγητὸν καὶ τὰ ψωμιὰ εἰς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ εἶπε· «πατέρα». Ὁ τυφλὸς καὶ γέρων Ἰσαὰκ ἀπάντησε· «ὁρίστε, ἐδῶ εἶμαι· ποιὸς εἶσαι σύ, παιδί μου;»
19 Καὶ ὁ Ἰακὼβ μὲ πολλὴν ἀγωνίαν εἶπεν εἰς τὸν πατέρα του: «Εἶμαι ὁ Ἡσαῦ, τὸ πρῶτον σου παιδί· ἔκαμα σύμφωνα μὲ ὅσα μοῦ παρήγγειλες· σήκω καὶ κάθησε νὰ φᾶς ἀπὸ τὸ κυνήγι, ποὺ σοῦ ἔφερα, διὰ νὰ εὐχαριστηθῇς καὶ νὰ μοῦ δώσης μὲ ὅλην τὴν ψυχήν σου τὴν τελευταίαν σου εὐλογίαν».
20 Ὁ Ἰσαὰκ παραξενεύεται καὶ ἀμφιβάλλει, δι’ αὐτὸ ἐρωτᾷ μὲ ἀπορίαν: «Πῶς συνέβη ὥστε νὰ εὕρῃς τόσον εὔκολα κυνήγι καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς τόσον γρήγορα, παιδί μου;» Καὶ ὁ Ἰακὼβ τοῦ ἀπάντησε μὲ φόβον, ἀλλὰ καὶ μὲ θάρρος: «Κύριος ὁ Θεός σου, αὐτὸς μοῦ τὸ ἐφανέρωσε τόσον γρήγορα καὶ τὸ παρέδωσεν εἰς τὰ χέρια μου, ὥστε νὰ σοῦ τὸ φέρω».
21 Μετὰ τὴν ἀπάντησιν τὸν Ἰακὼβ πρὸς τὸν πατέρα του, ὁ Ἰσαάκ, ἐπειδὴ ἀκόμη ἀμφέβαλλε, διότι ἡ φωνὴ δὲν ἔμοιαζε μὲ ἐκείνην τοῦ Ἡσαῦ, εἶπε πρὸς τὸν · «ἔλα κοντά μου, παιδί μου, πλησίασέ με διὰ νὰ σὲ ψηλαφήσω, ὥστε νὰ βεβαιωθῶ, ἐὰν εἶσαι πράγματι ὁ Ἡσαῦ, τὸ παιδί μου, ἢ ὄχι».
22 Ὁ Ἰακὼβ ἐπλησίασε χωρὶς ταραχὴν τὸν πατέρα του καὶ ὁ τυφλὸς Ἰσαὰκ τὸν ἐψηλάφησε καὶ τοῦ εἶπε πάλιν μὲ ἀμφιβολίαν· «ἡ μὲν φωνὴ εἶναι φωνὴ τοῦ Ἰακώβ, τὰ χέρια ὅμως, ἀπὸ τὰ μαλλιὰ ποὺ ἔχουν, φαίνεται νὰ εἶναι χέρια τοῦ Ἡσαῦ».
23 Ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθῇ τὸ σχέδιον τοῦ Θεοῦ, δὲν ἐπετράπη νὰ γίνη ἀντιληπτὴ ἡ ἀπάτη. Αι' αὐτὸ ὁ Ἰσαὰκ δὲν ἀνεγνώρισε τὸν Ἰακώβ· διότι τὰ χέρια του, ποὺ ἦταν σκεπασμένα μὲ κατσικίσιο δέρμα, ἐφαίνοντο μαλλιαρά, ὅπως τὰ χέρια τοῦ Ἡσαῦ. Καὶ ὁ πατέρας του τὸν εὐλόγησε.
24 Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἰσαὰκ ἀκόμη ὑπωψιάζετο, ἐρώτησε πάλιν μὲ δισταγμόν· «σὺ εἶσαι τὸ παιδί μου ὁ Ἡσαῦ;» Καὶ ὁ Ἰακὼβ ἀπάντησε διὰ τρίτην φοράν· «μάλιστα· ἐγὼ εἶμαι, πατέρα».
