ΗΣΑΪΑΣ Η´ 13 - 22
13 Μόνον συναισθάνθητε τὴν ἁγιότητα τοῦ Κυρίου καὶ ἀποδώσατε εἰς αὐτὴν τὴν ὀφειλομένην δόξαν, καὶ μόνον ὁ ἀπὸ αὐτὴν ἐμπνεόμενος φόβος ἂς εἶναι φόβος σας.
14 Καὶ ἐὰν ἔχῃς ἐστηριγμένην τὴν πεποίθησίν σου ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ εἶναι οὗτος διὰ σὲ σωτήριον καὶ προφυλακτικὸν ἁγίασμα, ὅπερ οὐδεὶς θὰ δύναται νὰ παραβιάσῃ· καὶ δὲν θὰ τὸν συναντήσετε εἰς τὸν δρόμον τῆς ζωῆς σας σὰν λίθον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ σκοντάψετε, οὔτε σὰν πέτραν πτώσεως.Οἱ οἶκοι δὲ τοῦ Ἰακώβ, ἐπειδὴ θὰ ἀπιστήσουν, θὰ εἶναι εἰς παγίδα, καὶ εἰς βαθούλωμα ὀλέθρου αὐτοὶ ποὺ κατοικοῦν καὶ κάθηνται ἀμέριμνοι εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
15 Διὰ τοῦτο, ἐπειδὴ δηλαδὴ θὰ ἀπιστήσουν, θὰ χάσουν μεταξὺ αὐτῶν τὴν δύναμίν των καὶ θὰ σκοντάψουν πολλοὶ καὶ θὰ πέσουν εἰς τὴν παγίδα καὶ θὰ συντριβοῦν, προσκρούοντες εἰς τὸν βράχον τοῦ σκανδάλου» καὶ θὰ τοὺς πλησιάσουν οἱ ἐχθροὶ καὶ θὰ συλληφθοῦν αἰχμάλωτοι ἄνθρωποι, ποὺ ἐφαντάζοντο ὅτι ἦσαν ἐν ἀσφαλείᾳ.
16 Τότε θὰ γίνουν φανεροὶ ἐκεῖνοι, διὰ τοὺς ὁποίους θὰ σφραγισθῇ τὸ προφητικὸν κήρυγμα καὶ ὁ Νόμος, ἐπιφυλασσόμενος ἵνα γνωσθῇ εἰς αὐτοὺς μόνους καὶ νὰ μὴ μάθουν τοῦτον οἱ λοιποί.
17 Καὶ θὰ εἴπῃ μετ’ ἐμοῦ πᾶς πεποιθὼς ἐπὶ τὸν Κύριον: Θὰ ἀναμείνω μεθ’ ὑπομονῆς καὶ ἐλπίδος τὸν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἀπέστρεψεν ἐν ἀγανακτήσει τὸ προσωπόν του ἀπὸ τὸν οἶκον Ἰακώβ, καὶ θὰ ἐξακολουθήσω νὰ στηρίζω τὴν πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα μου εἰς αὐτόν.
18 Ἰδοὺ ἐγὼ ὁ Ἡσαΐας μὲ τὸ σημαῖνον τὴν σωτηρίαν ὄνομά μου, καθὼς καὶ τὰ δύο παιδιά, τὰ ὁποῖα μοῦ ἔδωκεν ὁ Θεὸς καὶ τὰ ὁποῖα μὲ τὰ συμβολικά των ὀνόματα προαναγγέλλουν μεγάλα γεγονότα.Καὶ θὰ γίνουν τὰ σημαδιακὰ αὐτὰ καὶ καταπληκτικὰ γεγονότα εἰς τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ἐπαληθεύοντα τὰς προφητικὰς προρρήσεις τῆς σήμερον, θὰ συντελεσθοῦν δὲ ἀπὸ τὸν Κύριον τῶν Δυνάμεων, ὁ Ὁποῖος κατοικεῖ εἰς τὸν Ναόν, ποὺ ἔχει κτισθῇ εἰς τὸ ὄρος Σιών.
