ΗΣΑΪΑΣ Θ´ 9 - 20
9 Καὶ θὰ μάθουν διὰ τῆς πείρας καὶ τῶν τιμωριῶν ὅλος ὁ λαός, ὁ βασιλευόμενος ὑπὸ τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, καὶ αὐτοὶ ποὺ κάθηνται ἐπὶ ἀλαζονικῆς ὕβρεως καὶ ὑπερηφανείας καὶ λέγουν:
10 Μὲ αὐτό, ποὺ μᾶς συνέβη, σπίτια πτωχικά, κατεσκευασμένα μὲ πλίθρες, ἔχουν πέσει· ἀλλ’ ἐμπρὸς ἂς λαξεύσωμεν λίθους καὶ ἂς κόψωμεν συκομορέας καὶ κέδρα καὶ ἂς οἰκοδομήσωμεν διὰ τοὺς ἑαυτούς μας πύργον, ποὺ νὰ μὴ πίπτῃ καὶ νὰ μὴ σείεται.
11 Καὶ θὰ κατασυντρίψῃ κτυπῶν κατὰ γῆς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ ἐν αὐτῇ Ναοῦ, καὶ τοὺς ἐχθροὺς τῶν ἐν τῇ Σιὼν θὰ διασκορπίσῃ,
12 τὴν Συρίαν δηλαδὴ ἐξ ἀνατολῶν καὶ τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ δυσμῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ὅλον τους τὸ στόμα κατατρώγουν τοὺς Ἰσραηλίτας.Καὶ παρ’ ὅλην τὴν κατασυντριβὴν καὶ τὸν διασκορπισμὸν τοῦτον ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου δὲν ἀνεχαιτίσθη, ἀλλ’ ἡ χείρ του εἶναι ἀκόμη ὑψωμένη, ἕτοιμος νὰ ἐπιπέσῃ πάλιν κατ’ αὐτῶν.
13 Καὶ ὁ λαὸς δὲν μετενόησε, μέχρις ὅτου ἐκτυπήθη ὑπὸ τῆς παντοδυνάμου χειρός, ἀλλὰ καὶ πάλιν δὲν ἐζήτησαν μὲ τὴν καρδιά τους τὸν Κύριον, ἀλλ’ ἠδιαφόρησαν πρὸς αὐτόν.
14 Καὶ θὰ ἀφαιρεση ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραὴλ κεφαλὴν καὶ οὐράν, δηλαδὴ ἐπιφανῆ καὶ ἄσημον, μέγαν καὶ μικρόν, αἰφνιδίως καὶ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον τὸν ἀσύνετον πρεσβύτην καὶ τοὺς μεροληπτικῶς κρίνοντας καὶ θαυμάζοντας τὰ διαθέτοντα ἐπιρροὴν πρόσωπα· «ὁ ἄφρων πρεσβύτης καὶ ὁ μεροληπτικὸς κριτὴς αὐτοὶ εἶναι ἡ ἀρχῃὴ καὶ ἡ κεφαλή»· θὰ ἐξαφανίσῃ καὶ τὸν ψευδοπροφήτην, ποὺ διδάσκει ἀντίθετα πρὸς τὸν Νόμον «αὐτὸς εἶναι ἡ οὐρά».
15 Καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ κολακεύουν καὶ διὰ ψευδῶν ἐλπίδων θὰ βαυκαλίζουν τὸν λαὸν αὐτόν, θὰ τὸν ἀποπλανοῦν, διὰ νὰ τὸν καταπιοῦν ἐκμεταλλευόμενοι αὐτόν.