25 Μετὰ τὴν τρίτην αὐτὴν βεβαίωσιν ὁ Ἰσαὰκ εἶπε· «παιδί μου, φέρε μου ἀπὸ τὸ κυνήγι σου διὰ νὰ φάγω καὶ νὰ σὲ εὐλογήσω μὲ ὅλην τὴν ψυχήν μου». Ὁ Ἰακὼβ ἐπλησίασε καὶ ἐπρόσφερεν εἰς τὸν πατέρα του ἀπὸ τὸ μαγειρευμένον φαγητὸν καὶ ἐκεῖνος ἔφαγε· τοῦ ἐπρόσφερεν ἀκόμη καὶ κρασὶ καὶ ἤπιε.
26 Μετὰ ὁ γέρων Ἰσαάκ, ἐπειδὴ φαίνεται ὅτι τοῦ ἔμενε εἰς τὸ βάθος κάποια ἀμφιβολία, εἶπεν εἰς τὸν · «πλησίασε, παιδί μου, ἔλα κοντά μου καὶ φίλησέ με».
27 Καὶ ὁ Ἰακώβ, ἀφοῦ ἐπλησίασε τὸν πατέρα του, τὸν ἐφίλησεν. Ὁ Ἰσαὰκ τότε ἐμυρίσθη προσεκτικὰ τὴν μυρωδιὰν τῶν φορεμάτων, ποὺ εἶχε φορέσει ὁ Ἰακὼβ (καὶ τὰ ὁποῖα ἦσαν τοῦ Ἡσαῦ), καὶ εὐλόγησε τὸν Ἰακὼβ καὶ τοῦ εἶπε: «Νά· αὐτὴ εἶναι ἡ μυρωδιὰ τοῦ παιδιοῦ μου, ποὺ μὲ ἐφίλησε. Ἡ μυρωδιὰ δὲν εἶναι μυρωδιὰ στάνης καὶ προβάτων· εἶναι ὅπως ἐκείνη τῆς ἐξοχῆ καὶ τῶν χωραφιῶν, ποὺ εἶναι γεμᾶτα χόρτα καὶ ἄνθη, τὰ ὁποῖα εὐλόγησεν ὁ Κύριος». Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ὁ Ἰσαὰκ ἐβεβαιώθη, ὅτι ἔχει ἐμπρός του τὸν Ἡσαῦ καὶ ἀπεφάσισε νὰ τὸν εὐλογήσῃ καὶ εἶπε:
28 «Εὔχομαι νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς βροχὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ εὐφορίαν τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἔχῃς πλουσίαν συγκομιδὴν σιταριοῦ καὶ κρασιοῦ. Εἴθε νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ἄφθονα τὰ ὑλικά, ἀλλὰ καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθά.
29 Σοῦ εὔχομαι ἀκόμη νὰ ὑποταχθοῦν καὶ νὰ σὲ ὑπηρετήσουν ἔθνη καὶ νὰ σὲ προσκυνήσουν ἄρχοντες ἐθνῶν. Εἶθε νὰ γίνῃς κύριος τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ να σὲ προσκυνήσουν ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ πατέρα σου, ὅλοι οἱ συγγενεῖς σου». Ἀκόμη ὁ γέρων Ἰσαὰκ ἐπρόσθεσε· παιδί μου, «ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ καταρᾶται, νὰ εἶναι κατηραμένος καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ σὲ εὐλογῇ, νὰ εἶναι εὐλογημενος ἀπὸ τὸν Θεόν».
30 Ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰσαὰκ νὰ δίδῃ τὶς εὐλογιές του πρὸς τὸν Ἰακὼβ καὶ μόλις ὁ Ἰακὼβ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν σκηνὴν τοῦ πατέρα του, ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὸ κυνήγι καὶ ὁ ἀδελφός του, ὁ Ἡσαῦ.