19 Καὶ ἐὰν σᾶς εἴπουν· ζητήσατε ὁδηγίας ἀπὸ τοὺς γαστρομάντεις καὶ ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι καλοῦν ἀπὸ τὴν γῆν τοὺς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι λέγουν μάταια καὶ χωρὶς ἀληθὲς περιεχόμενον λόγια καὶ ὁμιλοῦν ἀπὸ τὸ εἰς τὰς γαστέρας αὐτῶν πυθωνικὸν πνεῦμα, θὰ ἀπαντήσετε εἰς αὐτούς: Δὲν εἶναι ὀρθὸν τὸ ἔθνος νὰ ἀπευθυνθῇ πρὸς τὸν Θεόν του καὶ ἐξ Αὐτοῦ οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὸ νὰ ζητήσουν καθοδήγησιν καὶ παρηγορίαν; Τί ἔχουν νὰ περιμένουν καὶ τὶ ζητοῦν νὰ μάθουν ἀπὸ τοὺς νεκροὺς διὰ τοὺς ζωντανούς;
20 Μακρὰν λοιπὸν ἀπὸ τῶν μαντειῶν, διότι ὁ Θεὸς πρὸς καθοδήγησιν μᾶς ἔδωκε τὸν Νόμον καὶ τὸν προφητικὸν λόγον, ἵνα οἱ προσέχοντες εἰς αὐτὸν καὶ καθοδηγούμενοι ὑπ’ αὐτοῦ εἴπουν: Δὲν ὑπάρχει ἄλλο πολύτιμον σὰν τὸν λόγον αὐτόν, διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχουν δῶρα νὰ δοθοῦν πρὸς ἀγοράν του, ἀλλὰ παρέχεται δωρεάν.
21 Καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς σᾶς μεγάλη καὶ ἀνυπόφορος πεῖνα καὶ θὰ συμβῇ, ὅταν θὰ πεινάσητε, θὰ λυπηθῆτε καὶ θὰ κακολογήσητε τὸν βασιλέα διὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς διοικήσεως καὶ πολιτικῆς του, καθὼς καὶ τοὺς πατρίους θεσμοὺς καὶ παραδόσεις· καὶ μὲ ἀπελπισίαν θὰ σηκώσουν τὰ μάτια των εἰς τὸν οὐρανὸν
22 καὶ θὰ κυττάξουν κάτω εἰς τὴν γῆν, ἀναζητοῦντες ματαίως βοήθειαν καὶ σωτηρίαν· καὶ ἰδοὺ ἀδιέξοδος καὶ σκοτάδι, θλῖψις καὶ στενοχώρια καὶ σκοτάδι, ὥστε ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ τὴν ἀπελπισίαν νὰ μὴ βλέπουν ὁ ἐν στενοχωρίᾳ ἐν τούτοις διατελῶν δὲν θὰ ἑξακολουθήσῃ νὰ εὑρίσκεται ἐν ἀπορίᾳ παρὰ μόνον μέχρις ὡρισμένου καιροῦ.
ΗΣΑΪΑΣ Θ´ 1 - 7
1 Τοῦτο τὸ πικρὸν ποτήριον τῆς δοκιμασίας πίε πρῶτον συντόμως κάμε αὐτό, ὦ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ὦ γῆ τῆς φυλῆς Νεφθαλίμ· σεῖς ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὸν παραθαλάσσιον δρόμον καί οἱ λοιποὶ ποὺ μένετε εἰς τὴν παραλίαν καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου εἰς τὴν ἀνατολικὴν περιοχὴν αὐτοῦ, ἡ Γαλιλαία, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ εἰδωλολάτραι, τὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας.
2 Ὁ λαὸς τῶν χωρῶν αὐτῶν, ὁ ὁποῖος ζῇ καὶ κινεῖται εἰς τὸ σκότος τῆς δυστυχίας καὶ τῆς πλάνης, εἴδατε φῶς μέγα καὶ σωτήριον· τὸ φῶς τοῦ Μεσσίου.Καὶ εἰς σᾶς, ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὴν χώραν, εἰς τὴν ὁποίαν ρίπτει τὴν ὀλεθρίαν σκιάν του ὁ θάνατος, θὰ λάμψῃ φῶς σωτήριον καὶ χαρμόσυνον.