16 Διότι δὲ εὐχαριστεῖται εἰς τοὺς πλάνους τούτους ὁ λαός, διὰ τοῦτο ὁ Κύριος δὲν θὰ εὐφρανθῇ καὶ δὲν θὰ εὐαρεστηθῇ εἰς τοὺς φύσει ἑλκύοντας τὴν συμπάθειαν νεαροὺς βλαστοὺς τοῦ ἔθνους, καὶ δὲν θὰ λυπηθῇ τοὺς ὀρφανοὺς τοῦ λαοῦ καὶ τὰς χήρας των, παρὰ τὸ ἀξιοσυμπάθητον αὐτῶν, διότι ὅλοι εἶναι παράνομοι καὶ πονηροὶ καὶ κάθε στόμα λαλεῖ ἄδικα.Παρ' ὅλην δὲ τὴν τιμωρίαν, ποὺ θὰ ἐπαγάγῃ κατ’ αὐτῶν ὁ Κύριος, δὲν θὰ καταπαύσῃ ὁ θυμός του, ἀλλ’ ἡ τιμωρὸς χείρ του θὰ εἶναι ἀκόμη ὑψηλά, ἕτοιμος νὰ καταπέσῃ καὶ πάλιν κατ’ αὐτῶν.
17 Καὶ θὰ καῇ σὰν φωτιὰ ἡ ἀνομία καὶ σὰν ξηρὰ ἀγριάδα θὰ καταφαγωθῆ ἀπὸ τὴν φωτιά· καὶ θὰ καῇ ὅπως εἰς τὰ δάση τὰ πυκνὰ καὶ ἐκτεταμένα καὶ θὰ καταφάγῃ μαζὶ μὲ τὰ ξηρὰ καὶ εὔφλεκτα καὶ ὅλα, ὅσα φύονται τριγύρω ἀπὸ τὰ βουνά.
18 Λόγῳ τῆς μεγάλης ὀργῆς τοῦ Κυρίου ἔχει ἀνάψει ἀπὸ τὴν ἐξέγερσιν τῶν κατοίκων της ὅλη ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· καὶ θὰ εἶναι ὁ λαός της σὰν κατακαυμένος ἀπὸ φωτιά, μὴ δυνάμενος νὰ σταθῇ καὶ νὰ ἠσυχάσῃ πουθενά· δὲν θὰ λυπηθῇ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἀδελφόν του,
19 ἀλλὰ λόγῳ τῆς μεγάλης πείνης θὰ στρέφεται καθένας εἰς τὰ δεξιά, καὶ μὴ εὑρίσκων ἐκεῖ ἀρκετὴν τροφήν, διότι θὰ πεινᾷ, θὰ στρέφεται καὶ θὰ τρώγῃ εἰς τὰ ἀριστερά.Καὶ δὲν θὰ χορταίνῃ ὁ ἄνθρωπος τρώγων καὶ τὰς σάρκας τοῦ βραχίονός του.
20 Διότι θὰ φάγῃ ἡ φυλὴ τοῦ Μανασσῆ τὰς σάρκας τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ, καὶ ἡ φυλὴ τοῦ Ἐφραὶμ τὰς σάρκας τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ· καὶ ὅμως, παρὰ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἔριν, συγχρόνως καὶ αἱ δύο θὰ πολιορκήσουν τὸν Ἰούδαν.Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνεχαιτίσθη ὁ θυμὸς τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ἑξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἡ τιμωρὸς τοῦ χεὶρ ὑψηλά, ἕτοιμος καὶ πάλιν νὰ καταπέσῃ κατ’ αὐτῶν.
ΗΣΑΪΑΣ Ι´ 1 - 4
1 Αλλοίμονον εἰς τοὺς γράφοντας καὶ συντάσσοντας νόμους ἀδίκους καὶ πονηρούς.Διότι οὖτοι συστηματικῶς καὶ ἠθελημένως συγγράφουν καὶ νομοθετοῦν παρανομίαν,
2 μὲ τὸν σκοπὸν νὰ παραβιάσουν καὶ καταπατήσουν τὸ δίκαιον τῶν πτωχῶν, νὰ ἀρπάσουν τὸ δίκαιον τῶν πενήτων τοῦ λαοῦ, διὰ τὸ ὁποῖον ἐνδιαφέρομαι καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι ἰδικός μου, ὥστε νὰ εἶναι ἐκτεθειμένη εἰς αὐτοὺς ἡ χήρα πρὸς διαρπαγὴν καὶ ὁ ὀρφανὸς πρὸς ἐκμετάλλευσιν καὶ ἀπογύμνωσιν.
