ΗΣΑΪΑΣ Ι´ 12 - 20
12 Καὶ θὰ συμβῇ, ὅταν εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ ὁ Κύριος τελειώσῃ ὅλα τὰ ἔργα του τὰ παιδαγωγικά, θὰ ἐπιφέρῃ τιμωρίαν εἰς τὸν μεγάλον καὶ φαντασμένον νοῦν, τὸν ἄρχοντα δηλαδὴ τῶν Ἀσσυρίων, καὶ εἰς τὸ ὕψος των ὑπὸ τῆς δόξης ἐπηρμένων καὶ πλανεμένων ματιῶν του.
13 Θὰ τὸν κτυπήσω διὰ τῆς χειρός μου, διότι εἶπε: Μὲ τὴν δύναμίν μου θὰ κατορθώσω καὶ μὲ τὴν πολιτικὴν καὶ στρατιωτικήν μου σοφίαν καὶ σύνεσίν μου θὰ καταλύσω σύνορα ἐθνῶν καὶ τὴν δύναμίν των θὰ λεηλατήσω·
14 καὶ θὰ σείσω πόλεις κατοικουμένας καὶ θὰ καταλάβω διὰ τῆς χειρός μου τὴν οἰκουμένην ὅλην σὰν φωλιὰ πτηνῶν καὶ σὰν αὐγὰ ἐγκαταλελειμμένα θὰ τὴν πάρω, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, ὁ ὁποῖος θὰ μοῦ διαφύγη ἢ θὰ μοῦ ἀντείπῃ.
15 Ὁ Κύριος ὅμως ἀπαντᾷ: Μήπως ὁ πέλεκυς θὰ δοξασθῇ, ὡς κατορθώνων κάτι χωρὶς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος κόπτει δι’ αὐτοῦ; Ἢ μήπως δύναται νὰ ὑψωθῇ τὸ πριόνιον χωρὶς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τὸ σύρει; Ὁμοίως, ἐὰν κανένας σηκώσῃ ράβδον ἢ ξύλον διὰ νὰ κτυπήσῃ μὲ αὐτά.
16 Δὲν ἔχουν βεβαίως τὰ πράγματα οὕτως, οὔτε θὰ παραταθῇ ἡ ψευδὴς αὐτὴ καὶ ἀλαζονικὴ ἀντίληψις, ἀλλὰ θὰ ἀποστείλῃ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων εἰς τὴν σημερινήν σου τιμὴν ἀτιμίαν καὶ εἰς τὴν δόξαν σου θὰ ἀνάψῃ πῦρ κατακαῖον.
17 Καὶ θὰ συμβῇ ὥστε ὁ Κύριος, ὅστις εἶναι τὸ φῶς τοῦ Ἰσραήλ, θὰ γίνῃ φωτιὰ καὶ θὰ καθαρίσῃ καὶ ἐξαγιάσῃ αὐτὸν διὰ τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας τοῦ καιομένου πυρὸς καὶ θὰ καταφάγῃ σὰν χόρτον ξηρὸν τὸν πρὸς δάσος πυκνὸν ὁμοιάζοντα στρατὸν τῶν Ἀσσυρίων.
18 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τῆς τιμωρίας οἱ πρὸς ὄρη καὶ βουνὰ καὶ πυκνὰ δάση ὁμοιάζοντες Ἀσσύριοι καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν θὰ σβησθοῦν καὶ ἡ φωτιὰ θὰ καταφάγῃ αὐτοὺς καθ’ ὁλοκληρίαν καὶ οἱ φυγάδες θὰ εἶναι σὰν ἐκεῖνον, ποὺ φεύγει γρήγορα ἀπὸ φλόγα καιομένην.
19 Καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θὰ ἀπομείνουν ἀπὸ τὴν πολυπληθῆ αὐτὴν στρατιάν, θὰ εἶναι μικρὸς ἀριθμός, ὥστε ἀκόμη καὶ παιδίον ἄπειρον νὰ δύναται νὰ γράψῃ αὐτούς.
20 Καὶ θὰ συμβῇ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην τὸ ἑξῆς: Τὸ περισωθὲν κατάλοιπον τοῦ Ἰσραὴλ δὲν θὰ ἑξακολουθήσῃ πλέον νὰ ἔχῃ πεποίθησιν εἰς ἀνθρώπους, καὶ ὅσοι ἐσώθησαν ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ δὲν θὰ ἔχουν πλέον πεποίθησιν εἰς τοὺς Ἀσσυρίους, οἱ ὁποῖοι τοὺς ἠδίκησαν, ἀλλὰ θὰ ἔχουν τὴν πεποίθησιν των πράγματι καὶ ἀληθείᾳ εἰς τὸν Θεόν, τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ´ 6 - 9
6 Ὁ Νῶε δὲ ἦταν ἐξακοσίων ἐτῶν, ὅταν ἐπραγματοποιήθη εἰς τὴν γῆν ὁ κατακλυσμός.
7 Εἰσῆλθε δὲ εἰς τὴν κιβωτὸν ὁ Νῶε καὶ οἱ υἱοί του καὶ ἡ γυναῖκα του, μαζί του δὲ καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν του, διὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὰ ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ.
