ΗΣΑΪΑΣ ΙΑ´ 10 - 16
10 Καὶ θὰ εἶναι κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὁ νεαρὸς βλαστὸς ὁ ἐκ τῆς ρίζης τοῦ Ἰεσσαί, τουτέστιν ὁ ἀπόγονος αὐτοῦ Μεσσίας, καὶ αὐτὸς θὰ ἀνυψωθῇ διὰ νὰ ἄρχῃ τῶν ἐθνῶν, καὶ εἰς αὐτὸν θὰ ἐλπίζουν τὰ ἔθνη· ἡ δὲ ἕδρα καὶ διαμονή του θὰ εἶναι ἔνδοξος καὶ τιμημένη.
11 Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ὥστε ἄλλην μίαν φορὰν νὰ φανερώσῃ ὁ Κύριος θαυματουργικῶς τὴν χεῖρα του· θὰ μεριμνήσῃ καὶ θὰ ἐκδηλώσῃ τὴν ἀγάπην του εἰς τὸ περισωθὲν ἐκ τῆς κρίσεως ὑπόλοιπον τοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖον θὰ ἐναπομείνῃ ἀπὸ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἀσσυρίων καὶ ἐν τῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ καὶ ἐν τῇ Αἰθιοπίᾳ καὶ ἐν τῇ χώρᾳ τῶν Ἐλαμιτῶν καὶ εἰς τὰς ἀνατολικὰς χώρας καὶ εἰς τὴν Ἀραβίαν.
12 Καὶ θὰ σηκώσῃ ὁ Κύριος σημαίαν εἰς τὰ ἔθνη καὶ θὰ συνάξῃ τοὺς χαμένους ἄνδρας τοῦ Ἰσραήλ· καὶ τοὺς διασκορπισμένους ἀνὰ τὰ ἔθνη ἄνδρας τοῦ Ἰούδα θὰ συνάξῃ ἀπὸ τὰ τέσσαρα ἄκρα τῆς γῆς.
13 Καὶ θὰ ἀφαιρεθῇ ἡ ζηλοτυπία τοῦ Ἐφραίμ, καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Ἰούδα θὰ ἐξαφανισθοῦν ὁ Ἐφραὶμ δὲν θὰ ζηλοτυπήσῃ τὸν Ἰούδαν, καὶ ὁ Ἰούδας δὲν θὰ καταπιέσῃ τὸν Ἐφραίμ.
14 Καὶ θὰ πετάξουν μὲ πλοῖα τῶν ἀλλοφύλων Φιλισταίων καὶ θὰ κατακτήσουν συγχρόνως τὴν Μεσόγειον θάλασσαν, λαφυραγωγοῦντες τοὺς ἐν ταῖς νήσοις καὶ τοῖς παραλίοις αὐτῆς κατοικοῦντας, καθὼς καὶ τοὺς ἐν ταῖς Ἀνατολικαῖς χώραις καὶ τὴν Ἰδουμαίαν· καὶ θὰ ἐπιβάλουν τὰς κατακτητικὰς χεῖρας των πρῶτον εἰς τὴν χώραν Μωάβ, οἱ δὲ Ἀμμωνῖται πρῶτοι θὰ ὑποταχθοῦν.
15 Καὶ θὰ καταστήσῃ ἔρημον ξηρὰν ὁ Κύριος τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν τῆς Αἰγύπτου καὶ θὰ ἐπιβάλῃ τὴν χεῖρα του θαυματουργικῶς ἐπὶ τὸν Εὐφράτην ποταμὸν δι’ ἀνέμου βιαίου καὶ θὰ διαιρέσῃ αὐτὸν εἰς ἑπτὰ ρυάκια, ὥστε νὰ διέρχωνται διὰ μέσου αὐτοῦ οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τὰ ὑποδήματά των.
16 Καὶ θὰ ὑπάρξῃ δίοδος εἰς τὸν περισωθέντα ὡς κατάλειμμα λαόν μου ἐν Αἰγύπτῳ.Καὶ θὰ εἶναι διὰ τὸν Ἰσραὴλ ἡ ἔξοδος διὰ τῆς διόδου ταύτης σὰν τὴν ἡμέραν, ὅταν ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου ἐλευθερωμένος ἀπὸ τὴν δουλείαν τοῦ Φαραώ.
