ΗΣΑΪΑΣ Μ´ 18 - 31
18 Πρὸς ποῖον σεῖς, οἱ προσκλίνοντες πρὸς τὴν εἰδωλολατρίαν, κατεστήσατε ὅμοιον τὸν Κύριον καὶ πρὸς ποῖον ὁμοίωμα παρεστήσατε αὐτὸν ὅμοιον;
19 Μήπως ὁ τεχνίτης κατεσκεύασε γλυπτὴν εἰκόνα ἢ ὁ χρυσοχόος, ἀφοῦ ἔλειωσε χρυσόν, περιεκάλυψε τὸ ξόανον τοῦτο διὰ χρυσοῦ καὶ κατεσκεύασεν οὕτω τὴν εἰκόνα ταύτην ὁμοίωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ;
20 Διότι ξύλον, ποὺ δὲν σαπίζει, εὔκολα ἐκλέγει ὁ γλύπτης τοῦ ξύλου καὶ μετὰ τέχνης πολλῆς ζητεῖ, πῶς θὰ χαράξῃ μόνιμον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς θὰ τὴν στερεώσῃ ἔπειτα διὰ νὰ μὴ κινῆται.
21 Δὲν θὰ λάβετε τὴν ἀληθῆ περὶ Θεοῦ γνῶσιν; Δὲν θὰ ἀκούσετε, ὦ τυφλοὶ καὶ κωφοὶ εἰδωλολάτραι; Δὲν σᾶς ἀνηγγέλθη ἐξ ἀρχῆς, ἀπ’ αὐτῆς τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου; Δὲν ἐμάθατε ἀπὸ τὴν θεμελίωσιν τῆς γῆς Ποῖος τὴν ἔκαμε καὶ τὴν ἐστερέωσεν;
22 Αὐτὸς «ὁ Θεός» εἶναι Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος κατέχει τὸν κύκλον τῆς γῆς, καὶ αὐτοί, ποὺ κατοικοῦν εἰς αὐτήν, εἶναι ὡσὰν ἀκρίδες· Αὐτὸς εἶναι, ποὺ ἔστησεν ὡσὰν καμάραν τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν ἐτέντωσεν ὡσὰν σκηνὴν ἕτοιμον πρὸς κατοικίαν,
23 ὁ Ὁποῖος καθιστᾷ τοὺς ἄρχοντας χωρὶς κῦρος καὶ ἐξουσίαν, ὡσὰν νὰ μὴ ἄρχουν τίποτε, τὴν δὲ γῆν ἔκαμεν ὡσὰν νὰ μὴ ὑπάρχῃ, ὅταν θὰ θελήσῃ τοῦτο.
24 Διότι δὲν θὰ προφθάσουν οἱ ἄρχοντες νὰ φυτευθοῦν, οὔτε νὰ σπαροῦν, οὔτε νὰ ριζώσῃ καλὰ εἰς, τὴν γῆν ἡ ρίζα των· ἔπνευσε κατ’ αὐτῶν ὁ ἄνεμος τῆς δυστυχίας καὶ ἐξηράνθησαν, καὶ καταιγὶς σφοδρὰς δοκιμασίας ὡσὰν φρύγανα θὰ τοὺς καταλάβῃ καὶ θὰ τοὺς ἐξαφανίσῃ.
25 Κατόπιν λοιπὸν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα ἔχω ποιήσει καὶ διηνεκῶς ἐνεργῷ, πρὸς ποῖον μὲ παρεστήσατε ὅμοιον σεῖς, οἱ εἰδωλολάτραι, καὶ πρὸς ποῖον μὲ ἐνομίσατε ὅτι ἐξυψοῦμαι; Εἶπεν ὁ ἅγιος.
26 Σηκώσατε ὑψηλὰ τοὺς ὀφθαλμούς σας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἴδετε.Ποῖος ἐδημιούργησε καὶ ἔκαμε νὰ φαίνωνται ὅλα αὐτὰ τὰ ἄστρα; Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος βγάζει ἔξω ὡσὰν στρατιὰν μετρημένην καὶ τακτοποιημένην τὸν κόσμον τοῦτον τῶν ἀστέρων του, τοὺς ὁποίους ὅλους ὀνομαστικῶς θὰ καλέσῃ.Ἀπὸ τὴν πολλὴν δόξαν Σου καὶ χάρις εἰς τὸ κράτος τῆς δυνάμεώς Σου, Κύριε, τίποτε δὲν Σοῦ διέφυγεν, ἀλλ' ὅλα τὰ γνωρίζεις.
