ΗΣΑΪΑΣ Ε´ 7 - 16
7 Θὰ ἀποστερήσω αὐτὴν καὶ τοῦ ὑετοῦ, διότι ἄμπελος τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων εἶναι ὁ Ἰσραηλιτικὸς καὶ ὁ Ἰουδαϊκὸς ἐν γένει λαός, ἡ πολυαγαπημένη μου νέα φυτεία· ἐπερίμενα ἀπὸ αὐτὴν μὲ πολλὴν ὑπομονὴν νὰ καρποφορήσῃ δικαιοσύνην καὶ ἀρετήν, ἐποίησεν ὅμως παρανομίαν καὶ ὄχι δικαιοσύνην, ἀλλὰ κραυγὴν τῶν ἀδικουμένων καὶ καταπιεζομένων.
8 Ἀλλοίμονον εἰς τοὺς συνδέοντας τὴν οἰκίαν των εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄλλου καὶ τὸν ἀγρόν των εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ ἄλλου πλησιάζοντες, διὰ νὰ ἀφαιρέσουν κάτι ἐκ τῆς ἰδιοκτησίας τοῦ πλησίον.Μήπως πρόκειται νὰ κατοικήσετε μόνοι σεῖς ἐπὶ τῆς γῆς;
9 Ταλανίζω τοὺς προσπαθοῦντας νὰ πολλαπλασιάσουν τὰς οἰκίας των καὶ τοὺς ἀγρούς των εἰς βάρος τῶν ἀδελφῶν των, διότι ἠκούσθησαν εἰς τὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου τῶν Δυνάμεων τὰ ἐκ τῶν ἀδικιῶν των παράπονα ταῦτα καὶ θὰ ἐπέλθῃ βαρεῖα ἡ τιμωρία ἐπ' αὐτούς.Διότι ἐὰν γίνουν οἰκίαι πολλαί, θὰ εἶναι προωρισμέναι εἰς ἐρήμωσιν, ὅσον μεγάλαι καὶ καλαὶ καὶ ἂν εἶναι, καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ νὰ κατοικοῦν εἰς αὐτάς.
10 Διότι ἔκτασις εἴκοσι στρεμμάτων ἀμπέλου, ὅπου θὰ χρειασθῇ νὰ ἐργασθοῦν δέκα ζεύγη βοδιῶν, θὰ παραγάγῃ οἶνον, ὅσον χωρεῖ μία στάμνα.Καὶ ἐκεῖνος ποὺ σπέρνει ἕξι μετρητάς, θὰ λάβῃ καρπὸν τριῶν μέτρων!
11 Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σηκώνονται ἀπὸ τὸν ὕπνον τὸ πρωῒ καὶ ἐπιζητοῦν τὰ μεθυστικὰ ποτά, οἱ ὁποῖοι μένουν ἕως ἀργὰ τὸ βράδυ μεθύοντες· ἀλλοίμονόν τους, διότι ὁ οἶνος θὰ τοὺς καύσῃ ὅλους μαζί.
12 Θὰ πάθουν ταῦτα οὗτοι, διότι μὲ κιθάραν καὶ ψαλτήριον καὶ τύμπανα καὶ αὐλοὺς πίνουν τὸν οἶνον δεv ἐμβαθύνουν ὅμως μὲ βλέμμα ἐρευνητικὸν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου καὶ δὲν κατανοοῦν τὰ ἔργα τῶν χειρῶν του.
13 Λοιπὸν θὰ γίνῃ αἰχμάλωτος ὁ λαός μου, διότι δὲν γνωρίζουν αὐτοὶ τὸν Κύριον, καὶ πλῆθος νεκρῶν θὰ γίνῃ ἐξ αὐτῶν ἐξ αἰτίας τῆς πείνης καὶ τῆς ἐλλείψεως ὕδατος.
14 Καὶ ἐτέντωσε πλατὺν ὁ Ἅδης τὸν στόμαχόν του καὶ ἤνοιξε τὸ στόμα του, ὥστε νὰ μὴ παύσῃ καταβροχθίζων καὶ θὰ καταβοῦν οἱ ἔνδοξοι καὶ οἱ μεγάλοι καὶ οἱ πλούσιοι καὶ οἱ διεφθαρμένοι τῆς πόλεως Ἱερουσαλήμ.