ΗΣΑΪΑΣ ΙΒ´ 1 - 2
1 Καὶ θὰ εἴπῃς σύ, τὸ λυτρωμένον κατάλοιπον τοῦ λαοῦ μου, κατ’ ἐκείνην τὴν σωτήριον ἡμέραν: Θὰ σὲ δοξολογήσω, Κύριε, διότι ὠργίσθης ἐναντίον μου διὰ τὰς ἁμαρτίας μου, ἀλλ’ ἐσταμάτησες καὶ ἔστρεψες τὸν θυμόν σου καὶ μὲ ἠλέησες.
2 Ἰδοὺ ὁ Θεός μου εἶναι σωτήρ μου, ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπός τις.Θὰ ἔχω τὴν πεποίθησίν μου εἰς αὐτὸν καὶ θὰ σωθῶ δι’ αὐτοῦ καὶ δὲν θὰ φοβηθῶ· διότι τὸ καύχημά μου καὶ ὁ αἶνος μου εἶναι ὁ Κύριος· αὐτὸν δοξολογῶ καὶ αὐτὸς ἔγινε σωτήρ μου.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ´ 11 - 24
11 Κατὰ τὸ ἑξακοσιοστὸν ἔτος τῆς ζωῆς τοῦ Νῶε, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν 27ην ἡμέραν τοῦ δευτέρου μηνός (τοῦ πολιτικοῦ ἔτους), δηλαδὴ τὸν Νοέμβριον μῆνα· κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ὁ Κύριος διέταξε μόνον καὶ ἡ φύσις τῶν νερῶν ἐπειθάρχησεν εἰς τὸ θεῖον πρόσταγμα καὶ κατέκλυσεν ὅλον τὸν κόσμον· ἀμέσως ἔσπασαν ἀπότομα καὶ ἄνοιξαν βίαια ὅλες οἱ τεράστιες ἀποθῆκες τῶν ὑπογείων νερῶν καὶ τὰ νερὰ ἐκτινάχθηκαν μὲ ὁρμήν· ἄνοιξαν ἐπίσης οἱ ὁρμητικοὶ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ.
12 Καὶ ἔπιπτε συνεχῶς χωρὶς διακοπὴν ἡ πρωτοφανὴς καταιγιστικὴ νεροποντή, ἡ ἀνεπανάληπτος ἐκείνη καταρρακτώδης βροχὴ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἐπὶ σαράντα ἡμερόνυκτα.
13 Καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν διέταξεν ὁ Θεὸς τὸν Νῶε, εἰσῆλθαν εἰς τὴν κιβωτὸν ὁ Νῶε καί οἰ υἱοί του Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Νῶε καὶ οἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν του μαζί του.
14 Μαζί του εἰσῆλθαν ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα κατὰ τὰ εἴδη των καὶ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα κατὰ τὰ εἴδη των καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἑρπετῶν, ποὺ κινοῦνται εἰς τὴν γῆν, καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν πτηνῶν τοῦ οὐρανοῦ, κατὰ τὰ εἴδη των.
15 Ὅλα αὐτὰ εἰσῆλθαν μαζὶ μὲ τὸν Νῶε εἰς τὴν κιβωτὸν κατὰ ζεύγη· τὸ κάθε ζευγάρι ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζωντανῶν ὑπάρξεων τῆς ξηρᾶς ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἕνα θηλυκόν.
16 Καὶ τὰ εἰσερχόμενα ἀρσενικὰ καὶ θηλυκὰ ἀπὸ ὅλα τὰ ζωντανὰ ὅντα, εἰσῆλθαν ὅπως ἀκριβῶς εἶχε διατάξει ὁ Θεὸς τὸν Νῶε. Κατόπιν τούτου ὁ Θεός, δεικνύων τὸ στοργικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν εἰδικὴν φροντίδα του πρὸς τὸν Νῶε, ἔκλεισε καὶ ἀσφάλισε ἀπ' ἔξω τὴν κιβωτόν.
17 Καὶ ὁ κατακλυσμὸς ἐγίνετο ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ἀδιακόπως ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμερόνυκτα καὶ τὸ νερὸν ἐπληθύνετο καὶ ἐξωγκώνετο ὁλονὲν καὶ περισσότερον· καθὼς δὲ ἐσκέπαζε τὰ πάντα, ἀνεσήκωνε καὶ τὴν κιβωτόν, ἡ ὁποία ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν.
18 Καὶ ἐκάλυπτε τὸ νερὸν ὅλα καὶ ἐπολλαπλασιάζετο καὶ ἐπλεόναζεν ὑπερβολικὰ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ ἡ κιβωτὸς ἔπλεεν ἐπάνω εἰς τὰ ὕδατα.