27 Διατὶ νὰ εἴπῃς, ὦ Ἰακώβ, καὶ διατὶ ὡμίλησας ἤδη, ὦ Ἰσραὴλ ἀπεκρύβη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ Θεοῦ ἡ δυστυχισμένη ζωή μου καὶ ἡ ταλαίπωρος μοῖρα μου, καὶ ὁ Θεός μου ἀπέφυγε νὰ μοῦ ἀποδώσῃ τὸ δίκαιον καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπ’ ἐμοῦ;
28 Καὶ τώρα δὲν ἔμαθες, παρ’ ὅλα, ὅσα ἤκουσας, Μάθε λοιπόν, ὅτι εἶναι Θεὸς αἰώνιος ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος κατεσκεύασεν ὁλόκληρον τὴν γῆν μέχρι τῶν ἐσχάτων ὁρίων αὐτῆς.Δὲν θὰ πεινάσῃ, οὔτε θὰ κοπιάσῃ, οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξεύρῃ καὶ νὰ κατανοήσῃ τις καθ' ὅλον τὸ βάθος της τὴν ἀνεξερεύνητον σοφίαν του.
29 Αὐτὸς εἶναι, ὁ Ὁποῖος δίδει εἰς τοὺς πεινῶντας δύναμιν καὶ εἰς τοὺς μὴ αἰσθανομένους ὀδύνην ἐξαποστέλλει λύπην πρὸς ἀφύπνισιν καὶ συναίσθησιν.
30 Ἐπειδὴ δὲ ἔχει τὴν δύναμιν αὐτήν, δι’ αὐτὸ νεώτεροι, ἐν ἀκμαίᾳ ἡλικίᾳ διατελοῦντες, θὰ καταβληθοῦν ὑπὸ τῆς πείνης· καὶ νεαρώτατοι καὶ σφριγῶντες θὰ καταβληθοῦν ὑπὸ τοῦ κόπου· καὶ ἐκλεκτοὶ μεταξὺ αὐτῶν θὰ γίνουν ἀνίσχυροι.
31 Αὐτοὶ ὅμως, οἱ ὁποῖοι μὲ πίστιν καὶ ὑπομονὴν ἀναμένουν τὴν ἐκπληρῶσιν τῶν ἐπαγγελιῶν τοῦ Θεοῦ, θὰ λάβουν νέαν δύναμιν, θὰ βγάλουν νέα πτερὰ ὡσὰν ἀετοί, θὰ τρέχουν καὶ δὲν θὰ καταβάλλωνται ὑπὸ τοῦ κόπου, θὰ βαδίζουν καὶ δὲν θὰ ἐξαντλοῦνται ὑπὸ τῆς πείνης.
ΓΕΝΕΣΙΣ ΙΕ´ 1 - 15
1 Έπειτα ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ Κύριος παρουσιάσθη μὲ ὀπτασίαν εἰς τὸν Ἅβραμ, ὅταν ὁ Πατριάρχης ἦταν ξύπνιος, καὶ τοῦ εἶπε· «μὴ φοβῆσαι, Ἅβραμ· ἐγὼ θὰ εἶμαι ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ ὁ προστάτης σου· ἡ ἀμοιβή, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ σὲ βραβεύσω, θὰ εἶναι καταληκτικὰ μεγάλη».
2 Εἰς τὴν βεβαίωσιν αὐτὴν τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅβραμ ἀπάντησε· «Δεσπότα Κύριε, τὶ θὰ μοῦ δώσης; Τί νὰ κάμω τὴν μεγάλην ἀμοιβήν; Διότι νά· ἐγὼ ἔφθασα εἰς βαθὺ γῆρας καὶ τώρα προχωρῶ διὰ νὰ ἀποθάνω ἄτεκνος· κληρονόμος μου δὲ εἶναι ὁ Ἐλιέζερ, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν Δαμασκόν, ὁ ὁποῖος εἶναι υἱὸς τῆς δούλης μου Μασέκ, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὴν οἰκογένειάν μου (τὸ σπίτι μου)».
3 Καὶ εἶπε πάλιν ὁ Ἅβραμ πρὸς τὸν Θεόν· «ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἔδωσες εἰς ἑμὲ ἀπόγονον, δι’ αὐτὸ θὰ μὲ κληρονομήσῃ ὁ δοῦλος μου Ἐλιέζερ, ὁ υἱὸς τῆς δούλης μου, ποὺ ἐγεννήθη εἰς τὸν οἶκόν μου».