15 Καὶ θὰ ταπεινωθῇ ὁ κοινὸς ἄνθρωπος καὶ θὰ ἐξευτελισθῇ ὁ ἐπίσημος ἀνήρ, καὶ τὰ μάτια, ποὺ ἀλαζονικῶς κυττοῦν ὑψηλά, θὰ ταπεινωθοῦν.
16 Καὶ θὰ ὑψωθῇ ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων διὰ τῆς δικαίας ταύτης τιμωρίας· καὶ ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος θὰ ὑψωθῇ διὰ τὴν δικαιοσύνην του.
ΓΕΝΕΣΙΣ Δ´ 8 - 15
8 Ὁ Κάιν ὅμως ὡσὰν μεθυσμένος πσθέτει εἰς τὸ πάθημα καὶ τὸ τραῦμα του καὶ ἄλλην πληγήν· δὲν ἐδέχθη τὴν ἰατρικὴν βοήθειαν ποὺ τοῦ ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ σπεύδει να πραγματοποιήσει τὸν φόνον, ποὺ ἐσχεδίασε μὲ τὸν νοῦν του. Ἀπάτησε μὲ δόλον τὸν ἀδελφόν του καὶ τοῦ εἶπεν· «ἂς περάσωμεν εἰς τὴν πεδιάδα». Ὅταν εὑρέθησαν εἰς τὴν πεδιάδα, ὁ Κάϊν ἐσηκώθη καὶ ἐπετέθη ἔξαφνα κατὰ τοῦ ἀνυπόπτου καὶ ἀθώου ἀδελφοῦ του Ἄβελ καὶ τὸν ἐφόνευσε.
9 Καὶ ὁ παντοδύναμος Θεός, φερόμενος μὲ ἀγαθότητα καὶ μακροθυμίαν πρὸς τὸν ἀδελφοκτόνον Κάϊν, διὰ νὰ τὸν βοηθήσῃ νὰ ὁμολογήσῃ τὸ σφάλμα του τὸν ἐρωτησε: «Ποῦ εὑρίσκεται ὁ Ἄβελ, ὁ ἀδελφός σου;» Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ ἀναίδειαν· «δὲν γνωρίζω, δὲν ἔχω ἰδέαν»· καὶ ζαλισμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν ἐτόλμησε νὰ προσθέσῃ μὲ αὐθάδειαν· «μήπως ἐγὼ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου;»
10 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν· «διὰ ποίαν αἰτίαν ἔκαμες τὸν φοβερὸν τοῦτον φόνον; Ἡ φωνὴ τοῦ αἵματος τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν γῆν, μοῦ φωνάζει καὶ ζητεῖ ἐκδίκησιν ἀπὸ ἑμέ, ποὺ εἶμαι ὁ ἐκδικητὴς τῶν ἀδικουμένων».
11 Διὰ τοῦτο σὲ τιμωρῶ μὲ ποινήν, ποὺ θὰ μείνῃ ἀλησμόνητος καὶ θὰ εἶναι παράδειγμα εἰς ὅλους τοὺς μεταγενεστέρους. «Τώρα, ἐπειδὴ ἐπετέθης ἀπὸ φθόνον κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ τὸν ἐσκότωσες, θὰ εἶσαι καταραμένος καὶ ὡσὰν ξένος ἀπὸ τὴν γῆν, ποὺ ἄνοιξε τὸ στόμα της διὰ νὰ δεχθῇ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὸν ὁποῖον ἐσκότωσες μὲ τὸ χέρι σου»· θὰ εἶσαι καταράμενος ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ἐδέχθη νὰ ποτισθῇ ἀπὸ αἷμα ἀθώου, ποὺ ἐχύθη ἐξ αἰτίας τόσον μεγάλης ἔχθρας καὶ μὲ τὸ χέρι ἑνὸς τόσον ἀσεβοῦς, ὅπως εἶσαι σύ.