19 Τὸ νερὸν δὲ ἐκυριαρχοῦσε κατὰ πολύ, μὲ μεγάλην δύναμιν καὶ ὁρμὴν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν καὶ ἐξωγκώθη καὶ ἐσκέπασεν ὅλως διόλου ὅλα τὰ ὑψηλὰ ὅρη, ποὺ ἦσαν κάτω ἀπὸ τὸν οὐράνιον θόλον.
20 Τὸ νερὸν εἶχε τόσον πολὺ αὐξηθῆ καὶ ἐπικρατήσει, ὥστε ὑψώθη δεκαπέντε πήχεις (περίπου 7 ἢ 8,5 μέτρα) πάνω ἀπὸ τὴν ὑψηλοτέραν κορυφὴν καὶ ἐσκέπασεν ἐξ ὁλοκλήρου ὅλα τὰ ὑψηλὰ ὅρη. Τοιουτοτρόπως δὲν κατεποντίσθησαν εἰς τὰ ὕδατα μόνον οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη καὶ τὰ τετράποδα καὶ τὰ ἑρπετά, ἀλλὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅσα ἄγρια θηρία καὶ ἄλογα ζῶα ἑκατοικοῦσαν εἰς τὰ ὅρη.
21 Ἐπνίγη δὲ καὶ ἀπέθανε μέσα εἰς τὰ νερὰ κάθε ζωντανὴ ὕπαρξις, ἡ ὁποῖα ἐκινεῖτο ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ὅλα τὰ πτηνὰ καὶ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ὅλα τὰ ἄγρια θηρία καὶ ὅλα τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα σύρονται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, καὶ ὅλοι οἰ ἄνθρωποι.
22 Καὶ ὅλα τὰ ζωντανὰ ὄντα, ποὺ εὑρίσκονται καὶ ἀναπνέουν ἐπάνω εἰς τὴν ξηράν, ἐπνίγησαν καὶ ἀπέθαναν.
23 Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ Θεὸς ἐξωλόθρευσε ὅλα τὰ ζωντανὰ δημιουργήματα, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν ὅλης τῆς γῆς, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μέχρι τὰ ἥμερα ζῶα καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ· ὅλα ἐξωλοθρεύθησαν καὶ ἐξηφανίσθησαν ἀπὸ τὴν γῆν· ἀπέμεινε δὲ εἰς τὴν ζωὴν μόνον ὁ Νῶε καὶ ὅσοι ἦσαν μαζί του μέσα εἰς τὴν κιβωτόν.
24 Καὶ τὸ νερὸν ἀνέβηκε καὶ ἐσκέπασε τὴν γῆν ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα ἡμέρες.
ΓΕΝΕΣΙΣ Η´ 1 - 3
1 Καὶ ἐνεθυμήθη (κατ' ἄλλην γραφὴν ἐλυπήθη καὶ εὐσπλαγχνίσθη) ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ ὅλα τὰ ἄγρια ζῶα καὶ ὅλα τὰ ἥμερα ζῶα καὶ ὅλα τὰ πτηνὰ καὶ ὅλα τὰ ἑρπετά, ποὺ κινοῦνται ὡς να σύρωνται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, δηλαδὴ ὅλα ὅσα ἦσαν μαζί μὲ τὸν Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν· καὶ ἔστειλεν ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν ἄνεμον ξηρὸν (βόρειον ἢ βορειυδυτικόν) με ἀποτέλεσμα νὰ ὑποχωρῇ καὶ νὰ ὀλιγοστεύῃ τὸ νερὸν τοῦ κατακλυσμοῦ, ποὺ ἐσκέπαζε τὴν γῆν.
2 Καὶ ὁ Κύριος διέταξε μόνον καὶ ἀμέσως ἐπωματίσθησαν, ἔκλεισαν ὅλως διόλου οἱ τεράστιες ἀποθῆκες τῶν ὑπογείων ὑδάτων καὶ οἰ ὁρμητικοὶ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ καὶ συνεκρατήθη ἡ κατακλυαμιαία βροχή, ἡ πρωτοφανὴς νεροποντὴ ποὺ ἔπιπτε ἀπὸ τὸν οὐρανόν.
3 Καὶ τὸ νερὸν ὑποχωροῦσε ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἀπὸ τὴν γῆν καὶ συνεχῶς ὠλιγόστευε· τὸ νερὸν ἄρχισε νὰ ὑποχωρῇ μετὰ ἑκατὸν πενῆντα ἡμέρες ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισεν ὁ κατακλυσμός.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ι´ 1 - 22
1 Τὸ συνετὸν καὶ ἐνάρετον παιδὶ προξενεῖ εὐφροσύνην εἰς τὸν πατέρα του, ἐνῷ τὸ ἄμυαλο καὶ ἀσεβὲς γεμίζει θλῖψιν καὶ πικρίαν τὴν εὐαίσθητον ψυχὴν τῆς μητέρας του.