31 Ὁ Ἡσαῦ, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ ὅσα ἔγιναν, ἐμαγείρευσε γρήγορα καὶ ἐτοίμασε καὶ αὐτὸς φαγητά, τὰ ἐπρόσφερεν εἰς τὸν πατέρα του καὶ τοῦ εἶπε· «ἂς σηκωθῇ ὁ πατέρας μου καὶ ἂς φάγῃ ἀπὸ τὸ κυνήγι τοῦ παιδιοῦ του, διὰ νὰ εὐχαριστήθῇ καὶ μοῦ δώσῃ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του τὴν τελευταίαν εὐλογίαν».
32 Ὅταν ὁ Ἰσαὰκ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτά, ἐθορυβήθη καὶ ταραγμένος ἐρώτησε· «ποῖος εἶσαι σύ;»Ὁ Ἡσαῦ τοῦ ἀπάντησε· «ἐγὼ εἶμαι τὸ πρῶτον παιδί σου, ὁ Ἡσαῦ».
33 Ὁ τυφλὸς γέρων Ἰσαὰκ ἐξεπλάγη πολύ, πάρα πολὺ καὶ εἶπε: «Ποῖος ἦταν λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆγε κυνήγι καὶ μοῦ ἔφερε ἀπὸ τὸ κυνήγι του καὶ ἔφαγα ἀπὸ ὅλα, ὅσα μοῦ ἔφερε, πρὶν ἔλθῃς ἐσὺ καὶ ἐγὼ εὐχαριστημένος τὸν εὐλόγησα; Αὐτὸς θὰ εἶναι εὐλογημένος».
34 Ὅταν ὁ Ἡσαῦ ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του τὸν Ἰσαάκ, ἐφώναξε μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ ὠργισμένην, γεμάτην παραπόνον, λύπην ἀπαρηγόρητον καὶ πικρίαν καὶ εἶπεν· «εὐλόγησε λοιπὸν καὶ ἐμένα, πατέρα»!
35 Ὁ Ἰσαὰκ τοῦ εἶπεν· «ὁ Ἰακώβ, ὁ ἀδελφός σου, ἀφοῦ ἦλθε, ἔλαβε μὲ δόλον τὴν εὐλογίαν, ποὺ ἦταν ἰδική σου».
36 Καὶ ὁ Ἡσαῦ εἶπε πικραμμένος: «Δίκαια καὶ ἐπιτυχημένα τοῦ ἐδόθη τὸ ὄνομα Ἰακώβ, ποὺ σημαίνει «πτερνιστής», δηλαδὴ αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραγκωνίζει τὸν ἄλλον καὶ ἐπικρατεῖ ἐκεῖνος· διότι μὲ ἐξηπάτησε, μὲ παρηγκώνισε καὶ μὲ ἔβαλεν εἰς τὸ περιθώριον διὰ δευτέραν φοράν. Τὴν πρώτην φορὰν μὲ ἐκατάφερε νὰ τοῦ πωλήσω τὰ προνόμια, ποὺ εἶχα ὡς πρωτότοκος, τὰ ὁποῖα καὶ ἔκαμε ἰδικά του· τὴν δευτέραν φορὰν ἐπῆρε μὲ δόλιον τρόπον τὴν εὐλογίαν, ποὺ ἀνῆκεν εἰς ἑμέ, τὸ πρῶτον παιδί», Ὁ Ἡσαῦ εἶπεν ἀκόμη πρὸς τὸν πατέρα του μὲ παραπόνον· «δεν ἀφῆκες καὶ δι’ ἐμὲ καμμίαν εὐλογίαν, πατέρα; Ὅλην τὴν εὐλογίαν τὴν ἔδωκες εἰς τὸν Ἰακώβ;»
37 Ὁ Ἰσαὰκ ἀπεκρίθη εἰς τὸν Ἡσαῦ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἒφ' ὅσον ἔκαμα τὸν Ἰακὼβ κύριον καὶ ἐξουσιαστήν σου καὶ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ ὥρισα νὰ εἶναι ὑπηρέται τοῦ Ἰακώβ· ἐφ’ ὅσον τοῦ ἔδωκα τὴν εὐχὴν καὶ τὴν εὐλογίαν νὰ ἔχῃ πλούσια τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, ἄφθονον τὸ σιτάρι καὶ τὸ κρασί, τί ἀπομένει νὰ κάμω τώρα διὰ σέ, παιδί μου; Ὅπως βλέπεις, ὅλες τὶς εὐλογιές τις ἔδωσα εἰς ἐκεῖνον· τίποτε ἄλλο δὲν ἔμεινε διὰ σέ».