4 Ἀλλ’ εὐθὺς ἀμέσως ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπηυθύνετο πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ ἔλεγεν· «ὄχι! δὲν πρόκειται νὰ σὲ κληρονομήσῃ αὐτός, ὁ δοῦλος σου Ἐλιέζερ· ἀλλὰ θὰ σὲ κληρονομήσῃ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ γεννηθῇ ἀπὸ σὲ τὸν ἴδιον».
5 Ἔπειτα ὁ Θεός, διὰ νὰ αὐξήσῃ τὸ μέγεθος τῆς ἐπαγγελίας, ὥστε ὁ Πατριάρχης νὰ ἀνακτήσῃ πλήρως τὸ θάρρος του, ὡδήγησε τὸν Ἅβραμ ἔξω ἀπὸ τὴν σκηνήν του καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκωσε λοιπὸν ὑψηλὰ τὸ βλέμμα σου εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μέτρησε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, ἐὰν ἠμπορῇς ποτὲ νὰ τὰ ἀριθμήσῃς». Καὶ ἐπρόσθεσεν ὁ Κυριος· «τόσον πολλοί, τόσον ἀναρίθμητοι θὰ εἶναι οἱ ἀπόγονοί σου».
6 Καὶ ὁ Ἅβραμ ἐπίστευσεν ἀπολύτως, χωρὶς κανένα δισταγμὸν εἰς ὅ,τι τοῦ ὑπεσχέθη ὁ παντοδύναμος Θεὸς τῆς ἀληθείας καὶ ἡ πίστις αὐτὴ ἐλογαριάσθη εἰς αὐτὸν ὡσὰν μεγάλη ἀρετή, ὡς τὸ κεφάλαιον ὅλων τῶν ἀρετῶν, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τὸν δικαιώσῃ.
7 Ὁ δὲ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Ἅβραμ· «ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἔβγαλα ἀπὸ τὴν πατρίδα σου, τὴν Οὒρ τῶν Χαλδαίων· ἐγὼ εἶμαι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ δώσω ὡς κληρονομίαν τὴν χώραν αὐτήν».
8 Ὁ Ἅβραμ, ὅχι διότι ἀπιστοῦσε, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐγήρασε καὶ ἀκόμη μετεκινεῖτο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ἤθελε νὰ ἔχῃ κάποιο πειστικώτερον σημεΐον, ποὺ νὰ δυναμώσῃ περισσότερον τὴν πίστιν του. Διὰ τοῦτο εἰς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀπάντησε· «Δεσπότα Κύριε, πῶς θὰ γνωρίσω καὶ πῶς θὰ πληροφορηθῶ ὅτι θὰ κληρονομήσω τὴν χώραν αὐτήν;».
9 Τότε ὁ ἀγαθὸς Θεός, φερόμενος μὲ συγκατάβασιν πρὸς τὸν δοῦλον του, τοῦ εἶπε· «πάρε δι’ ἐμὲ καὶ φέρε μίαν δάμαλιν τριῶν ἐτῶν καὶ μίαν αἶγα (γίδα) ἐπίσης τριῶν ἐτῶν καὶ κριάρι ὁμοίως τριῶν ἐτῶν, δηλαδὴ ζῶα ἄρτια, ὥριμα καὶ τελείως ἀνεπτυγμένα, καὶ ἕνα τρυγόνι καὶ ἕνα περιστέρι».
10 Ὁ Ἅβραμ ἐπῆρε τὰ τρία αὐτὰ ζῶα καὶ ἔκοψε τὸ καθένα εἰς δύο κομμάτια καὶ ἔβαλε τὰ κομμάτια τὸ ἕνα ἀπέναντι τοῦ ἄλλου. Τὰ δύο πτηνὰ ὅμως δὲν τὰ ἐμοίρασεν εἰς δύο κομμάτια.
11 Εἰς τὰ κομματιασμένα ζῶα ἐπέπεσαν τὰ ἁρπακτικὰ ὄρνεα, οἱ γύπες, ὁ Ἅβραμ ὅμως ἐκάθησε κοντὰ εἰς αὐτὰ διὰ νὰ διώχν·ῃ μακρυὰ τὰ ὄρνεα καὶ τοὺς γῦπες.