3 Τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖον ἐπίστευσε καὶ τὸ ὁποῖον, ὦ Θεέ, ἀποκατέστησας εἰς τὴν εὐφροσύνην σου διὰ τοῦ μεγάλου τούτου φωτός, οὗτοι καὶ θὰ εὐφρανθοῦν ἐνώπιόν σου εὐφροσύνην ἁγίαν, ὅπως εὐφραίνονται κατὰ τὴν ὥραν τοῦ θερισμοῦ οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅπως χαίρουν οἱ διαμοιράζοντες ὕστερα ἀπὸ νίκην λάφυρα.
4 Διότι ὁ ζυγὸς τῆς δουλείας, ὁ ὁποῖος ἔκειτο βαρὺς ἐπ’ αὐτῶν, καὶ ἡ ράβδος τῆς ἀγγαρείας ἡ ἐπὶ τοῦ τραχήλου των ἔχει ἤδη ἀφαιρεθῇ ὑπὸ τοῦ μεγάλου φωτός.Διότι τὴν ράβδον τὴν καταναγκαστικὴν αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπῄτουν ἔργα βαρέα δουλείας ἀπὸ αὐτούς, τὴν διεσκόρπισε καὶ τὴν συνέτριψεν ὁ Κύριος, ὅπως κατὰ τὴν ἡμέραν, καθ' ἣν συνετελέσθη ἡ συντριβὴ τῶν Μαδιανιτῶν.
5 Πράγματι δὲ πλήρης θὰ εἶναι ἡ συντριβὴ τῆς ράβδου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῶν καταδυναστευτῶν, διότι κάθε στολισμὸν καὶ ἱμάτιον, ποὺ ἐμάζευσαν οὗτοι μὲ δόλον καὶ ἀπάτην καὶ καταπίεσιν, θὰ τὰ ἀποδώσουν μετὰ τόκου· καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ἐλευθερωθοῦν, θὰ θελήσουν τὰ στρατιωτικὰ λάφυρα τῶν κατασυντριβησομένων κατακτητῶν νὰ παραδοθοῦν εἰς τὸ πῦρ.
6 Ταῦτα πάντα θὰ συντελεσθοῦν ἀσφαλῶς, διότι παιδίον θὰ γεννηθῇ δι’ ἡμᾶς, υἱὸς θὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ἰσχὺς θὰ ὑπάρχουν ἐπὶ τοῦ ὤμου του· καὶ θὰ ὀνομάζεται ἀγγελιαφόρος τῆς μεγάλης καὶ σωτηρίου θείας βουλῆς, σύμβουλος θαυμαστός, Θεὸς δυνατός, ἐξουσιάζων τῶν πάντων μετὰ δυνάμεως, δημιουργὸς καὶ ἀρχηγὸς εἰρήνης, πατὴρ τῆς μελλούσης ἐποχῆς τῆς Χάριτος· διότι, λέγει ὁ Θεός, ἐγὼ θὰ φέρω εἰρήνην εἰς τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ ὑγείαν εἰς τὸ παιδίον τοῦτο.
7 Ἡ βασιλική του ἐξουσία θὰ ἐκτείνεται ἀπεριορίστως καὶ ἐφ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης, καὶ τοῦ εἰρηνικοῦ κράτους τοῦ δὲν θὰ ὑπάρχῃ τέλος, ἀλλ’ ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξασφαλισθησομένη εἰρήνη θὰ εἶναι διαρκής.Θὰ καθήσῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου τοῦ Δαβὶδ καὶ ἐπὶ τῆς βασιλείας του, διὰ νὰ ἀνορθώσῃ ταύτην καὶ καταλάβῃ αὐτὴν βασιλεύων ἐν δικαίᾳ κρίσει ἀπὸ τώρα, ὅτε θὰ γεννηθῇ, καὶ εἰς τοὺς ἀτελευτήτους αἰῶνας.Ἡ ζηλότυπος ἀγάπη τοῦ παντοκράτορος Κυρίου πρὸς τὸν λαόν του θὰ κάμῃ ταῦτα.