2 Οἱ θησαυροί, ποὺ ἀπεκτήθησαν μὲ ἀδικίαν, δὲν θὰ ὠφελήσουν τοὺς ἀδίκους, ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως θὰ λυτρώσῃ τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν πνευματικὸν θάνατον.
3 Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃ ὁ Κύριος να ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν πεῖναν ὁ δίκαιος ἄνθρωπος, τὴν ζωὴν ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν θὰ ἀνατρέψῃ καὶ θὰ ἐξαφανίσῃ.
4 Ἡ ἐξ αἰτίας τῆς τεμπελιᾶς πτωχεία ἐξευτελίζει τὸν ἄνθρωπον, ἐνῷ τὰ χέρια τῶν ἐργατικῶν καὶ τῶν φιλοπόνων εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἀγαθά.
4α Τὸ παιδί, ποὺ ἔχει διαπαιδαγωγηθῆ ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι σοφόν, θὰ χρησιμοποιήσῃ δὲ ὡς ὑπηρέτην του τὸν μὴ διαπαιδαγωγημένον καὶ ὡς ἐκ τούτου εἰς ἀφροσύνην καταλήξαντα.
5 Ὁ ἔξυπνος καὶ νουνεχὴς ἄνθρωπος θὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ τὸ καῦμα καὶ τὴν ἠλίασιν, διότι καταφεύγει εἰς τὴν σκιάν, ἐνῷ ὁ ἀνόητος κατὰ τὸν θερισμόν, ἐπειδὴ δὲν λαμβάνει περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του προφυλακτικὰ μέτρα, παθαίνει ἠλίασιν ἀπὸ τὸν καυστικὸν ἄνεμον.
6 Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καταβαίνει εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἐναρέτου, τὸ κακὸν ὅμως στόμα τῶν ἀσεβῶν γρήγορα θὰ τὸ βουλώσῃ πένθος πρόωρον.
7 Ὁσάκις οἱ ἄνθρωποι ἐνθυμοῦνται τοὺς ἀποθανόντας ἤδη δικαίους, ἡ ἐνθύμησίς των αὐτὴ συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ ἐγκώμια καὶ ἐπαίνους, διότι ἡ ἀρετή των ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους· τὸ ὄνομα ὅμως τοῦ κακοῦ, ὀσονδήποτε λαμπρὸν καὶ ἂν ἦτο καθ' ὅν χρόνον ἔζη, γρήγορα θὰ σβησθῇ καὶ θὰ λησμονηθῇ.
8 Αὐτός, ποὺ ἔχει μορφωμένην ἀπὸ τὴν θείαν σοφίαν τὴν ψυχὴν καὶ τὴν καρδίαν του, θὰ δεχθῇ τὰς συμβουλὰς καὶ ὑποδείξεις τῶν ἐμπειροτέρων καὶ ἐναρετωτέρων, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει ἀπύλωτον τὸ στόμα του καὶ δὲν συγκρατεῖ τὰ χείλη του, ἐπειδὴ λέγει διεστραμμένα καὶ πονηρά, θὰ ὑπερπηδηθῇ καὶ θὰ περιφρονηθῇ ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
9 Ἐκεῖνος, ποὺ βαδίζει μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ εἰλικρίνειαν, βαδίζει μὲ θάρρος, διότι δὲν φοβεῖται ὅτι θὰ καταισχυνθῇ ἢ θὰ ἀποδειχθῇ ψεύστης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐνῷ ὁ ἀνειλικρινής, τοῦ ὁποίου οἱ τρόποι τῆς ζωῆς εἶναι δόλιοι καὶ διεστραμμένοι, θὰ γίνῃ γνωστὸς μίαν ἡμέραν.
10 Ἐκεῖνος, ποὺ συγκατανεύει προσποιητῶς καὶ μὲ ἀνειλικρίνειαν κάμνει νεύματα μὲ τὰ μάτια, λυπεῖ καὶ πικραίνει ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους δὲν θέλει νὰ φανῇ δυσάρεστος, ἐνῷ ἐκεῖνος, ποὺ μὲ εἰλικρίνειαν καὶ φανερὰ ἐλέγχει τὸν ἄλλον, ὅταν πταίῃ, τοῦ χαρίζει εἰρήνην.