12 «Ὅταν θὰ καλλιεργῇς τὴν γῆν, ποὺ ἐμολύνθη μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀθώου ἀδελφοῦ σου, αὐτὴ δὲν θὰ σοῦ δίδῃ τοὺς καρπούς της· ὅλος ὁ κόπος, ποὺ θὰ καταβάλλῃς, θὰ σοῦ εἶναι ἀνώφελος· αὐτὴ δὲν θὰ δίδῃ γεννήματα». Δὲν θὰ σταματήσουν ὅμως εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο οἱ τιμωρίες σου· ἐπειδὴ δὲν ἐχρησιμοποίησες διὰ καλὸν σκοπόν τὶς δυνάμεις τοῦ σώματος καὶ τῶν μελῶν σου, «θὰ στενάζῃς καὶ θὰ τρέμῃς ὅσον θὰ ζῇς ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, εἰς ὅποιο μέρος καὶ ἂν εὐρίσκεσαι· θὰ περιπλανᾶσαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὡσὰν ξένος, φυγὰς καὶ ἀλήτης». Ἡ ταραχὴ καὶ ὁ τρόμος θὰ σοῦ ὑπενθυμίζουν πάντοτε τὸν ἀνόσιον φόνον· ὅσοι σὲ βλέπουν θὰ παραδειγματίζονται, ὥστε νὰ μὴ ἀποτολμοῦν φόνον ἀδελφικόν. Σὲ ἀφήνω δὲ νὰ ζήσῃς διὰ νὰ διδαχθῇς πόσον ὀλέθριον ἔγκλημα ἔκαμες.
13 Καὶ ὁ Κάϊν ἐξομολογούμενος τὴν ἁμαρτίαν του, πολὺ ἀργὰ ὅμως, διότι ἐτιμωρήθη πλέον, εἶπε πρὸς τὸν παντοδύναμον καὶ ἀπειροτέλειον Θεὸν ἀπελπισμένος: « Τὸ ἔγκλημα διὰ τὸ ὁποῖον κατηγοροῦμαι καὶ ἡ τιμωρία, ποὺ μοῦ ἐπιβάλλεις δι' αὐτό, εἶναι πολὺ βαρειά. Δεν ἠμπορῶ νὰ ζήσω μὲ τιμωρίαν τόσον μεγάλην καὶ τόσον ἀσυγχώρητον.
14 Ἐὰν σήμερον μὲ διώχνῃς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τῆς γῆς καὶ ὁρίζῃς νὰ μὴ ἔχω πουθενὰ καταφύγιον· ἐὰν ὥρισες νὰ εἶμαι καταράμενος ἀπὸ τὴν γῆν καὶ ἀπέστρεψες τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ ἑμέ, θὰ κρύπτωμαι ἀπὸ τὴν θείαν παρουσίαν σου καὶ θὰ στενάζω καὶ θὰ τρέμω ἐπάνω εἰς τὴν γῆν· καὶ ἐφ’ ὅσον θὰ εἶμαι ἀπροστάτευτος, ὁ πρῶτος ποὺ θὰ μὲ συναντήσῃ θὰ μὲ σκοτώσῃ, ἀφοῦ καὶ αὐτὰ τὰ μέλη τοῦ σώματός μου ἔχουν παραλύσει καὶ δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑπερασπίσω τὸν ἑαυτόν μου».
15 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Κάϊν· «δὲν εἶναι ἔτσι· αὐτὰ δὲν θὰ γίνουν ὅπως φαντάζεσαι· δὲν θὰ συμβῇ ἐκεῖνο ποὺ φοβεῖσαι, διότι ἑγὼ ὁρίζω τοῦτο: Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ φονεύσῃ τὸν Κάϊν γίνεται ἔνοχος ἑπταπλασίας τιμωρίας καὶ θὰ δεχθῇ ἑπταπλασίαν ἐκδίκησιν· θὰ ὑποστῇ τελείαν καὶ σκληρὰν τιμωρίαν ἀπὸ ἐμὲ καὶ θὰ παραλύσῃ ἐντελῶς». Καὶ ὁ Θεὸς ἔβαλε κάποιο σημάδι ἀνεξίτηλον εἰς τὸν Κάϊν, ὥστε ὅσοι τὸν βλέπουν νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν ἀμέσως ὡς ἀδελφοκτόνον. Τὸ σημάδι ἐκεῖνο θὰ τὸν ἐπροφύλασσε, διότι ὁποιοσδήποτε τὸν συναντοῦσε θὰ τὸν ἀπέφευγε καὶ δὲν θὰ τὸν ἐσκότωνε· θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ζῇ τὴν ἀθλίαν καὶ βασανισμένην ζωήν του, διὰ νὰ εἶναι τὸ παράδειγμά του διδασκαλία σωφρονισμοῦ.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝΤΟΣ Ε´ 1 - 15
1 Παιδί μου, πρόσεχε τὰς σοφὰς συμβουλὰς ἐμοῦ τοῦ μεγαλυτέρου σου καὶ πλησίαζε τὸ αὐτί σου εἰς τὰ λόγια τῆς πείρας μου,
2 διὰ νὰ φυλάξῃς καὶ νὰ μὴ χάσῃς ποτὲ τὴν καλὴν καὶ σωτήριον σκέψιν, ἡ ὁποία πρέπει νὰ προηγῆται πάσης ἐνεργείας σου. Αἱ παραγγελίαι δέ, ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ χείλη μου, εἶναι ἐντολαί, τὰς ὁποίας σοῦ δίδει ἡ διάκρισις καὶ ἡ πεφωτισμένη καὶ πλούσια πεῖρα μου.