12 Καὶ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλευμα ὁ Ἅβραμ ἔπεσεν εἰς ἔκστασιν· δηλαδὴ ἐνῷ οἰ σωματικές του δυνάμεις ἀδρανοῦσαν, ἡ ψυχή του ἦταν ἐλεύθερη, διατηροῦσε πλήρη αὐτοσυνειδησίαν καὶ ὁ Ἅβραμ εἶχε συνείδησιν τῶν ὅσων συνέβαιναν καὶ ὅσων τοῦ ἀπεκάλυπτε ὁ Θεός· ταυτοχρόνως τὸν ἐκυρίευσε μεγάλος καὶ σκοτεινὸς φόβος.
13 Καὶ ἐνῷ ὁ Ἅβραμ ἐδοκίμασε κατάπληξιν καὶ ἐτάραξε τὴν σκέψιν του ὁ φόβος καὶ ἡ ἔκστασις, ποὺ τὸν ἐκυρίευσε, ἄκουσε φωνήν, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: Εἶπες, πῶς θὰ γνωρίσω; Καὶ ἠθέλησες να ἔχῃς κάποιαν σαφεστέραν ἀπόδειξιν διὰ τὸ πῶς πρόκειται νὰ κληρονομήσῃς τὴν χώραν αὐτήν; Νά, σοῦ δίδω τώρα ἀπόδειξιν· «μάθε λοιπὸν πολὺ καλά, ὅτι οἰ ἀπόγονοί σου θὰ ζήσουν ὡς προσωρινοὶ κάτοικοι εἰς ξένην χώραν, τῆς ὁποίας οἰ μόνιμοι κάτοικοι θὰ τοὺς ἔχουν ὡς δούλους, θὰ τοὺς κακομεταχειρισθοῦν καὶ θὰ τοὺς ἐξευτελίζουν ἐπὶ τετρακόσια χρόνια.
14 Τὸ ἔθνος ὅμως, εἰς τὸ ὁποῖον θὰ γίνουν οἱ ἀπόγονοί σου δοῦλοι, θὰ τὸ τιμωρήσω ἐγώ· ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴν μακρὰν αὐτὴν δοκιμασίαν καὶ τὴν τιμωρίαν τοῦ ξένου ἔθνους οἱ ἀπόγονοί σου θὰ φύγουν ἀπὸ τὴν χώραν ἐκείνην καὶ θὰ ἐλθουν ἐδῶ εἰς τὴν Χαναὰν μὲ πολλὰ ὑπάρχοντα καὶ πολὺν πλοῦτον.
15 Σὺ δέ, ὅταν ἀποθάνῃς, θὰ μεταβῇς πρὸς τοὺς προπάτορές σου μὲ θάνατον εἰρηνικόν, ἀφοῦ φθάσῃς εἰς βαθεῖα καὶ εὐτυχισμένα γεράματα.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΕ´ 7 - 19
7 Τὰ χείλη τῶν σοφῶν καὶ συνετῶν ἀνθρώπων ἔχουν δεθῆ καὶ ταυτισθῆ μὲ τὴν διάκρισιν τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, τὴν ὁποίαν χαρίζει ἡ γνῶσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ λέγουν τὰ πρέποντα καὶ συμφέροντα. Αἱ καρδίαι ὅμως τῶν ἀφρόνων δὲν ἔχουν ἀσφαλὲς στήριγμα καὶ δι’ αὐτὸ ὀλισθαίνουν εἰς λόγους ἀπερισκέπτους καὶ ἐπιβλαβεῖς.
8 Αἱ θυσίαι τῶν ἀσεβῶν, καὶ ἂν ἀκόμη εἶναι πολλαὶ καὶ πολυέξοδοι, εἶναι ἀηδεῖς εἰς τὸν Θεόν, ἐνῷ αἱ ταπειναὶ προσευχαὶ ἐκείνων, ποὺ συμπεριφέρονται εὐθέως καὶ εὐλαβῶς, γίνονται εὐμενῶς δεκταὶ ἀπὸ τὸν Κύριον.
9 Εἶναι βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ τρόπος τῆς ζωῆς καὶ αἱ ἐπιδιώξεις τοῦ ἀσεβοῦς, ἐνῷ ἐξ ἀντιθέτου ὁ Θεὸς ἀγαπᾷ ἐκείνους, ποὺ ἀγωνίζονται καὶ ἐπιδιώκουν νὰ ζήσουν μὲ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν.