ΓΕΝΕΣΙΣ Ϛ´ 9 - 22
9 Ἰδοὺ δὲ ἡ ἱστορία καὶ ἡ γενεαλογία τοῦ Νῶε. Μόνον ὁ Νῶε ἦταν ἄνθρωπος, ποὺ ἐγνώριζε καὶ ἐφύλαττε τὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις του ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ὁμοίων του· μόνον αὐτὸς ἦταν τέλειος κατὰ τὴν ἐρετὴν μεταξὺ τῆς διεφθαρμένης γενεᾶς τῶν συγχρόνων το· ὁ Νῶε μὲ τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς του εἶχε γίνει πολὺ ἀρεστὸς εἰς τὸν Θεόν.
10 Ἀπέκτησε δὲ ὁ Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χὰμ καὶ τὸν Ἰάφεθ.
11 Καὶ ἡ γῆ ἦταν διεφθαρμένη ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ καὶ γεμάτη ἀδικίαν. Ὅλοι δηλαδή οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐζοῦσαν εἰς τὴν γῆν, εἶχαν ἀποστατήσει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐκυλίοντο εἰς τὰ πάθη τῆς σαρκός· εἶχαν βυθισθῆ εἰς βάθος ἀσεβείας, βαρβαρότητος, βιαιότητος καὶ ἐγκληματικότητος.
12 Καὶ ὁ παντοδύναμος καὶ ἀπειροτέλειος Θεὸς ἐκύτταξεν εἰς τὴν γῆν καὶ εἶδεν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σαρκολάτρες· διότι ὅλοι οἱ σαρκολάτρες αὐτοὶ ἄνθρωποι εἶχαν ἐκτραπῆ ἀπὸ τὸν ἅγιον δρόμον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐβάδιζαν σταθερά, χωρὶς διάθεσιν μετανοίας, τὸν δρὸμον τῆς διαφθορᾶς.
13 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Νῶε· ἔδειξα πολλὴν μακροθυμίαν, τώρα ὅμως πρέπει να ἀποκοπῇ ἡ κακία διὰ νὰ μὴ προχωρήσῃ περισσοτερον· «ἔφθασεν ὁ καιρὸς τοῦ τέλους, τοῦ θανάτου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, διότι ἡ γῆ ἐγέμισε καὶ ἐξεχείλισεν ἀπὸ τὶς ἀδικίες των· πρέπει νὰ σταματήσῃ τὸ ἀπόστημα καὶ διὰ τοῦτο, νά· ἐγὼ θὰ ἐξοντώσω καὶ αὐτοὺς καὶ ὅλα τὰ ζωντανὰ τῆς γῆς».
14 Ὅλοι ἐκεῖνοι θὰ καταστραφοῦν ὁλοσχερῶς, «σὺ ὅμως, ἐπειδὴ ἔζησες ὅλην τὴν ζωήν σου μὲ ἀρετήν, κατασκεύασε διὰ τὸν ἑαυτόν σου μίαν κιβωτὸν ἀπὸ δοκάρια τετράγωνα, πλανισμένα, ὥστε νὰ προσαρμόζωνται μὲ ἀκρίβειαν καὶ νὰ εἶναι ἡ κιβωτὸς στερεά· χώρισε τὴν κιβωτὸν εἰς μικρὰ διαμερίσματα καὶ ἄλειψέ την ἀπὸ μέσα καὶ ἀπ’ ἔξω μὲ ἀσφαλτόπισσαν»· ἔτσι δεν θὰ εἰσχωροῦν μέσα τὰ νερὰ καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν θὰ ἐξουδετερώνεται ἡ κακοσμία ἀπὸ τὰ ζῶα.
15 «Ἔτσι νὰ κατασκευάσῃς τὴν κιβωτόν· τὸ μῆκος της νὰ εἶναι τριακόσιοι (ἑβραϊκοὶ) πήχεις (περίπου 137-170 μέτρα), τὸ πλάτος της πενήντα (ἑβραϊκοὶ) πήχεις (περίπου 23-29 μέτρα) καὶ τὸ ὕψος τῆς τριάντα (ἑβραϊκοὶ) πήχεις (περίπου 14-17 μέτρα).
