❌
Κυριακή, 21 Απριλίου 2024

Ε΄ Κυριακή των Νηστειών - Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, Όσιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω, Άγιος Ιανουάριος ο Επίσκοπος και οι Πρόκουλος, Σώσσος και Φαύστος οι Διάκονοι, Δισιδέριος ο Αναγνώστης, Ακούτιος και Ευτύχιος
† ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. «Μαρίας ὁσίας τῆς Αἰγυπτίας». Ἰανουαρίου ἱερομάρτυρος (†305). Ἀλεξάνδρας τῆς βασιλίσσης· Ἀναστασίου Α΄ Ἀντιοχείας, ὁσίου (†599)· Μαξίμου Κωνσταντινουπόλεως (†434).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ´ 11 - 14


11 Χριστὸς δὲ παραγενόμενος ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, 12 οὐδὲ δι’ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ Ἅγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. 13 Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, 14 πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ´ 11 - 14


11 Ὁ Χριστὸς ὅμως, ὅταν ἦλθεν ὡς Ἀρχιερεὺς τῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα διὰ τοὺς χρόνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦσαν μέλλοντα, εἰσῆλθε διὰ μέσου τῆς μεγαλυτέρας καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, ἡ ὁποία δὲν κατεσκευάσθη ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων. Τουτέστιν εἰσῆλθε ὄχι διὰ μέσου τῆς κτίσεως αὐτῆς, ἀλλὰ διὰ τοῦ σώματός του, τὸ ὁποῖον ἔγινεν ἡ τελειοτέρα σκηνὴ τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τὸ ὁποῖον, ἀφοῦ συνελήφθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, δὲν ἦτο ἐκ τῆς κτίσεως ταύτης, ἀλλ’ ἐκ νέας πνευματικῆς κτίσεως. 12 Οὔτε ἐχρησιμοποιήσεν ὁ Χριστὸς ὡς θυσίαν τὸ αἷμα τράγων καὶ μόσχων, ὅπως ὁ ἀρχιερεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ μὲ τὸ ἰδικόν του αἷμα ἐμβῆκε μίαν φορὰν γιὰ πάντα εἰς τὰ ἐπουράνια Ἅγια καὶ ἐπέτυχε δι’ ἠμᾶς ἀπολύτρωσιν ὄχι προσωρινήν, ἀλλ’ αἰωνίαν. 13 Πράγματι δὲ ἐπέτυχεν αἰωνίαν ἀπολύτρωσιν. Διότι, ἐὰν τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ ἡ ἀναμιγνυομένη μὲ νερὸ στάκτη τῆς δαμάλεως, ποὺ κατεκαίετο εἰς τὸ θυσιαστήριον, ραντίζουσα τοὺς μολυσμένους καὶ ἀκαθάρτους δίδῃ καθαρισμὸν καὶ ἁγιασμὸν ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος, ὥστε νὰ δύνανται οὖτοι νὰ μετέχουν εἰς τὴν λατρείαν, 14 πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ αἰώνιον Πνεῦμα, ποὺ κατοικοῦσε μέσα του, προσέφερεν εἰς τὸν Θεὸν τὸν ἑαυτόν του κατὰ πάντα καθαρὸν καὶ ἐλεύθερον ἀπὸ κάθε ἠθικὴν λέραν, θὰ καθαρίση τὴν συνείδησίν σας ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ φέρουν εἰς τὴν ψυχὴν νέκρωσιν, καὶ θὰ σᾶς ἀξιώσῃ νὰ λατρεύετε ἀξίως τὸν ζῶντα Θεόν;