10 Ἡ κατὰ Θεὸν μόρφωσις τοῦ ἐναρέτου καὶ ἀπονηρεύτου γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς περαστικοὺς διαβάτας. Ἐξ ἀντιθέτου, ὅσοι ἀποστρέφονται τὴν παιδαγωγοῦσαν θείαν διδασκαλίαν, ἀποθνήσκουν μὲ θάνατον αἰσχρὸν καὶ ἀπαίσιον.
11 Ὁ σκοτεινὸς ᾅδῃς καὶ ὁ τάφος εἶναι ὁλοφάνερα εἰς τὸν παντογνώστην καὶ παντεπόπτην Κύριον πῶς ὄχι καὶ τὸ ἐσωτερικὸν περιεχόμενον τῶν ἀνθρώπων;
12 Ὁ ἀνεπίδεκτος ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς μορφώσεως ἄνθρωπος δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀγαπήσῃ ἐκείνους, ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὸν συμβουλεύσουν καὶ νὰ τὸν διορθώσουν· ὁ ἴδιος ποτε δὲν θὰ συναναστραφῇ μὲ σοφοὺς καὶ ἐναρέτους ἀνθρώπους.
13 Ὅταν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου χαίρῃ καὶ εὐφραίνεται, τότε τὸ πρόσωπον, ὡς καθρέπτης τῆς ψυχῆς, παρουσιάζεται θαλερὸν καὶ χαρούμενον· ὅταν ὅμως ἡ καρδία λυπῆται καὶ θλίβεται, τὸ πρόσωπον ἐμφανίζεται βαρύ, λυπημένον καὶ σκυθρωπόν.
14 Ἡ καλὴ καὶ φρόνιμος καρδία ἐπιθυμεῖ να ἀκούῃ μέχρι γήρατος τὴν θείαν διδασκαλίαν καὶ νὰ μαθητεύῃ πάντοτε διὰ νὰ ἔχῃ φωτισμένον τὸ ἠθικὸν αἰσθητήριον· ἐνῷ τὸ στόμα τῶν ἀμορφώτων καὶ ἀξέστων πνευματικῶς θὰ γνωρίσῃ πολλὰς θλίψεις.
15 Οἱ κακοὶ ἄνθρωποι, λόγῳ τῆς ἀνησυχίας τῆς συνειδήσεώς των, ζοῦν συχνὰ ἐν ταραχῇ, διότι περιμένουν πάντοτε τὸ κακὸν καὶ τὴν συμφοράν, ἐνῷ οἱ ἀγαθοὶ εἶναι πάντοτε εἰρηνικοὶ καὶ ἥσυχοι.
16 Εἶναι προτιμότερον νὰ ἔχῃ κανεὶς μικρὰν περιουσίαν συνοδευομένην μὲ φόβον Θεοῦ, παρὰ νὰ ἔχῃ πολλοὺς καὶ μεγάλους θησαυροὺς συναχθέντας μὲ ἀθεοφοβίαν καὶ μέσα ἄδικα καὶ παράνομα.
17 Εἶναι προτιμοτέρα ἠ πτωχικὴ μόνον μὲ λάχανα φιλοξενία, ἀλλὰ μέσα εἰς φιλικὴν καὶ εὐχάριστον ἀτμόσφαιραν, παρὰ φιλοξενία μὲ ποικίλα καὶ πλούσια φαγητὰ ἀπὸ κρέας μόσχου εἰς ἀτμόσφαιραν ἐχθρικήν.
18 Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος προκαλεῖ διαρκῶς φιλονικίας καὶ ταραχάς, ἐνῷ ὁ μακρόθυμος, πρᾶος καὶ ὑπομονητικὸς προλαμβάνει καὶ κατευνάζει καὶ αὐτὴν ἀκομη τὴν φιλονικίαν, ποὺ πρόκειται νὰ ξεσπάσῃ. 18α Ὁ ὑποχωρητικὸς ἄνθρωπος θὰ κατασβέσῃ διαμάχας καὶ θὰ προλάβῃ δικαστικοὺς ἀγῶνας, ὁ ἀσεβὴς ὅμως καὶ εὐερέθιστος θὰ δημιουργῇ ὁλονὲν καὶ περισσοτέρας.
19 Οἱ δρόμοι καὶ ἡ πορεία τῆς ζωῆς τῶν ὀκνηρῶν εἶναι στρωμένοι μὲ ἀγκάθια, ἐνῷ οἱ δρόμοι τῶν φιλοπόνων καὶ ἐργατικῶν εἶναι ὁμαλοὶ καὶ εὔκολοι.