16 Θὰ κατασκευάσῃς δὲ τὴν κιβωτὸν ἔτσι, ὥστε νὰ συνταιριάσῃς καὶ συγκλίσῃς τὶς πλευρές της διὰ νὰ ἔχῃ ἡ σκέπη της εἰς τὸ ἐπάνω μέρος κλίσιν ἐνὸς (ἑβραϊκοῦ) πήχεως (46-57 ἑκατοστὰ τοῦ μέτρου)· τὴν εἴσοδον δὲ τῆς κιβωτοῦ νὰ κατασκευάσῃς εἰς τὰ πλάγια· τὴν κιβωτὸν θὰ κατασκευάσῃς τριώροφον, ὥστε νὰ ἔχῃ πρῶτον (ἰσόγειον), δεύτερον καὶ τρίτον πάτωμα».
17 Ἐσὺ μὲν νὰ κατασκευάσῃς τὴν κιβωτόν, ὅπως σὲ διέταξα· «Ἐγὼ δέ, ὁ ἄπειρος εἰς δύναμιν καὶ τέλειος εἰς δικαιοσύνην Θεός, νά· θὰ προκαλέσω ὁπωσδήποτε τὸν μοναδικὸν εἰς τὸ εἶδος του κατακλυσμόν· θὰ ἑξαπολύσω ὕδατα πολλὰ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἐξολοθρεύσω κάθε ἔμψυχον ὀργανισμόν, ποὺ εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανόν· κάθε ζωντανὸς ὀργανισμός, ποὺ ζῇ εἰς τὴν γῆν (ἄνθρωποι, τετράποδα ζῶα, ἑρπετά, πτηνά), θὰ ἀποθάνῃ».
18 Ἐὰν ὅμως θὰ ἐπιβληθῇ εἰς ἐκείνους τιμωρία ἀξία τῶν ἁμαρτιῶν των, «μαζί σου θὰ συνάψω τὴν συνθήκην καὶ συμφωνίαν μου»· ἐγὼ θὰ εἶμαι Θεός σου καὶ προστάτης σου, σὺ δὲ ἄνθρωπος ἰδικός μου, διὰ τὸν ὁποῖον θὰ φροντίσω καὶ θὰ μεριμνῶ. Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτόν «θὰ εἰσέλθῃς εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου, ἡ γυναῖκα σου καὶ οἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μαζί σου»· διότι ἂν καὶ εἶναι κατώτεροί σου ὡς πρὸς τὴν ἀρετήν, εἶναι ὅμως μακρυὰ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴν κακίαν τῶν ἄλλων.
19 «Καὶ θὰ εἰσαγάγῃς μαζί σου εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν κατοικιδίων ζώων καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη ὅλων τῶν ἄλλων ζῳων, διὰ να τὰ τρέφῃς· κάθε ζευγάρι θὰ ἀποτελῆται ἀπὸ ἕνα ἀρσενικὸν καὶ ἀπὸ ἕνα θηλυκόν.
20 Θὰ εἰσαγάγῃς μαζί σου εἰς τὴν κιβωτὸν ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (ἀπὸ τὸ κάθε γένος) τῶν πτηνῶν καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (ἀπὸ τὸ κάθε γένος) τῶν κατοικιδίων ζώων καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (ἀπὸ τὸ κάθε γένος) τῶν ἑρπετῶν, ποὺ σύρονται εἰς τὴν γῆν. Θὰ εἰσέλθουν εἰς τὴν κιβωτὸν μόνα των, ἐνστικτωδῶς, μὲ νεῦσιν ἰδικήν μου, κατὰ ζεύγη, δύο - δύο ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη (γένη) καὶ θὰ τρέφονται μαζί σου· τὸ ἕνα θὰ εἶναι ἀρσενικὸν καὶ τὸ ἄλλο θηλυκόν.