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ Θ´ 11 - 14


11 Και πράγματι ο Χριστός, όταν ήλθεν ως Αρχιερεύς των αγαθών, τα οποία δια την Π. Διαθήκην ήσαν μέλλοντα, εισήλθε δια της μεγαλυτέρας και τελειοτέρας σκηνής, που δεν είχε κατασκευασθή από ανθρώπινα χέρια, δηλαδή όχι δια μέσου των υλικών κτισμάτων, αλλά με το άγιον και τίμιον σώμα δια της αειπαρθένου Μαρίας. (Αυτό το σώμα ήτο η μεγαλυτέρα και τελειοτέρα σκηνή του Θεού). 12 Εισήλθε δε άπαξ δια παντός εις τα επουράνια Αγια προσφέρων θυσίαν όχι αίμα τράγων και μόσχων, αλλά το ιδικόν του αίμα, και επέτυχε έτσι δι' ημάς τους αμαρτωλούς την αιωνίαν απολύτρωσιν και σωτηρίαν. 13 Διότι εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και η ανακατωμένη με νερό στάκτη της δαμάλεως, που εκαίετο ολόκληρος στο θυσιαστήριον, ραντίζουσα τους μολυσμένους, τους δίδη καθαρισμόν και κάποιον αγιασμόν ως προς την καθαριότητα του σώματος 14 πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ο οποίος με το ηνωμένον μαζή του αιώνιον Αγιον Πνεύμα προσέφερε θυσίαν τον εαυτόν του, τον τελείως καθαρόν και αμόλυντον και από την παραμικροτέραν ακόμη αμαρτίαν, θα καθαρίση την συνείδησίν σας από τα έργα της αμαρτίας, που οδηγούν στον αιώνιον θάνατον και θα σας δώση την παρρησίαν και την δύναμιν να λατρεύετε ορθώς τον ζώντα Θεόν;

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 32 - 45


32 Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. 41 καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. 42 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 32 - 45


32 Ἐπροχώρουν δὲ καὶ ἀνέβαιναν εἰς τὸν δρόμον πρὸς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπροπορεύετο ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς κα θάμβωναν ἀπὸ θαυμασμὸν οἱ μαθηταί, ποὺ τὸν ἔβλεπαν τόσον ἄφοβα καὶ μὲ τόσον θαρραλέαν ἀπόφασιν νὰ προχωρῇ πρὸς τὴν πόλιν, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πάθῃ τόσα. Καὶ ἐνῷ ἀπὸ σεβασμὸν τὸν ἠκολούθουν, ἐφοβοῦντο διὰ τὰ ὅσα θὰ τοὺς εὕρισκον εἰς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα, ἤρχισε νὰ τοὺς λέγῃ ἐκεῖνα, ποὺ ἔμελλον νὰ τοῦ συμβαίνουν. 33 Τοὺς ἔλεγε δηλαδή, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς στρατιώτας τῆς Ρώμης. 34 Καὶ αὐτοὶ θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ θὰ τὸν ἐμπτύσουν καὶ θὰ τὸν φονεύσουν καὶ τὴν τρίτην ἡμέρα ἀπὸ τοῦ θανάτου του θὰ ἀναστηθῇ. 35 Καὶ πηγαίνουν πρὸς αὐτὸν ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ λέγουν· Διδάσκαλε, θέλομεν νὰ μᾶς κάμῃς ἐκεῖνο, ποὺ θὰ σοῦ ζητήσωμεν. 