3 Καὶ τί θὰ κάμουν οὗτοι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐπισκέψεώς μου καὶ ὀργῆς μου; Ἐρωτῶ τί θὰ κάμουν, διότι ἡ θλῖψις καὶ ἡ τιμωρία διὰ σᾶς θὰ ἔλθῃ ἀπὸ μακράν, ἀπὸ τὸν μακρινὸν ἐκεῖνον σύμμαχον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐστηρίξατε τὰς ἐλπίδας σας.Καὶ πρὸς ποῖον θὰ καταφύγετε τότε διὰ νὰ λάβετε βοήθειαν; Καὶ ποὺ θὰ ἀφήσετε τὴν δόξαν σας νὰ σᾶς τὴν διαφυλάξουν,
4 διὰ νὰ μὴ πέσητε εἰς αἰχμαλωσίαν; Καὶ θὰ πέσουν κάτω ἀπὸ τοὺς φονευμένους συναποθνήσκοντες μετὰ τούτων καὶ αὐτοί.Παρ’ ὅλας δὲ αὐτὰς τὰς συμφορὰς δὲν ἀνεχαιτίσθη ὁ θυμὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ἀκόμη εἶναι ἡ τιμωρὸς χεὶρ ὑψηλά, διὰ νὰ ἐπιπέσῃ κατ’ αὐτῶν.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ζ´ 1 - 5
1 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Νῶε: «Ἔλα μέσα εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά σου, διότι ἐσὲ μόνον εἶδα καὶ ἐσὲ μόνον εὑρῆκα πιστὸν εἰς ἑμέ, ἐνάρετον, εὐγνώμονα καὶ ἐνδιαφερόμενον διὰ τὴν ἀρετήν, εἰς τὴν ἁμαρτωλὴν αὐτὴν γενεάν, ἡ ὁποία βαδίζει πρὸς τὴν καταστροφήν.
2 Ἀπὸ δὲ τὰ ζῶα τὰ καθαρὰ νὰ εἰσαγάγῃς μαζί σου εἰς τὴν κιβωτὸν ἀνὰ ἑπτὰ ζεύγη ἀπὸ κάθε εἶδος· τὸ ζεῦγος θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἀπὸ ἕνα θηλυκόν· ἀπὸ δὲ τὰ ζῶα τὰ ἀκάθαρτα να εἰσαγάγῃς ἀνὰ δύο ζεύγη ἀπὸ τὸ κάθε εἶδος· τὸ ζεῦγος θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἀπὸ ἕνα θηλυκόν.
3 Καὶ ἀπὸ τὰ πτηνά (ποὺ διασχίζουν τοὺς αἰθέρες) τὰ καθαρὰ εἰσάγαγε ἀνὰ ἑπτὰ ζεύγη ἀπὸ κάθε εἶδος· τὸ ζεῦγος θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἀπὸ ἕνα θηλυκόν· καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ πτηνὰ τὰ ἀκάθαρτα να εἰσαγάγῃς ἀνὰ δύο ζεύγη ἀπὸ τὸ κάθε εἶδος· τὸ ζεῦγος θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἀπὸ ἕνα θηλυκόν. Τοῦτο θὰ κάμῃς διὰ να διατραφοῦν, να σωθοῦν καὶ να διαιωνίσουν μετὰ τὸν κατακλυσμὸν τὸ εἶδος των ἐπάνω εἰς τὴν γῆν.
4 Κάμε ὅλα αὐτά, διότι μόνον ἑπτὰ ἡμέρες ὑπολείπονται καὶ θὰ ἐπιφέρω βιαίαν, ἀπότομον καὶ ὁρμητικὴν βροχὴν εἰς τὴν γῆν ἐπὶ σαράντα ἡμερόνυκτα καὶ θὰ καταστρέψω ὅλα τὰ δημιουργήματα, ποὺ ἐδημιούργησα, ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειαν ὅλης τῆς γῆς».