8 Μαζὶ μὲ τὸν Νῶε εἰσῆλθαν ἐπίσης εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ τὰ πτηνὰ τὰ καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὰ πτηνὰ τὰ ἀκάθαρτα, καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα τὰ καθαρὰ καὶ ἀπὸ τὰ ζῶα τὰ ἀκάθαρτα, καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἑρπετά, τὰ ὁποῖα σύρονται ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
9 Ὅλα αὐτὰ εἰσῆλθαν εἰς τὴν κιβωτὸν μαζὶ μὲ τὸν Νῶε κατὰ ζεύγη· τὸ κάθε ζευγάρι ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἕνα θηλυκόν, ὅπως ἀκριβῶς εἶχε διατάξει ὁ Θεὸς τὸν Νῶε.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ´ 12 - 18
12 Παιδί μου, ἐὰν γίνῃς σοφὸς κατὰ Θεόν, θὰ εἶσαι διὰ τῆς σοφίας σου ταύτης χρήσιμος καὶ ὠφέλιμος καὶ εἰς τὸν πλησίον σου· ἐὰν δὲ ἀποβῇς ἀσύνετος καὶ κακός, θὰ ἀντλῇς μόνος σου, ὡσὰν ἀπὸ πηγάδι, τὰ ἐπίχειρα τῆς κακίας σου. Ὅποιος στηρίζεται εἰς τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ὀκνηρίαν, βόσκει ἀνέμους, ματαιοπονεῖ. Ὁ τοιοῦτος κυνηγᾷ πουλιά, ποὺ πετοῦν καὶ εἶναι ἄπιαστα· διότι ἀφῆκε τὸν δρόμον, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἀμπέλι του, ὅπου πρέπει νὰ ἐργασθῇ, καὶ ἔχει ἀποπλανηθῇ ἀπὸ τὴν κατεύθυνσιν, ποὺ τὸν φέρει εἰς τὸ κτῆμα του. Ὁ τοιοῦτος περνᾷ μέσα ἀπὸ ἔρημον ξηρὰν καὶ ἄνυδρον καὶ ἀπὸ τόπον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς περιοχὰς διψασμένας καὶ ἐστερημένας καὶ τῆς ἐλαχίτης ὑγρασίας, μαζεύει δὲ μὲ τὰ χέρια του ἀκαρπίαν, καὶ συνεπῶς δὲν ἀποθηκεύει τίποτε.
13 Ἡ γυναῖκα ἡ ἀποξενωμένη τῆς σοφίας, ἡ διεφθαρμένη καὶ ἀδιάντροπος, καταντᾷ νὰ στερῆται καὶ αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ της καὶ νὰ πεινᾷ. Αὐτὴ δὲν ξέρει τί θὰ πῇ ἐντροπή, συστολὴ καὶ σεμνότης.
14 Ὡς προσωποποίησις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία πόλεμεῖ τὸ ἔργον τῆς σοφίας, ἐκάθισεν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν πόρταν τοῦ σπιτιοῦ της εἰς κάθισμα ὑψηλὸν καὶ στολισμένον, διὰ νὰ φαίνεται καλὰ ἀπὸ τὴν πλατεῖαν, τὴν πολυσύχναστον ἀπὸ ἀνθρώπους,
15 καὶ προσκαλεῖ αὐτοὺς ποὺ περνοῦν καὶ αὐτοὺς ποὺ βαδίζουν κατ' εὐθεῖαν εἰς τοὺς δρόμους των
16 καὶ τοὺς λέγει ὑποβλητικῶς καὶ σκανδαλιστικῶς: Ὅποιος ἀπὸ σᾶς εἶναι ἠλίθιος, ἂς ἔλθῃ κοντά μου· καὶ τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ μυαλὸ καὶ φρόνησιν τοὺς προσκαλῶ ἀπὸ κοντὰ καὶ τοὺς λέγω·
17 πιᾶστε εἰς τὰ χέρια σας ψωμὶ κρυφὸ καὶ θὰ γλυκανθῆτε, καὶ πίετε νερὸ κλεμμένο, ποὺ φαίνεται νόστιμον. Ἡ ἁμαρτία δηλαδὴ ἐπιμένει, ὅτι θὰ εὕρῃ εἰς αὐτὴν ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀληθινὴν χαράν.
18 Ἀλλ’ ὁ ἄνδρας, ποὺ ἐξαπατᾶται ἀπὸ αὐτήν, πηγαίνει καὶ δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ ὑλόφρονες καὶ σαρκολάτραι εὐρίσκουν κοντά της ὄχι τὴν χαράν, ἀλλὰ τὴν ἀπώλειαν, καὶ ἡ συνάντησίς των μὲ τὴν ἁμαρτίαν εἶναι παγίς, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὸν σκοτεινὸν Ἅδην.
18α Σὺ ὅμως, ποὺ ἔχεις διάθεσιν νὰ ἀκούσῃς τὴν συμβουλήν μου, φύγε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ μεγάλα πηδήματα, μὴ χρονοτριβήσῃς καθόλου εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, οὔτε νὰ τῆς φανερώσῃς τὸ ὄνομά σου.
18β Διότι μόνον ἔτσι θὰ κατορθώσῃς νὰ περᾴσῃς νερὸ ξένον καὶ μολυσματικόν, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς σέ, ἀφοῦ αὐτή, ποὺ σὲ καλεῖ νὰ ξεδιψάσῃς μαζί της, νὰ σβήσῃς δηλαδὴ τὴν ἐπιθυμίαν σου, δὲν εἶναι νόμιμος γυναῖκα σου· μόνον ἔτσι θὰ προσπεράσῃς ποτάμι ἐπικίνδυνον καὶ ξένον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον, ἂν θελήσῃς νὰ δροσισθῇς, θὰ πνιγῇς.
18γ Ἀπὸ τὸ ξένο νερὸ νὰ ἀπομακρυνθῇς καὶ ἀπὸ ξένην πηγὴν νὰ μὴ πίῃς. Μὴ πλησιάσῃς δηλαδὴ τὴν μοιχαλίδα γυναῖκα·
18δ διὰ νὰ ζήσῃς πολὺν καιρὸν καὶ νὰ σοῦ προστεθοῦν χρόνια ἐπιγείου ζωῆς καὶ μακροημέρευσις.