36 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Τί θέλετε νὰ σᾶς κάμω; 37 Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν· Δός μας, ὅταν ἔλθῃς εἰς τὴν δόξαν σου καὶ θὰ ἀναβῇς εἰς τὸν ἐπίγειον βασιλικὸν θρόνον τοῦ Δαβὶδ νὰ καθίσωμεν ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δεξιά σου καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ ἀριστερά σου. 38 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Δὲν ξεύρετε, τί ζητάτε. Δὲν εἶναι τώρα καιρὸς κοσμικῶν μεγαλείων καὶ ἀξιωμάτων, ἀλλὰ κόπων καὶ διωγμῶν καὶ θανάτου μαρτυρικοῦ. Μπορεῖτε λοιπὸν νὰ πίετε τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, ποὺ πρόκειται ἐγὼ μετ’ ὀλίγον νὰ πίω, καὶ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μετ’ ὀλίγον θὰ ὑποστῶ; 39 Αὐτοὶ δὲ θέλοντες νὰ ἑξασφαλίσουν τὸ αἴτημά των τοῦ εἶπαν, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθοῦν καλῶς· Δυνάμεθα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Τὸ μὲν ποτήριον τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖον ἐγὼ ἐντὸς ὀλίγου πίνω, θὰ τὸ πίετε, καὶ τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖον μετ’ ὀλίγον θὰ βαπτισθῶ εἰς τὴν θάλασσαν τῶν παθημάτων μου, θὰ βαπτισθῆτε. Διότι καὶ σεῖς θὰ ὑποστῆτε διωγμοὺς καὶ μαρτύριον διὰ τὸ εὐαγγέλιον. 40 Τὸ νὰ καθίσετε ὅμως εἰς τὰ δεξιά μου καὶ εἰς τὰ ἀριστερά μου, δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμὲ νὰ τὸ δώσω εἰς ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσῃ, ἀλλὰ θὰ δοθῇ τοῦτο εἰς ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει ἐτοιμασθῇ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτην Πατέρα μου, ποὺ κανονίζει τὰς ἀνταμοιβὰς σύμφωνα μὲ τὴν ἀρετὴν ἑκάστου. 41 Καὶ ὅταν ἤκουσαν αὐτὸ οἱ ἄλλοι δέκα μαθηταί, ἤρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν διὰ τὴν συμπεριφορὰν αὐτὴν τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου, οἱ ὁποῖοι ἐζήτουν νὰ τοὺς παραγκωνίσουν καὶ νὰ τιμηθοῦν περισσότερον ἀπὸ αὐτούς. 42 Ὁ Ἰησοῦς δέ, ἀφοῦ τοὺς προσεκάλεσε, τοὺς εἶπε· Γνωρίζετε, ὅτι αὐτοὶ ποὺ νομίζονται καὶ φαίνονται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, συμπεριφέρονται πρὸς τοὺς λαούς των, ὡς νὰ ἦσαν ἀνεξέλεγκτοι κύριοί των καὶ ὡς νὰ ἦσαν οἱ λαοὶ κτήματά των. Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μέγα ἀξίωμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθύπατοι, τοὺς μεταχειρίζονται μὲ μεγάλην ἐξουσίαν, σὰν νὰ εἶναι δοῦλοι τους. 43 Μεταξύ σας ὅμως δὲν ἠμπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νὰ γίνεται ἔτσι. Ἀλλ’ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς σπουδάζῃ νὰ γίνεται ἐξυπηρετικὸς εἰς τοὺς ἄλλους. 44 Καὶ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ πρῶτος ἀπὸ σᾶς, ὀφείλει νὰ γίνῃ δοῦλος ὅλων, ἀσκῶν μὲ πᾶσαν ταπεινοφροσύνην τὴν ἀγάπην. 45 Διότι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, δὲν ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ ὑπηρετηθῇ, ἀλλ’ ἦλθε διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον, ὅπως ἑξαγορασθοῦν καὶ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον πολλοί.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 32 - 45