5 Ὁ Νῶε συνεμορφώθη ἀπολύτως, ὑπήκουσε καὶ ἐπραγματοποίησεν ἀμέσως καὶ μὲ προθυμίαν ὅλα, ὅσα τὸν διέταξεν ὁ Θεός.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Η´ 32 - 36
32 Τώρα λοιπόν, παιδί μου, ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν τὰ ὅσα σοῦ ἀνέφερα, ἄκουέ μου, καὶ ὅσοι φυλάσσουν τοὺς νόμους καὶ τὰς ἐντολάς μου σὰν παιδιά μου, εἶναι πανευτυχεῖς.
33 Ἀκούσατε τὴν παιδαγωγοῦσαν ὑμᾶς σοφίαν καὶ γενῆτε πραγματικῶς σοφοὶ καὶ μὴ κλείσετε τὴν καρδίαν σας, ἀλλ’ ἀνοίξατέ την διὰ νὰ εἰσέλθουν καὶ ριζώσουν εἰς αὐτὴν τὰ λόγια μου.
34 Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος θὰ δεχθῇ ὁλοψύχως ὅσα ἐγὼ λέγω· μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ φυλάξῃ τὰς ἐντολάς μου καὶ θὰ στέκεται ἄγρυπνος κάθε ἡμέραν εἰς τὰ κατώφλια τῶν θυρῶν μου καὶ θὰ παρακολουθῇ μὲ προσοχὴν ποὺ θὰ σταθῶ καὶ πότε θὰ εἰσέλθω εἰς τὸ σπίτι μου. Εὐτυχὴς δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ζῇ πάντοτε ἄγρυπνος πλησίον μου καὶ θὰ ἐφαρμόζῃ πάντοτε τὰς ἐντολάς μου.
35 Θὰ εἶναι εὐτυχής, διότι ἡ ἔκβασις καὶ ἡ κατάληξις, εἰς τὴν ὁποίαν ἐγὼ ὁδηγῷ καὶ κατευθύνῳ τοὺς ἀνθρώπους, εἶναι ἔκβασις ποὺ καταλήγει εἰς πανευτυχῆ ζωήν. Δι' αὐτὸν δέ, ποὺ μὲ ἀκολουθεῖ, ἑτοιμάζεται ἀπὸ τὸν Κύριον πλήρης ἀνάπαυσις καὶ ἰκανοποίησις τῆς θελήσεώς του.
36 Ὅσοι δὲ ἁμαρτάνουν ἐνώπιόν μου παραβαίνοντες τὰς ἐντολάς μου, ἀσεβοῦν καὶ ἁμαρτάνουν εἰς βάρος καὶ εἰς ζημίαν τῆς ἀθανάτου ψυχῆς των καὶ ὅσοι μὲ μισοῦν καὶ μὲ ἀποστρέφονται, ἀγαποῦν τὸν αἰώνιον θάνατον.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Θ´ 1 - 11
1 Λαβὼν δὲ τὸν λόγον ὁ Ἰὼβ εἶπεν: Η Σοφία, ἐνυπόστατος καὶ ὡς πρόσωπον συγκεκριμένον, ἔκτισε τὴν οἰκίαν της καὶ ἔθεσεν ὡς στήριγμά της στύλους ἑπτά. Οὕτω τὸ οἰκοδόμημα τῆς ἐθεμελιώθη καὶ ἐστηρίχθη ἐπὶ θεμελίου ἀδιασείστου.
2 Ἔσφαξε τὰ πρὸς χορτασμὸν τῶν συνδαιτυμόνων της σφάγιά της καὶ ἔρριψεν εἰς μεγάλο οἰνοδοχεῖον τὸν οἶνον της καὶ ἡτοίμασε τὴν τράπεζάν της.
