ΗΣΑΪΑΣ ΙΔ´ 24 - 32
24 Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων: Ὅπως ἔχω εἴπει, ἔτσι θὰ γίνῃ, καὶ ὅπως ἔχω ἀποφασίσει, ἔτσι καὶ θὰ μείνῃ ἀμετάκλητος ἡ ἀπόφασίς μου
25 νὰ ἐξοντώσω τοὺς Ἀσσυρίους ἀπὸ τὴν χώραν τὴν κατ' ἐξοχὴν ἰδικήν μου, τὴν Παλαιστίνην δηλαδή, καὶ ἀπὸ τὰ βουνὰ τὰ ἰδικά μου· καὶ θὰ εἶναι οὗτος εἰς καταπάτημα αὐτῶν ποὺ θὰ τοὺς νικήσουν· καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τὸν λαόν μου ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας των, καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ τοὺς ὤμους των τὸ ὄνειδος των, ποὺ ὡς ἀλλο βαρὺ φορτίον τοὺς πιέζει.
26 Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπόφασις, τὴν ὁποίαν ἔχει ἀποφασίσει ὁ Κύριος δι' ὅλην τὴν οἰκουμένην, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ χείρ, ποὺ εἶναι ὑψωμένη πολὺ ὑψηλὰ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ ἔθνη.
27 Ἀσφαλῶς θὰ πραγματοποιηθῇ ἡ ἀπόφασις αὐτή.Διότι ἐκεῖνα, ποὺ ὁ ἅγιος Θεὸς ἔχει ἀποφασίσει, ποῖος θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ τὰ ματαιώσῃ; Καὶ τὴν χεῖρα Του, ποὺ εἶναι πολὺ ὑψηλὰ σηκωμένη, ποῖος θὰ τὴν στρέψῃ ἀλλοῦ;
28 Κατὰ τὸ ἔτος, κατὰ τὸ ὁποῖον ἀπέθανεν ὁ βασιλεὺς Ἄχαζ, ἔγινεν ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος.
29 Μὴ εὐφραίνεσθε, ὅλοι οἱ Φιλισταίοι, διότι συνετρίβη ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας τοῦ Ἄχαζ, ὁ ὁποῖος σᾶς ἐκτύπα καὶ σᾶς κατενίκα· διότι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ μονάρχου αὐτοῦ, ποὺ ἦτο διὰ σᾶς ὄφις φαρμακερός, θὰ βγοῦν τέκνα ὅμοια πρὸς τὰ δηλητηριώδη σαϊτόφιδα, καὶ οἱ ἀπόγονοί των θὰ γεννηθοῦν χειρότεροι, ὅμοιοι πρὸς φίδια ποὺ πετοῦν.
30 Καὶ θὰ διατραφοῦν οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοὶ δι’ αὐτοῦ, ὡς ἀγαθοῦ καὶ προνοητικοῦ τούτων Ποιμένος, αὐτοὶ δὲ οἱ πτωχοὶ καὶ ταπεινοί, μὴ παρασυρόμενοι εἰς πολεμικὰς ἐπιχειρήσεις, θὰ ἀπολαύσουν τὰ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης· σοῦ δέ, ὦ Φιλισταῖε, τοὺς ἀπογόνους θὰ ἐξοντώσῃ ὁ Κύριος διὰ πείνης, καὶ κάθε τι, ποὺ θὰ περισωθῇ ἀπὸ σέ, θὰ τὸ θανατώσῃ.
31 Θρηνήσατε γοερῶς, ὦ πύλαι τῶν πόλεων, ἂς κράξουν μετὰ κλαυθμῶν αἱ τεταραγμέναι ἐκ τῆς προτέρας εἰσβολῆς πόλεις· ὅλοι οἱ Φιλισταῖοι ἂς κλαύσουν, διότι ἔρχεται ἀπὸ τὸν Βορρᾶν καπνὸς καὶ καταστροφή, καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ πλέον κανεὶς καὶ νὰ σωθῇ.
32 Καὶ τί θὰ ἀποκριθοῦν εἰς τοὺς ζητοῦντας συμμαχίαν βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν; Ὅτι ὁ Κύριος ἐθεμελίωσε τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δι’ αὐτοῦ, οὐχὶ δὲ διὰ συμμαχιῶν, θὰ σωθοῦν οἱ ταπεινοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ, οἱ ἀπ’ αὐτοῦ τὴν σωτηρίαν των ἐξαρτῶντες.
ΓΕΝΕΣΙΣ Η´ 21 - 22
21 Καὶ ὁ Θεὸς ὠσφράνθη τὴν εὐωδιάζουσαν μυρωδιὰν τῆς θυσίας· δηλαδὴ ἀπεδέχθη πλήρως τὴν θυσίαν τῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ δικαίου Νῶε. Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεός, ἀφοῦ ἐσκέφθη, ἀπεφάσισε καὶ εἶπε· «Δὲν θὰ καταρασθῶ πλέον τὴν γῆν διὰ τὰ ἁμάρτωλὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ καρδία κάθε ἀνθρώπου ρέπει μὲ πολλὴν ἐπιμέλειαν καὶ μεγάλο ἐνδιαφέρον εἰς τὰ πονηρὰ ἔργα ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια, ἀπὸ τότε ἀκόμη ποὺ δὲν ἔχει καταλάβει καλά - καλὰ τὸν ἑαυτόν του. Ποτὲ λοιπὸν πλέον εἰς τὸ μέλλον δὲν θὰ πατάξω καὶ δὲν θὰ ἑξαφανίσω κάθε ζωντανὴν ὕπαρξιν, ὅπως ἔκαμα τώρα μὲ τὸν κατακλυσμόν.
22 Ὅλες τὶς ἡμέρες, ὅσον καιρὸν θὰ ὑπάρχῃ ἡ γῆ», ὑπόσχομαι ὅτι δὲν θὰ παύσουν νὰ ὑπάρχουν ἡ τακτικὴ καὶ κανονικὴ διαδοχὴ τῶν ὡρῶν καὶ ἐποχῶν τοῦ ἔτους· «πάντοτε θὰ ὑπάρχῃ σπορὰ καὶ θερισμός, κρύον καὶ ζέστη, θέρος καὶ ἄνοιξις, ἡμέρα καὶ νύκτα»· ὁ νόμος αὐτὸς θὰ εἶναι σταθερὸς καὶ ἀμετάβλητος μέχρι τέλους τοῦ παρόντος αἰῶνος.
ΓΕΝΕΣΙΣ Θ´ 1 - 7
1 Καὶ ὁ Θεὸς ἀμείβων τὴν εὐγνωμοσύνην τοῦ δίκαιου μὲ γενναιοδωρίαν, εὐλόγησε τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του καὶ τοὺς εἶπε: (Σεῖς τὰ τέσσερα ζεύγη καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθε· με τοὺς ἀπογόνους, ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ σᾶς, γεμίσατε καὶ καλύψατε τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ κυρίαρχοι, ποὺ θὰ τὴν ὑποτάξετε.
2 Σεῖς να εἶσθε τρόμος καὶ φόβος εἰς ὅλα τὰ ἄγρια θηρία τῆς γῆς, εἰς ὅλα τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰς ὅλα, ὅσα κινοῦνται ἐπάνω εἰς τὴν ξηρὰν καὶ εἰς ὅλους τοὺς ἰχθύες τῆς θαλάσσης· ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ κυριαρχίαν σας· ἔχετε τὸ δικαίωμα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἐπάνω των.
3 Καὶ κάθε εἴδους ζῶον, ποὺ ζῇ καὶ κινεῖται, ἂς εἶναι πρὸς τροφὴν καὶ συντήρησίν σας. Σᾶς ἔχω δώσει ὅλα τὰ ζῶα νὰ τὰ τρώγετε, ὅπως σᾶς ἔδωκα καὶ τὰ λάχανα τοῦ χόρτου.
4 Ὅμως σάρκα μαζί με τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον εἶναι ἡ ἔδρα τῆς ζωῆς τοῦ ζώου, δὲν θὰ φάγετε»· διότι κύριος τῆς ζωῆς (τοῦ αἵματος) τοῦ ζώου εἶναι ὁ Θεός.
5 «Τὸ αἷμα σας εἶναι ἡ ἔδρα τῆς ζωῆς σας». Καὶ ἐπειδὴ εἶναι σκληρόν, ἄγριον καὶ ἐγκληματικὸν νὰ κατασπαράσσεται με τὰ δόντια μία ζωντανὴ ὕπαρξις καὶ νὰ καταπίνωνται ὠμὲς οἱ σάρκες, «διὰ τοῦτο θὰ ζητήσω τὸ αἷμα τὸ ἰδικόν σας ἀπὸ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία. Θὰ τιμωρήσω μὲ θάνατον κάθε θηρίον, ποὺ θὰ κατασπαράξῃ ἄνθρωπον· κάθε τέτοιο θηρίον θὰ θανατωθῇ καὶ αὐτό (εἴτε ἀπὸ ἄνθρωπον εἴτε ἀπὸ ἄλλο θηρίον εἴτε με θάνατον πρόωρον καὶ βίαιον). Ἀκόμη θὰ ζητήσω καὶ τὸ αἷμα τοῦ συνανθρώπου σας, ὁ ὁποῖος φονεύεται ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπον· θὰ τιμωρήσω μὲ θάνατον ἐκεῖνον, ποὺ τὸν ἐσκότωσε». Διὰ τὸ ζήτημα τοῦτο ὁρίζω νόμον, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖον:
6 «Ἐκεῖνος ποὺ χύνει αἷμα ἀνθρώπου, θὰ τιμωρηθῇ μὲ τὸ χύσιμον τοῦ ἰδικοῦ του αἵματος ἀπὸ ἄλλον ἄνθρωπον («ὁ φονιᾶς θὰ πάῃ σκοτωτός»), διότι ἐδημιούργησα τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα Θεοῦ (μὲ ψυχὴν λογικὴν καὶ μὲ ἐλευθέραν βούλησιν, μὲ ἱκανότητα γνωστικὴν καὶ δημιουργικὴν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλου τοῦ ὑλικοῦ κόσμου)· ὥστε κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταατρέψῃ τὴν εἰκόνα αὐτήν. Κάθε φόνος ποὺ γίνεται ἐναντίον ἀνθρώπου, προσβάλλει καὶ τὸν μέγαν Θεόν, τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα.
7 Σεῖς δὲ οἱ ὀλίγοι, οἱ ὀκτὼ ἄνθρωποι, καρποφορεῖτε, ἀναπαράγεσθε καὶ πολλαπλασιάζεσθέ· μὲ τοὺς ἀπογόνους, ποὺ θὰ προέλθουν ἀπὸ σᾶς, γεμίσατε καὶ καλύψατε τὴν γῆν καὶ γίνετε οἱ κυρίαρχοι, ποὺ θὰ τὴν ὑποτάξετε».
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΑ´ 19 - 31
19 Τὸ ἐνάρετον παιδὶ γεννᾶται διὰ νὰ ζήσῃ πολλὰ ἔτη, αἱ ἐπιδιώξεις ὅμως τοῦ ἀσεβοῦς θὰ τὸν ὁδηγήσουν εἰς θάνατον σωματικόν, ἀλλὰ καὶ αἰώνιον.
20 Εἶναι σιχαμεροὶ εἰς τὸν Θεὸν οἱ κακοὶ δρόμοι, τοὺς ὁποίους βαδίζουν οἱ ἁμαρτωλοί, ἀγαπητοὶ δὲ εἰς αὐτὸν εἶναι οἱ ἄμεμπτοι εἰς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς των.