32 Ανέβαιναν δε τον δρόμον που ωδηγούσε προς τα Ιεροσόλυμα, και ο Ιησούς επροπορεύετο από αυτούς. Και οι μαθηταί καθώς έβλεπαν τον διδάσκαλον να προχωρή προς το μαρτύριον κατελήφθησαν από θάμβος (εμπρός στο μεγαλείο της θυσίας που ακτινοβολούσε η μορφή του”. Και καθώς με σεβασμόν τον ακολουθούσαν, εφοβούντο δι' όσα έμελλον να γίνουν εις Ιεροσόλυμα. Επήρε πάλιν τους δώδεκα ο Κυριος και ήρχισε να λέγη εις αυτούς όσα έμελλον να του συμβούν. 33 Ελεγε δηλαδή ότι “ιδού αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον, και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης. 34 Και θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν, και την τρίτην ημέραν θα αναστηθή”. 35 Και έρχονται προς αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, και λέγουν· “διδάσκαλε, θέλομεν να μας κάμης αυτό που θα ζητήσωμεν”. 36 Αυτός δε τους είπε· “τι θέλετε να σας κάμω;” 37 Εκείνοι απήντησαν· “όταν ως ένδοξος βασιλεύς καθίσης στον βασιλικόν θρόνον της Ιερουσαλήμ, δος μας να καθίσωμεν ένας εκ δεξιών σου και ένας εξ αριστερών σου”. 38 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν ξέρετε τι ζητείτε. Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου και του μαρτυρίου, το οποίον εγώ πίνω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” 39 Εκείνοι δε χωρίς καλά-καλά να σκεφθούν, του είπαν· “ημπορούμεν”. Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “το μεν ποτήριον του μαρτυρίου, το οποίον εγώ έντος ολίγου πίνω, θα το πίετε και το βάπτισμα της οδύνης και του αίματος και της θυσίας, το οποίον εγώ έντος ολίγου θα βαπτισθώ, θα το βαπτισθήτε. (Διότι και σεις θα δοκιμάσετε οδύνας και διωγμούς εξ αιτίας της πίστεώς σας εις εμέ). 40 Το να καθίσετε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εις την εξουσίαν μου να το δώσω εις όποιον απλώς μου το ζητήσει, αλλά θα δοθή στους αξίους, εις αυτούς δηλαδή που θα ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιον και θα αγωνισθούν, δια τους οποίους άλωστε και έχει ετοιμασθή”. 41 Οι άλλοι δέκα, όταν ήκουσαν αυτά, ήρχισαν να αγανακτούν δια την φιλόδοξον αυτήν συμπεριφοράν του Ιακώβου και του Ιωάννου. 42 Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “ξέρετε, ότι αυτοί που προβάλλονται σαν άρχοντες των εθνών, συμπεριφέρονται προς τους λαούς σαν να ήσαν απόλυτοι κύριοι αυτών. Και εκείνοι που κατέχουν ανάμεσα στους ανθρώπους μεγάλα αξιώματα, κάνουν κακήν χρήσιν της εξουσίας των και καταδυναστεύουν αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους των. 43 Δεν πρέπει όμως τέτοια εγωϊστική τάσις και συμπεριφορά να παρατηρήται ματαξύ σας. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, πρέπει να γίνη υπηρέτης σας, που να σας εξυπηρετή με αγάπην. 44 Και όποιος από σας θέλει να γίνη πρώτος, πρέπει να γίνη δούλος όλων και να συμπεριφέρεται με την ταπεινοφροσύνην και την υπομονήν και υπακοήν του δούλου. 45 Διότι και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να εξυπηρετηθή από τους ανθρώπους, αλλά να τους εξυπηρετήση και να δώση την ψυχήν αυτού λύτρον και αντάλλαγμα, δια να ελευθερωθούν πολλοί από την ενόχην της αμαρτίας και τον αιώνιον θάνατον”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. 2 καὶ λίαν πρωῒ τς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. 3 καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; 4 καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. 5 καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. 6 ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. 7 ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. 8 καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε τὸ Σάββατον, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἠγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα, διὰ νὰ ἔλθουν τὸ πρωῒ εἰς τὸν τάφον καὶ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦν. 2 Καὶ πολὺ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται εἰς τὸ μνημεῖον τὴν ὥραν, ποὺ ὁ ὑποκάτω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα ἀνατέλλων ἥλιος ἤρχισε νὰ διαλύῃ τὸ πρωϊνὸ σκοτάδι. 3 Καὶ ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους· Ποῖος θὰ μᾶς ἀποκυλίσῃ τὴν μεγάλην πέτραν ἀπὸ τὴν εἴσοδον τοῦ μνημείου; 4 Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν, ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ. 5 Καὶ μόλις ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους, εἶδαν, ὅτι εἶχε κυλισθῆ μακρὰν ἀπὸ τὸ μνημεῖον ἡ πέτρα. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους αὐτά, διότι ἡ πέτρα αὐτὴ ἦτο πολὺ μεγάλη καὶ δὲν ἦτο εὔκολον νὰ ἀποκυλισθῇ. 6 Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε· Μὴ ἐκπλήττεσθε καὶ μὴ φοβεῖσθε. Ἠξεύρω ποῖον ζητάτε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦν τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον. Ἀνεστήθη. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Ἰδού, εἶναι ἀδειανὸ τὸ μέρος, ὅπου τὸν ἔβαλαν. 7 Ἀλλὰ πηγαίνετε, εἴπατε εἰς τοὺς μαθητάς του καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τὸν Πέτρον, ποὺ ἔχει ἀνάγκην παρηγορίας καὶ βεβαιώσεως ὅτι συνεχωρήθη διὰ τὴν ἄρνησίν του, ὅτι πηγαίνει προτήτερα ἀπὸ σᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἰδῆτε, καθὼς σᾶς εἶπε, προτοῦ νὰ σταυρωθῇ. 8 Καὶ ἐκεῖναι, ἀφοῦ ἐβγῆκαν, ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖον. Τὰς κατεῖχε δὲ τρόμος καὶ ἦσαν ἐκστατικαί. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε εἰς κανένα, διότι ἐφοβοῦντο.

Ἦχος πλ. α´ - Ἑωθινόν Β´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 1 - 8


1 Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν. 2 Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον. 3 Και έλεγαν μεταξύ των· ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου; 4 Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος. 5 Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν. 6 Αυτός δε τους είπε· “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει. 7 Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη”. 8 Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.(Τας κατέλαβε δέος και κατάπληξις δια τον άγγελον που είδαν και προ παντός δια την ανάστασιν, που ήκουσαν).

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος