ΗΣΑΪΑΣ ΚϚ´ 21 - 21
21 Διότι ἰδοὺ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν ἅγιον θρόνον του ἐπιφέρει τὴν ὀργὴν κατὰ τῶν κατοικούντων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ θὰ ξεσκεπάσῃ ἡ γῆ τὸ αἷμα της, ποὺ ἔχει καταπίει, καὶ δὲν θὰ σκεπάσῃ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐφονεύθησαν ἐπ’ αὐτῆς καὶ κατεκρύβησαν εἰς τὰ χώματά της.
ΗΣΑΪΑΣ ΚΖ´ 1 - 9
1 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐπιφέρῃ ὁ Θεὸς τὴν μάχαιραν τὴν ἁγίαν, τὴν κολάζουσαν πᾶν βδελυρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ οὖσαν μεγάλην καὶ ἰσχυρὰν καὶ ἀκαταγώνιστον κατὰ τοῦ συμβολίζοντος τὴν ἀντίθεον δύναμιν δράκοντος, τοῦ ὄφεως, ὁ ὁποῖος φεύγει γρήγορα· κατὰ τοῦ δράκοντος, τοῦ ὄφεως τοῦ πανούργου καὶ διεστραμμένου, καὶ θὰ φονεύσῃ τὸν δράκοντα.
2 Κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ λεχθῇ: Ἄμπελος καλή! Εἶναι ἐπιθυμητὸν ἀπὸ αὐτὴν νὰ ἀρχίσωμεν τὸν ὕμνον.
3 Ἑγὼ εἶμαι πόλις ὀχυρά, καυχᾶται ἡ Βαβυλών.Καὶ ὅμως εἶμαι πόλις, ἥτις πολιορκεῖται ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν.Ματαίως θὰ ποτίζω αὐτήν, κράζει ὁ ἐγγὺς αὐτῆς ποταμός· διότι θὰ κυριευθῇ ἐν καιρῷ νυκτός, ἐν καιρῷ δὲ ἡμέρας θὰ πέσῃ τὸ τεῖχος της.
4 Δὲν ὑπάρχει βοήθεια καὶ δύναμις, ἡ ὁποία δὲν ἐπροστάτευσεν αὐτήν.Καὶ ὅμως ἔπεσε.Ποῖος θὰ μὲ θέσῃ νὰ φυλάττω καλαμιὰν εἰς τὴν πεδιάδα; Προτιμῶ τοῦτο ἀπὸ τοῦ νὰ φρουρῷ τὴν ὀχυρὰν αὐτὴν πόλιν.Διὰ τὴν ἐχθρότητα ταύτην πρὸς ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος, κατέστρεψα αὐτήν.Λοιπὸν δι’ αὐτό, ἤτοι διὰ τὴν ἐχθρότητή της, ἔκαμεν ὁ Κύριος ὅλα, ὅσα διέταξεν.Ἔχω κατακαῇ,
5 θὰ φωνάξουν δυνατὰ οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτήν.Ἂς κάμωμεν εἰρήνην μετ’ αὐτοῦ, ἂς συνάψωμεν εἰρήνην.
6 Κατὰ τὰς ἐπερχομένας γενεᾶς ἀπόγονοι τοῦ Ἰακὼβ θὰ πετάξουν βλαστοὺς καὶ θὰ ἀνθήσῃ δαψιλῶς ὁ νέος Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, καὶ θὰ γεμίσῃ ἡ οἰκουμένη ὁλόκληρος ἀπὸ τὸν πνευματικὸν καρπόν του.
7 Μήπως ὅπως ὁ ἐχθρὸς ἐπάταξε τὸν Ἰσραήλ, τόσον μόνον καὶ αὐτὸς θὰ πληγῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὅπως αὐτὸς κατέσφαξεν, ἔτσι θὰ κατασφαγῇ; Ὄχι· αὐτὸς θὰ πληγῇ καὶ θὰ σφαγῇ μέχρι πλήρους ἐξοντώσεως.