3 Ἀκολούθως, ὅταν ἐτοιμάσθησαν ὅλα, ἡ Σοφία ἀπέστειλε τοὺς ὑπηρέτας της καὶ τοὺς τεταγμένους εἰς διακονίαν της νὰ καλῇ τοὺς ἀνθρώπους μὲ λόγια ὑπέροχα, προβάλλουσα αὐτὰ ἀπὸ τόπου ὑψηλοῦ ὡς δροσιστικὸν καὶ εὐφρόσυνον καὶ ζωηφόρον ποτὸν καὶ λέγουσα:
4 Ὅποιος δὲν ἔχει ἀποκτήσει ἀκόμη φρόνησιν καὶ στερεῖται σοφίας καὶ συνέσεως, ἂς ἔλθῃ κοντά μου διὰ νὰ τὸν κάμω σοφόν. Καὶ εἰς ἐκείνους, ποὺ εἶναι πτωχοὶ ἀπὸ μυαλά, εἶπεν:
5 Ἐλάτε νὰ φάγετε ἀπὸ τοὺς ἄρτους μου καὶ νὰ πίετε ἀπὸ τὸν οἶνόν μου, τὸν ὁποῖον γιὰ σᾶς ἔχω κεράσει.
6 Ἀφήσατε τὴν ἀνοησίαν καὶ ἀσυνεσίαν, ποὺ σᾶς προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία, διὰ νὰ βασιλεύσετε μαζί μου αἰωνίως, καὶ ζητήσατε τὴν φρόνησιν καὶ διὰ τῆς γνώσεως τοῦ θελήματός μου κατορθώσατε νὰ γίνετε συνετοί.
7 Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ ἐπιχειρήσῃ νὰ παιδαγωγήσῃ τοὺς κακούς, θὰ ἀτιμασθῇ καὶ θὰ ὑβρισθῇ ἀπὸ αὐτούς, διότι εἶναι πείσμονες καὶ ἀδιόρθωτοι. Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ ἐλέγξῃ τὸν κακὸν καὶ ἀσεβῆ, ἀντὶ νὰ τὸν ὠφελήσῃ, θὰ προσάψῃ κατηγορίαν εἰς τὸν ἑαυτόν του.
8 Μὴ ἐλέγχῃς τοὺς κακούς, διὰ νὰ μὴ σὲ μισήσουν· ἔλεγχε τὸν μυαλωμένον καὶ συνετόν, καὶ θὰ σὲ ἀγηπήσῃ, διότι γνωρίζει τὴν ἀξίαν τοῦ ἐλέγχου.
9 Δίδε εἰς τὸν συνετὸν καὶ σοφὸν ἀφορμὴν διορθώσεως, καὶ θὰ γίνῃ σοφώτερος, προσεκτικώτερος καὶ τελειότερος· κάμε γνωστὸς καὶ φανέρωσε εἰς τὸν ἐνάρετον τὰς ἐλλείψεις τοῦ χαρακτῆρος του, καὶ θὰ ἐξακολουθήσῃ καὶ εἰς τὸ μέλλον νὰ δέχεται τὰς ὑποδείξεις καὶ τὰς συμβουλάς σου.
10 Βάσις καὶ θεμέλιον τῆς κατὰ Θεὸν σοφίας εἶναι ὁ βαθὺς σεβασμὸς καὶ ἡ βαθεῖα πρὸς τὸν Θεὸν εὐλάβεια, καὶ ἐκεῖνο, ποὺ θέλουν καὶ ἐπιθυμοῦν οἱ ἅγιοι, εἶναι ἡ σύνεσις. Τὸ νὰ ἐννοήσῃ δὲ κανεὶς τὸν θεῖον νόμον εἶναι γνώρισμα καὶ ἀπόδειξις φωτισμένης διανοίας.
11 Μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, δηλαδὴ μὲ τὸ νὰ φοβῆσαι καὶ εὐλαβῆσαι τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὸ νὰ μελετᾷς καὶ ἐφαρμόζῃς τὸν νόμον του, θὰ ζήσῃς πολὺν χρόνον καὶ θὰ σοῦ προστεθοῦν πολλὰ χρόνια ζωῆς.