21 Σὺ δὲ θὰ παραλάβῃς μαζί σου ἀπὸ ὅλα τὰ εἴδη τῶν τροφῶν, τὶς ὁποῖες τρώγετε καὶ θὰ τὶς ἀποθηκεύσῃς κοντά σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὥστε να χρησιμεύσουν ὡς τροφὴ διὰ σὲ καὶ δι’ ἐκεῖνα κατὰ τὴν διαρκειαν τοῦ κατακλυσμοῦ».
22 Καὶ ὁ Νῶε συνεμορφώθη πλήρως πρὸς ὅσα τοῦ παρήγγειλεν ὁ Θεός· τὰ ἔκαμεν ὅλα μὲ προθυμίαν, χωρὶς ἀναβολήν· ἐπροχώρησε μὲ πίστιν ἀκριβῶς ὅπως τὸν διέταξεν. Ἔτσι ἔδειξε μὲ τὴν πίστιν καὶ τὰ ἔργα του, ὅτι δικαίως ἀξιώθηκε νὰ λάβῃ τὴν εὔνοιαν τοῦ παντοκράτορος Κυρίου.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Η´ 1 - 21
1 Σὺ ὅμως, ὡς φρόνιμος καὶ συνετὸς νέος, ἀφοῦ στρέψῃς τὰ νῶτα πρὸς τὴν ἀκολασίαν, θὰ διακηρύξῃς ἐμπράκτως τὴν θεογέννητον σοφίαν, διὰ νὰ σὲ ὑπηρετήσῃ εἰς ὅλην σου τὴν ζωήν.
2 Δὲν εἶναι δὲ ἡ σοφία αὐτὴ δυσεύρετος, διότι ὑπάρχει εἰς πανύψηλὰ καὶ περίοπτα μέρη καὶ στέκεται εἰς τὸ μέσον τῶν πολυσύχναστων δρόμων καὶ τὴν εὑρίσκει κανεὶς παντοῦ ἐμπρός του.
3 Διότι παραστέκει εἰς τὰς θύρας τῶν μεγάρων, ποὺ διαμένουν οἱ ἄρχοντες, εἰς δὲ τὰς εἰσόδους τῶν πόλεων, ὅπου γίνονται αἱ συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων καὶ αἱ δημόσιαι συγκεντρώσεις, ἐξυμνεῖται καὶ ἐκθειάζεται.
4 Ὦ ἄνθρωποι, ἀδιακρίτως γένους, σᾶς παρακαλῶ, καὶ πρὸς ὅλους σας τοὺς ἀπογόνους τῶν ἀνθρώπων ἀπευθύνω τὴν φωνήν μου.
5 Σεὶς οἱ ἀπονήρευτοι μάθετε φρονιμάδαν, καὶ σεῖς οἱ ψυχικῶς ἀμόρφωτοι βάλετε μυαλό.
6 Ἀκούσατέ με ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σας, διότι θὰ σᾶς εἴπω σπουδαία καὶ ὠφέλιμα καὶ θὰ ἀνεβάσω εἰς τὰ χείλη μου ὀρθὰ καὶ ἀληθινὰ διδάγματα.
7 Διότι ὁ φάρυγξ μου θὰ εἴπῃ ἀλήθειαν, σιχαμερὰ δὲ εἶναι ἐμπρός μου τὰ χείλη ποὺ ψεύδονται.
8 Ὅλα τὰ λόγια τοῦ στόματός μου εἶναι ζυμωμένα μὲ δικαιοσύνην καὶ δὲν ὑπάρχει εἰς αὐτὰ κανένα στραβὸ καὶ διεστραμμένον·
9 ὅλα, ὅσα λέγω ἐγώ, εἶναι φανερά, σαφῆ καὶ καταληπτὰ εἰς ὅσους ἔχουν πόθον καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν διὰ νὰ τὰ ἐννοήσουν, εἶναι δὲ ὀρθὰ καὶ ἀληθινὰ εἰς ὅσους θέλουν νὰ τὰ γνωρίσουν.
10 Προτιμήσατε τὴν θείαν παιδαγωγίαν καὶ ὄχι τὰ χρήματα, καὶ τὴν γνῶσιν τοῦ θείου θελήματος περισσότερον ἀπὸ τὸ γνήσιον καὶ καθαρὸν χρυσάφι.