8 Καταπολεμῶν καὶ παραδίδων εἰς ὄνειδος τὸν ἀπειθήσαντα Ἰσραήλ, ὁ Κύριος θὰ τοὺς ἐξαποστείλῃ εἰς ἐξορίαν.Δὲν ἦσουν Σύ, Κύριε, ὁ ὁποῖος μετὰ σκέψεως καὶ εὐσπλάγχνου ἀποφάσεως ἐμελέτας μὲ τὴν βιαίαν καὶ καταστρεπτικὴν πνοήν σου νὰ τοὺς φονεύσῃς ἐν δικαίῳ ἐκρήξει θυμοῦ;
9 Διότι δὲ θὰ ὑποστῇ τὴν τιμωρίαν αὐτὴν ὁ Ἰακώβ, δι’ αὐτὸ θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ παρανομία του· καὶ ὅταν θὰ ἐξαλείψω τὴν ἁμαρτίαν του, τοῦτο θὰ εἶναι ἡ εὐλογία του, ὅταν δηλαδὴ θέσουν ὅλους τοὺς λίθους τῶν βωμῶν κατακομμένους καὶ τριμμένους σὰν σκόνην λεπτήν· καὶ θὰ μείνουν τὰ δένδρα τῶν ἱερῶν ἀλσῶν των, καὶ τὰ εἴδωλά των θὰ κατακοποῦν τελείως καὶ θὰ καταστραφοῦν μακράν, ὡσὰν νὰ ἦτο πυκνὸν δάσος μακρινόν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Θ´ 18 - 29
18 Οἱ δὲ υἱοὶ τοῦ Νῶε, ποὺ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν κιβωτόν, ἦσαν ὁ Σήμ, ὁ Χὰμ καὶ ὁ Ἰἀφεθ. Ὁ Χὰμ ἦταν γενάρχης καὶ πρόγονος τῶν Χαναναίων.
19 Αὐτοί οἰ τρεῖς ἦσαν οἱ υἱοὶ τοῦ Νῶε· ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἐγεννήθησαν καὶ διεσκορπίσθησαν οἱ ἄνθρωποι εἱς ὅλην τὴν γῆν.
20 Καὶ ὁ Νῶε, ποὺ ἦταν γεωργός, ἄρχισε τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπέλι.
21 Καὶ ἤπιεν ἀπὸ τὸ κρασὶ τοῦ ἀμπελιοῦ καὶ ἐμέθυσεν· ἐπανω εἰς τὸ μεθύσι τοῦ ἔβγαλε ὅλα τὰ ροῦχα του καὶ ἐγυμνώθη μέσα εἰς τὸ σπίτι του.
22 Καὶ ὁ Χάμ, ὁ γενάρχης τῶν Χαναναίων, εἶδε τὴν γύμνωσιν τοῦ πατέρα του καὶ δὲν ἐντράπη· ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἔτρεξε καὶ ἐγνωστοποίησε τὸ γεγονὸς μὲ τρόπον χλευαστικὸν εἰς τοὺς ἄλλους δύο ἀδελφούς του, τὸν Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ, ποὺ εὑρίσκοντο ἔξω.
23 Ἀλλὰ ὁ Σὴμ καὶ ὁ Ἰάφεθ, ἀφοῦ ἐπῆραν τὸν χιτῶνα τοῦ πατέρα των, τὸν ἄπλωσαν ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους των καὶ βαδίζοντες πρὸς τὰ πίσω, ἐπλησίασαν τὸν πατέρα των καὶ ἐσκέπασαν τὴν γύμνωσίν του· καὶ τὸ πρόσωπόν των τὸ εἶχαν στραμμένον πρὸς τὴν ἀντίθετον κατεύθυνσιν καὶ ἔτσι αὐτοί οἰ δύο δὲν εἶδαν καθόλου τὴν γύμνωσιν τοῦ πατέρα των.
24 Ἀνέκτησε δὲ ὁ Νῶε τὴν πνευματικήν του διαύγειαν καὶ συνῆλθεν ἀπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ κρασιοῦ καὶ ἔμαθεν ὅσα τοῦ ἔκαμε τὸ νεώτερον παιδί του, ὁ Χάμ.
25 Ὅταν ὁ Νῶε ἔμαθε τὴν ἀσεβῆ καὶ ὑβριστικὴν συμπεριφορὰν τοῦ Χάμ, εἶπε· «καταράμενος θὰ εἶναι ὁ Χαναάν, ὁ υἱὸς τοῦ Χάμ· δοῦλος θὰ εἶναι εἰς τοὺς ἀδελφούς του».