11 Εἰς τὸ χέρι τοῦ ἐναρέτου εἶναι πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀναβλύζει ζωή, καλωσύνη καὶ ἐλεημοσύνη, τὸ στόμα ὅμως τοῦ ἀσεβοῦς θὰ σκεπάσῃ ἡ ἀπώλεια, διότι δὲν ἔδειξεν ἔλεος καὶ συμπάθειαν.
12 Τὸ μῖσος καὶ ἡ ἐχθρικὴ διάθεσις, ὅταν ὑπάρχῃ εἰς τὴν καρδίαν, δημιουργεῖ λογομαχίας καὶ φιλονικίας· ὅλους δὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν φιλονικοῦν, σκεπάζει φιλία καὶ ἀγάπη.
13 Ὅποιος ἀπὸ τὰ χείλη του βγάζει σοφοὺς λόγους, εἶναι ὡς νὰ κτυπᾷ μὲ ράβδον τὸν ψυχικῶς ἀμόρφωτον καὶ ἀγροῖκον.
14 Οἱ πραγματικῶς σοφοὶ ἀποταμιεύουν τὴν γνῶσιν διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσουν εἰς τὴν ὥραν της, τὸ ἀνοικονόμητον ὅμως στόμα τοῦ ἐπιπολαίου καὶ προπετοῦς τὸν ὁδηγεῖ εἰς ὁλοκληρωτικὴν συντριβήν.
15 Ὁ πλοῦτος, τὸν ὁποῖον δίδει ὁ Θεὸς εἰς ὅσους τὸν φοβοῦνται, εἶναι ὡσὰν πόλις ὠχυρωμένη, διότι τοὺς προστατεύει ἀπὸ ἀσθενείας καὶ κινδύνους. Ἡ πτωχεία δὲ στέλλεται ὡς συντριβὴ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
16 Αἱ πράξεις τῶν ἐναρέτων ἔχουν ὡς μισθόν των τὴν ζωήν, οἱ καρποὶ ὅμως τῶν ἀσεβῶν εἶναι ἁμαρτίαι, αἱ ὁποῖαι φέρουν θάνατον.
17 Τὴν ἐνάρετον ζωὴν διατηρεῖ καὶ προφυλάττει ἡ ἐκ τοῦ θείου νόμου μόρφωσις, ἐνῷ ἡ ἀνατροφή, ἡ ἱστορημένη ἐλέγχων καὶ παιδαγωγικῶν τιμωριῶν, εἶναι πεπλανημένη καὶ ἀποπλανᾷ τὸν ἄνθρωπον.
18 Τὰ χείλη τοῦ δικαίου καὶ ἐναρέτου ἀνθρώπου καλύπτουν καὶ δὲν ἐξωτερικεύουν τὴν ἔχθραν, διότι τὴν συμπνίγουν, προτοῦ ἐκδηλωθῇ. Ὅσοι ὅμως ἀφήνουν ἐλεύθερον τὸ στόμα των νὰ ἐκστομίζῃ λόγους ὑβριστικούς, εἶναι καθ’ ὑπερβολὴν ἄφρονες καὶ ἀνόητοι.
19 Ἀπὸ τὴν πολυλογίαν εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεφύγῃς τὴν ἁμαρτίαν καὶ νὰ μὴ παρεκτροπῇς λέγων καὶ ἀπερισκέπτους λόγους· ἐκεῖνος ὅμως, ὁ ὁποῖος προσέχει τὰ χείλη του τί θὰ εἴπουν, εἶναι συνετὸς καὶ μυαλωμένος.
20 Ἡ γλῶσσα τοῦ καλοῦ καὶ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου εἶναι ἀσῆμι ἀνόθευτον, ποὺ ἐκαθαρίσθη εἰς τὴν φωτιά. Ἐξ ἀντιθέτου ἡ διεφθαρμένη καρδία τοῦ ἀσεβοῦς θὰ ἐξαφανισθῇ.
21 Τὰ χείλη τῶν δικαίων γνωρίζουν νὰ λέγουν μεγάλας καὶ ὑψηλὰς ἀληθείας, ἐνῷ οἱ ἀσεβεῖς καὶ ἁμαρτωλοὶ ἀποθνήσκουν οἰκτρῶς μέσα εἰς πνευματικὴν πτωχείαν.
22 Ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου καταπέμπεται εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ δικαίου. Αὐτὴ τὸν κάμνει πλούσιον. Καὶ αὐτός, ὡπλισμένος μὲ τὴν τοιαύτην εὐλογίαν, δέχεται χωρὶς ἀπογοήτευσιν τὰς ἑφόδους τῆς θλίψεως εἰς τὴν καρδίαν του.