38 Ὁ Ἡσαῦ τότε ἀπάντησεν εἰς τὸν πατέρα του: «Μήπως μία μόνον εὐλογία ὑπάρχει εἰς σέ, πατέρα; Δεν ὑπολείπεται δι' ἐμὲ καὶ μία ἔστω εὐλογία; Εὐλόγησε λοιπὸν καὶ ἐμένα, πατέρα μου». Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἡσαῦ ὁ γέρων Ἰσαὰκ ἐπόνεσε καὶ συνεκινήθη βαθύτατα. Ὁ δὲ Ἡσαῦ ἀφῆκε κραυγὴν δυνατὴν καὶ ἔκλαυσε μὲ πικρὰ δάκρυα διὰ τὸ πάθημά του καὶ διότι ὁ πατέρας του εὑρίσκετο εἰς ἀμηχανίαν καὶ δὲν ἠμποροῦσε οὔτε ἤθελε νὰ ἀνατρέψῃ ὅσα εἶχαν γίνει.
39 Ὁ Ἰσαὰκ ἐλυπήθη τὸν Ἡσαῦ καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἀφοῦ ἐπιθυμεῖς νὰ ἀπολαύσῃς καὶ σὺ τὴν εὐλογίαν μου, ἐγὼ δὲ δὲν ἠμπορῶ νὰ κάμω ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σοῦ δίδω εὐλογίαν, ἀλλὰ περιωρισμένην: Νά· σοῦ εὔχομαι μέρος ἀπὸ τὴν εὔφορον γῆν καὶ τὰ ἀγαθά της καὶ ἀπὸ τὴν πλουσίαν βροχὴν τοῦ οὐρανοῦ. Θὰ κατοικήσῃς εἰς τὴν Ἰδουμαίαν, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὰ νότια τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης,
40 καὶ ἐκεῖ θὰ ζῇς ζωὴν πολεμικήν· θὰ ζῇς μὲ τὸ ξίφος σου καὶ θὰ εἶσαι δοῦλος τοῦ ἀδελφοῦ σου. Θὰ ἔλθουν ὅμως περιστάσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ ἀπόγονοί σου θὰ ἠμπορέσουν νὰ ἀποτινάξουν τὸν δουλικὸν ζυγὸν τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἰακὼβ καὶ νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἀλλὰ δὲν θὰ κατορθώσουν ποτὲ νὰ τοὺς ὑποτάξουν. Οἱ ἀπόγονοί σου Ἰδουμαῖοι θὰ γίνουν δοῦλοι τῶν Ἰσραηλιτῶν· οἱ Ἰσραηλῖτες ὅμως δὲν θὰ γίνουν ποτὲ δοῦλοι τῶν Ἰδουμαίων».
41 Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ Ἡσαῦ ἀγανακτοῦσε καὶ ἐμνησικακοῦσε ἐναντίον τοῦ Ἰακώβ, τοῦ ἀδελφοῦ του, διὰ τὴν εὐλογίαν, ποὺ τοῦ ἔδωκεν ὁ πατέρας του, ὁ Ἰσαάκ. Ἐσκέφθη δὲ ὁ Ἡσαῦ· «ἂς ἔλθουν οἱ ἡμέρες, ποὺ θὰ ἀποθάνῃ ὁ πατέρας μου καὶ ἂς περάσῃ τὸ πένθος διὰ τὸν θάνατόν του, καὶ τότε θὰ σκοτώσω τὸν ἀδελφόν μου, τὸν Ἰακώβ».