26 Καὶ ἐπρόσθεσεν: «Ἂς εἶναι εὐλογημένος ὁ παντοδύναμος Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ, καὶ ὁ Χαναὰν θὰ εἶναι δοῦλος τοῦ Σήμ.
27 Ἂς μεγαλώσῃ, ἂς πληθύνῃ καὶ ἂς αὐξήσῃ ὁ Θεὸς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰάφεθ καὶ ἂς κατοικήσουν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰάφεθ εἰς τὶς χῶρες καὶ τὶς περιοχὲς τοῦ Σὴμ καὶ ἂς γίνῃ ὁ Χαναὰν καὶ οἱ ἀπόγονοί του δοῦλοι των».
28 Ἔζησε δὲ ὁ Νῶε μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τριακόσια πενήντα ἔτη.
29 Συνεπῶς ὅλες οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς τοῦ Νῶε, τὶς ὁποῖες ἔζησεν εἰς τὴν γῆν, ἔφθασαν συνολικῶς τὰ ἐννιακόσια πενήντα ἔτη καὶ ἔπειτα ἀπέθανεν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ι´ 1 - 1
1 Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀπόγονοι τῶν τριῶν υἱῶν τοῦ Νῶε, δηλαδὴ τοῦ Σήμ, Χὰμ καὶ Ἰάφεθ· ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς ἐγεννήθησαν υἱοὶ μετὰ τὸν κατακλυσμόν.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΒ´ 23 - 28
23 Ὁ συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι ὡσὰν κάθισμα καὶ θρόνος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀναπαύεται ἡ διάκρισις καὶ ἡ ὀρθὴ ἀντίληψις τῶν πραγμάτων, ἐνῷ ἡ καρδία τῶν ἀφρόνων θὰ συναντήσῃ κατάρας.
24 Τὰ χέρια τῶν ἐργατικῶν εὔκολα θὰ κυριαρχήσουν ἐπὶ τῶν ἄλλων, ἐνῷ οἱ ὀκνηροὶ καὶ διὰ δολιότητος πολιτευόμενοι θὰ αἰχμαλωτισθοῦν καὶ θὰ ὑποδουλωθοῦν.
25 Λόγος ἀπειλητικὸς καὶ εἰδήσεις θλιβεραὶ ταράσσουν καὶ συγκινοῦν τὴν καρδίαν τοῦ καλοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ αἱ καλαὶ ἀγγελίαι, ὅπως καὶ αἱ θεῖαι ἐπαγγελίαι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τὸν εὐφραίνουν.
26 Ὁ γνωστικὸς καὶ συνετὸς ἄνθρωπος τὸν ἑαυτόν του πρωτίστως θὰ ὠφελῇ καὶ θὰ ἀγαπᾷ, ἐνῷ αἱ γνῶμαι καὶ τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν εἶναι ξένα πρὸς τὴν ἐπιείκειαν. Ἐκείνους ποὺ ἁμαρτάνουν καὶ δὲν μετανοοῦν, θὰ τοὺς καταδιώξουν κατὰ πόδας δεινά, θλίψεις καὶ τιμωρίαι. Ὁ δρόμος δὲ τῶν, ἀσεβῶν θὰ τοὺς ἀποπλανήσῃ καὶ θὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς κρημνόν.
27 Δὲν θὰ ἐπιτύχῃ εἰς τὰς ἐπιδιώξεις καὶ τὸ κυνήγιόν του ὁ πανοῦργος καὶ δόλιος ἄνθρωπος. Πολύτιμον δὲ ἀπόκτημα εἰς τὸν ἄνθρωπον εἶναι τὸ νὰ εἶναι ὅσιος, καθαρὸς καὶ ἁγνός.
28 Εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς, οἱ ὁποῖοι φαίνονται στενοὶ καὶ δύσκολοι, ὑπάρχει ζωή, ἐνῷ οἱ δρόμοι τῶν μνησικάκων καὶ ἐκδικητικῶν ἀνθρώπων ὁδηγοῦν εἰς θάνατον.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΓ´ 1 - 9
1 Τὸ ἔξυπνον καὶ φρόνιμον παιδὶ ὑπακούει εἰς τὸν πατέρα του, ἐνῷ τὸ ἀνόητον καὶ ἀνυπάκουον βαδίζει πρὸς τὴν καταστροφήν.