21 Δὲν θὰ μείνῃ ἀτιμώρητος ἐκεῖνος, ποὺ θὰ βάλῃ τὸ χέρι του εἰς χεῖρας ἄλλου, διὰ να συμφωνήσῃ μαζί του πρὸς διάπραξιν ἀδικίας. Ὅποος ὅμως κατὰ τὴν ἐπίγειον ζωήν του σπείρει ἀρετήν, θὰ ἀπολαύσῃ δίκαιον καὶ ἀσφαλῆ μισθόν.
22 Καθὼς εἶναι ἀταίριαστον νὰ κρεμασθῇ τὸ σκουλαρίκι εἰς τὴν μύτην τοῦ χοίρου, ἡ ὁποία διαρκῶς ἀνακατώνει τὸν βόρβορον, ἔτσι εἶναι ἀταίριαστον καὶ τὸ σωματικὸν κάλλος εἰς τὴν δύστροπον καὶ κακοκέφαλον γυναῖκα, τῆς ὁποίας τὰ φρονήματα καὶ αἱ διαθέσεις εἶναι ἁμαρτωλά.
23 Κάθε πόθος καὶ ἐπιθυμία τῶν δικαίων εἶναι καλή, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν θὰ ἀπορριφθῇ ἀπὸ τὸν Θεόν, ἡ ἐλπὶς ὅμως τῶν ἀσεβῶν θὰ χαθῇ, μένουσα ἀνεκπλήρωτος.
24 Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ σκορπίζουν εἰς καλοὺς σκοποὺς τὰ ἀγαθά των καὶ ἔτσι τὰ πολλαπλασιάζουν μὲ τὴν εὐλογίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὑπάρχουν ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς μαζεύουν, καὶ ὅμως στεροῦνται, σὰν νὰ λιγοστεύη ὁ πλοῦτος των.
25 Ἡ ἐλεήμων καὶ γενναιόδωρος ψυχὴ ἐλεεῖ μὲ ἱλαρότητα, ἁπλότητα καὶ εὐκολίαν, ὁ θυμώδης ὅμως ἄνθρωπος ἔχει ἄσχημον καὶ ἀποκρουστικὴν συμπεριφοράν.
26 Δι’ ἐκεῖνον, ποὺ κρύπτει τὸ σιτάρι ἐν καιρῷ πείνης διὰ νὰ πλουτίσῃ, δηλαδὴ τὸν μαυραγορίτην, ὅλοι εὔχονται νὰ τοῦ τὸ λεηλατήσουν οἱ ἐχθροί, ἡ εὐλογία δὲ τοῦ Θεοῦ δίδεται πλουσία εἰς ἐκεῖνον, ποὺ δίδει καὶ εἰς τοὺς ἄλλους.
27 Ἐκεῖνος ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθόν, ἐπιδιώκει νὰ εὕρῃ πολλὴν χάριν ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐκεῖνον δέ, ποὺ ἐπιζητεῖ νὰ κάμῃ τὸ κακόν, θὰ τὸν συναντήσῃ δυστυχία.
28 Ὅποιος ἔχει τὴν ἐμπιστοσύνην καὶ τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν πλοῦτον, αὐτὸς θὰ πέσῃ, διότι στηρίζεται εἰς πρᾶγμα φθαρτὸν καὶ μάταιον, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐλεεῖ τοὺς ἀξίους ἐλεημοσύνης πτωχούς, θὰ καταστῇ λαμπρὸς καὶ περιφανής.
29 Ὅποιος δὲν καταστέκεται εἰς τὸ σπίτι του καὶ δὲν συμπεριφέρεται καλὰ πρὸς τοὺς οἰκείους του, θὰ κληρονομήσῃ ἀέρα καὶ θὰ πτωχύνῃ. Ὁ ἀσύνετος δὲ καὶ ἄμυαλος θὰ καταντήσῃ ὑπηρέτης καὶ δοῦλος τοῦ φρονίμου καὶ συνετοῦ.