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΘ´ 16 - 25
16 Ὅποιος φυλάσσει τὰς θείας ἐντολάς, προφυλάσσει τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχήν του, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἀδιαφορεῖ διὰ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ καὶ τὰς περιφρονεῖ, θὰ ὁδηγηθῇ εἰς θάνατον πνευματικὸν καὶ ἀπώλειαν
17 Δανείζει τὸν Θεόν, ὅποιος ἐλεεῖ τὸν πτωχὸν ἀδελφόν του· ἀνάλογα δὲ μὲ τὸ ποσὸν ποὺ δίδει καὶ μὲ τὴν διάθεσιν, ποὺ προσφέρει τὴν ἐλεημοσύνην, θὰ τὸν ἀνταμείψῃ ὁ Θεός.
18 Παιδαγώγησε τὸ παιδί σου μὲ αὐστηρότητα, διότι ἔτσι αἱ ἐλπίδες, ποὺ τρέφεις δι αὐτό, θὰ εἶναι πολλὲς καὶ καλαί. Κατὰ τὴν ὥραν δὲ τοῦ θυμοῦ σου, ἐξ αἰτίας κάποιας παρεκτροπῆς του, πρόσεξε νὰ μὴ ὑπερβαίνῃς τὰ ὅρια τῆς δικαίας τιμωρίας καὶ νὰ μὴ κάμνῃς ὑπερβολάς, αἱ ὁποῖαι ἀντὶ νὰ ὠφελήσουν θὰ φέρουν τὸ ἀντίθετον ἀποτέλεσμα.
19 Ὁ κακοκέφαλος καὶ ὑπὸ κακῶν σκέψεων κυριαρχούμενος ἄνθρωπος θὰ πάθη πολλὰ κακά. Ἐὰν δὲ βλάπτῃ καὶ κακοποιῇ καὶ τοὺς ἄλλους, τότε κινδυνεύει νὰ χάσῃ καὶ τὴν ζωήν του.
20 Πρόσεχε, παιδί μου, τὴν παιδαγωγίαν καὶ τὰς συμβουλάς, ποὺ σοῦ δίδει ὁ πατέρας σου, διὰ νὰ γίνῃς σοφὸς καὶ πολύπειρος μέχρι τῶν τελευταίων χρόνων τῆς ζωῆς σου, δηλαδὴ ἕως ὅτου πεθάνῃς.
21 Πολλαὶ σκέψεις καὶ σχέδια ἔρχονται εἰς τὸν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καὶ μένουν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπραγματοποίητα, τὸ θέλημα ὅμως τοῦ Θεοῦ μένει ἀπρόσβλητον καὶ ἀδιάσειστον εἰς τὸν αἰῶνα καὶ πάντοτε γίνεται ὅ,τι Αὐτὸς θέλει.
22 Ἡ ἐλεημοσύνη διὰ τὸν ἄνθρωπον εἶναι κέρδος, ποὺ δὲν χάνεταιί ποτέ. Εἶναι δὲ ἀνώτερος ὁ δίκαιος καὶ τίμιος πτωχός, παρὰ ὁ ψεύστης καὶ ἀπατεὼν πλούσιος.
23 Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπον εἰς ζωὴν ἁγίαν καὶ αἰώνιον, ὁ δὲ ἀθεόφοβος θὰ κατοικήσῃ εἰς τόπους, ὅπου δὲν ὑπάρχει καθοδήγησις ἀπὸ τὴν ἀληθῆ γνῶσιν, ἀλλὰ κυριαρχεῖ ἡ πλάνη καὶ ἡ σύγχυσις.
24 Ἐκεῖνος ποὺ κρύπτει τὰ χέρια του εἰς τοὺς κόλπους του ἀπὸ τεμπελιὰ καὶ χωρὶς δικαιολογημένην αἰτίαν, δὲν θὰ τὰ πλησιάσῃ μὲ τροφὴν οὔτε εἰς τὸ στόμα του.
25 Ὅταν τιμωρῆται ὁ κακοποιὸς καὶ ἐπιβλαβὴς εἰς τὴν κοινωνίαν ἄνθρωπος, τότε, ὅποιος παρεκτρέπεται ἀπὸ ἐπιπολαιότητα, γίνεται προσεκτικώτερος καὶ περισσότερον συνεσταλμένος. Ἐὰν δὲ ἐλέγχῃς τὸν φρόνιμον ἄνθρωπον, θὰ ἀντιληφθῇ τὸ σφάλμα του καὶ θὰ διορθωθῇ.