2 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος θὰ τρώγῃ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ ἀπέκτησε μὲ δικαιοσύνην, ἐνῷ ἡ ζωὴ τῶν παρανόμων θὰ καταλήξῃ πρόωρα εἰς θάνατον καὶ ἀπώλειαν.
3 Ὅποιος προσέχει εἰς τὸ στόμα του τί θὰ εἴπῃ, προφυλάσσει τὴν ψυχήν του ἀπὸ πολλοὺς πειρασμούς, ἐνῷ ὁ προπετὴς καὶ ἐπιπόλαιος εἰς τὰ χείλη του θὰ δημιουργήσῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του φόβους, πειρασμοὺς καὶ πικρίας.
4 Κάθε ἔεργος καὶ τεμπέλης ἔχει ἐπιθυμίας κακὰς παντὸς εἴδους, ἐνῷ τὰ χέρια τῶν ἐργατικῶν καὶ τιμίων ἐργάζονται ἐπιμελῶς, ὁ δὲ νοῦς καὶ ἡ καρδία των δὲν τρέχει εἰς τὰ ἄτοπα καὶ μάταια.
5 Ὁ δίκαιος μισεῖ καὶ ἀποστρέφεται κάθε λόγον, ποὺ διαπνέεται ἀπὸ ἀδικίαν. Ὁ ἀσεβὴς δὲ σκέπτεται καὶ ἐργάζεται ἔργα ἐντροπῆς καὶ καταισχύνῃς. Δὲν θὰ ἔχῃ δὲ τὸ θάρρος νὰ τὰ φανερώσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώποιις, οὔτε νὰ ἀντικρύσῃ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ μετὰ παρρησίας.
6 Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ματαιόδοξοι, ποὺ ἐμφανίζουν τὸν ἑαυτόν τοὺς πλούσιον, χωρὶς νὰ ἔχουν τίποτε. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι, πού, ἐνῷ ἔχουν πλοῦτον πολύν, ταπεινοφρονοῦν, ὅπως ὁ δίκαιος Ἀβραάμ.
7 Ὁ πλοῦτος ὠφελεῖ τὸν πλούσιον, ὅταν πρόκειται νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν ζωήν του ἀπὸ λῃστάς, δίδων εἰς αὐτοὺς λύτρα ἀπὸ τὸν πλοῦτον του· ὁ πτωχὸς ὅμως δὲν πρόκειται νὰ δοκιμάσῃ τοιούτου εἴδους ἀπειλήν, διότι οἱ λῃσταὶ οὐδέποτε ἀπειλοῦν ἢ ἐπιβουλεύονται αὐτόν, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τίποτε.
8 Τὸ φῶς τῆς παρηγορίας, τῆς ἐλπίδος καὶ τῆς ἐναρέτου ζωῆς, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεόν, ὑπάρχει πάντοτε εἰς τοὺς δικαίους, ἐνῷ τὸ φῶς τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸ ὁποῖον πηγάζει ἀπὸ τὴν ματαιότητα καὶ τὴν ἀσέβειαν, σβήνεται καὶ χάνεται.
9α Ψυχαὶ δόλιαι καὶ πονηραὶ ζοῦν μὲ τὰς ἁμαρτίας των εἰς τὴν πλάνην, ἀνίκανοι νὰ σωθοῦν ἐνῷ οἰ δίκαιοι, ὄχι μόνον σῴζονται οἱ ἴδιοι, ἀλλ’ ἐλεοῦν καὶ συμπαθοῦν καὶ τοὺς ἄλλους.
9 Ὁ κακὸς διαπράττει τὸ κακὸν μὲ ὑπερηφάνειαν καὶ θράσος καὶ μένει ἀμετανόητος καὶ πωρωμένος· ὅσοι ὅμως ἔχουν αὐτογνωσίαν καὶ εἶναι ταπεινοί, αὐτοὶ εἶναι πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ σοφοί.