30 Ἀπὸ τὰ δίκαια κέρδη φυτρώνει δένδρον ζωῆς, δηλαδὴ μακροημέρευσις, ἐνῷ αἱ ψυχαὶ τῶν παραβατῶν τοῦ θείου νόμου ἁρπάζονται προώρως.
31 Ἐὰν ὁ δίκαιος καὶ ἐνάρετος μὲ δυσκολίαν σώζεται, διότι τὰ ἔργα μας πάντοτε ὑπολείπονται ἀπὸ ὅσα μᾶς παραγγέλλει ὁ Θεός, ὁ ἀμετανόητος καὶ ἀσεβὴς ποῦ θὰ φανῇ;
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ ΙΒ´ 1 - 8
1 Εκεῖνος ποὺ ἀρέσκεται εἰς τὴν κατὰ Θεὸν παιδαγωγίαν, ἀγαπᾷ νὰ καταστῇ ἱκανὸς ὅπως διακρίνῃ τὸ καλὸν ἀπὸ τοῦ κακοῦ. Ὅποιος δὲ μισεῖ τοὺς ἐκ τῆς παιδαγωγίας τοῦ Θεοῦ ἐλέγχους, αὐτὸς εἶναι ἀνόητος καὶ ἄμυαλος.
2 Δὲν συγκρίνεται μὲ κανένα ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εὗρε χάριν καὶ ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριον, ὁ παραβάτης ὅμως τοῦ θείου νόμου θὰ λησμονηθῇ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
3 Ἀπὸ τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν παρανομίαν δὲν θὰ προκόψῃ ποτὲ ὁ ἄνθρωπος. Αἱ ρίζαι ὅμως τῶν δικαίων θὰ μείνουν ἀσάλευτοι καὶ ἀνεκρίζωτοι, μετὰ δὲ τὴν θύελλαν θὰ βλαστήσουν πάλιν. Τὸ γένος των δὲν θὰ χαθῇ.
4 Ἡ ἐργατικὴ καὶ ἀκατάβλητος εἰς ἀρετὴν σύζυγος εἶναι στέφανος δόξης διὰ τὸν σύζυγόν της. Ὅπως δὲ τὸ σκουλήκι κατατρώγει τὸ δένδρον καὶ τὸ ξηραίνει, ἔτσι καὶ ἡ κακὴ γυναῖκα μὲ τὴν διαγωγήν της καταστρέφει τὸν ἄνδρα της.
5 Αἱ σκέψεις τῶν ἐναρέτων ἀνθρώπων εἶναι πάντοτε ὀρθαὶ καὶ δίκαιαι, ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς τεχνάζονται καὶ ἐπινοοῦν σκοποὺς δολίους καὶ πονηρούς.
6 Οἱ λόγοι τῶν ἀσεβῶν εἶναι δόλιοι καὶ πονηροί. Τὸ στόμα δὲ τῶν εἰλικρινῶν καὶ εὐθέων μὲ τὴν γλῶσσαν τῆς ἀληθείας θὰ τοὺς σώσῃ ἀπὸ δολίας ἐπιβουλάς.
7 Ὅπου καὶ ἂν καταφύγῃ ὁ ἀσεβὴς κατὰ τὴν ὥραν τῆς θείας ὀργῆς, ἡ ὁποία τὸν καταδιώκει, θὰ ἀφανισθῇ, τὰ σπίτια ὅμως τῶν δικαίων παραμένουν ἀσάλευτα.
8 Τὸ στόμα τοῦ συνετοῦ καὶ φρονίμου ἀνθρώπου ἐπαινεῖται καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ κάθε σοβαρὸν καὶ φρόνιμον ἄνδρα διὰ τὰς σοφὰς συμβουλὰς ποὺ δίδει καὶ τοὺς καλοὺς λόγους ποὺ λέγει, ἐνῶ ὁ χονδροκέφαλος καὶ ἀνόητος ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλότητός του, περιφρονεῖται δι’ ὅσα θὰ εἴπῃ.