11 Διότι ἡ μεταδιδομένη ἀπὸ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ σοφία εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνωτέρα ἀπὸ τοὺς πολυτίμους λίθους, ὁποιονδήποτε δὲ πολύτιμον πρᾶγμα δὲν ἠμπορεῖ νὰ φθάσῃ τὴν ἀξίαν της.
12 Ἐγὼ ἡ ἐνυπόστατος Σοφία χαρίζω καὶ ἐγκαθιστῶ ὡς εἰς σκηνήν, εἰς ὅσους μὲ ἐγκολποῦνται, θέλησιν ἰσχυράν. Γνῶσιν καὶ περίσκεψιν ἐγὼ τὰς ἐμπνέω, τὰς προκαλῶ καὶ τὰς φέρω μαζί μου.
13 Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει εἰς τὴν ψυχήν του τὸν φόβον τοῦ Κυρίου, μισεῖ τὴν ἀδικίαν καὶ τὴν ἀλαζονικὴν συμπεριφορὰν καὶ τὴν ὑπερηφάνειαν καὶ τὴν διαγωγὴν τῶν ἁμαρτωλῶν. Μισῶ δὲ ἐγὼ ἀνέκαθεν τὴν διεστραμμένην πολιτείαν τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
14 Ἰδική μου εἶναι ἡ πεφωτισμένη κρίσις καὶ συμβουλή, καθὼς καὶ ἡ ἀσφαλὴς ἔκβασις τῶν διαφόρων ζητημάτων, ιδική μου εἶναι ἡ φρόνησις, ἰδική μου δὲ καὶ ἡ δύναμις, ἡ φέρουσα εἰς αἴσιον πέρας τὰ ἀγαθὰ καὶ συνετὰ βουλεύματα.
15 Χάρις εἰς ἐμὲ βασιλεῖς διατηροῦν τὸ βασιλικόν των ἀξίωμα καὶ οἱ ἄρχοντες νομοθετοῦν δίκαια.
16 Χάρις εἰς ἐμὲ μεγιστᾶνες δοξάζονται καὶ μονάρχαι διὰ τοῦ ἰδικοῦ μου φωτισμοῦ κυριαρχοῦν ἐπὶ τῆς γῆς.
17 Ἐγὼ ἀγαπῶ ὅσους μὲ ἀγαποῦν, ὅσοι δὲ μὲ ζητοῦν, θὰ εὔρουν μεγάλην χάριν καὶ εὐλογίαν.
18 Εἰς ἐμένα ὑπάρχει πλοῦτος καὶ δόξα καὶ θησαυρὸς πολλῶν ἀγαθῶν καὶ δικαιοσύνη.
19 Εἶναι προτιμότερον νὰ ἀπολαμβάνῃς τοὺς ἰδικούς μου καρπούς, παρὰ νὰ ἔχῃς χρυσάφι καὶ πολύτιμα πετράδια. Τὰ δὲ προϊόντα μου εἶναι ἀνώτερα ἀπὸ τὸ ἐκλεκτὸν καὶ ἀνόθευτον ἀσῆμι.
20 Πάντοτε βαδίζω εἰς τοὺς δρόμους τῆς ἀρετῆς καὶ εὑρίσκομαι διαρκῶς ἐν μέσῳ τῶν πολυσυχνάστων δρόμων τῆς δικαιοσύνης,
21 διὰ νὰ μοιράζω εἰς ὅσους μὲ ἀγαποῦν περιουσίαν ἄφθαρτον καὶ νὰ γεμίζω τὰς ἀποθήκας των ἀπὸ ἀγαθὰ καὶ θησαυροὺς αἰωνίους. Καιρὸς ὅμως εἶναι νὰ ὑπερπηδήσω τὰ ὅρια τῆς γηΐνης ἱστορίας· διὰ τοῦτο δὲν θὰ σᾶς εἴπω πλέον διὰ τὰ καθημερινὰ καὶ ἐφήμερα γεγονότα, ἀλλὰ θὰ μνημονεύσω καὶ θὰ ἀπαριθμήσω ὅσα συνέβησαν πρὸ αἰώνων πολλῶν.