3 Μὴ δίδῃς καμμίαν προσοχὴν εἰς τὴν διεφθαρμένην γυναῖκα· διότι ναὶ μὲν φαίνεται, ὅτι ἀπὸ τὰ χείλη τῆς πόρνης στάζει μέλι, ποὺ πρὸς στιγμὴν γλυκαίνει τὸν φάρυγγά σου,
4 ἔπειτα ὅμως θὰ διαπιστώσῃς, ἀπὸ τὰς θλιβερὰς συνεπείας τῆς πονηρὰς πράξεως, ὅτι τὸ μέλι αὐτὸ εἶναι ἀπατηλὸν καὶ περισσότερον πικρὸν ἀπὸ τὴν χολὴν καὶ πολὺ πιὸ ἀκονισμένον καὶ κοπτερὸν ἀπὸ τὸ δίκοπον μαχαίρι.
5 Διότι ἡ ἄφρων καὶ ἀνόητος αὐτὴ ζωὴ τῆς ἀκολασίας ὁδηγεῖ, ὅσους τὴν ἀκολουθοῦν, εἰς τὸν σκοτεινὸν καὶ ταρταρώδη ἅδην, μὲ θάνατον ὀδυνηρὸν καὶ ἐπαίσχυντον, τὰ δὲ βήματά της δὲν εἶναι σταθερά, ἀλλὰ διαρκῶς κλονίζονται καὶ γλιστροῦν πρὸς τὸν κατήφορον, ὁδηγοῦντα εἰς πράξεις ὁλονὲν καὶ περισσότερον ἐπαίσχυντους.
6 Διότι ἡ ἀφροσύνη δὲν ἀκολουθεῖ δρόμους, ποὺ ὁδηγοῦν εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν σωτηρίαν, τὰ δὲ μονοπάτια της εἶναι ἀποτυχημένα καὶ γεμᾶτα ἀπὸ σφάλματα καὶ δύσκολα διακρίνονται ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ βαδίζουν εἰς αὐτά.
7 Σὺ λοιπόν, παιδί μου, ἄκουέ με τώρα καὶ μὴ θεωρήσῃς ποτὲ τὰ λόγια μου, ὅτι στεροῦνται κύρους καὶ σοβαρότητος.
8 Βάδιζε μακριὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αἰσχρὰν καὶ κακοήθη γυναῖκα. Μὴ πλησιάσῃς οὔτε εἰς τὰ προθύρα τῆς οἰκίας της,
9 διὰ νὰ μὴ καταδαπανήσῃς τὰ χρόνια τῆς ζωῆς σου εἰς τὸν βωμὸν τοῦ αἰσχροῦ πάθους· διὰ νὰ μὴ δώσῃς εἰς τοὺς ἄλλους τὴν περιουσίαν σου καὶ περιέλθουν οἱ κόποι καὶ τὰ πλοῦτη σου εἰς σκληροὺς καὶ ἀσπλάγχνους ἐκμεταλλευτάς·
10 διὰ νὰ μὴ χορτάσουν ἄλλοι ἀπὸ τὴν δύναμίν σου καὶ ἀπὸ τὰ μέσα τῆς συντηρήσεώς σου καὶ διὰ νὰ μὴ καταλήξουν οἱ κόποι σου εἰς ξένα σπίτια·
11 καὶ διὰ νὰ μὴ μετανοήσῃς ἀνώφελα εἰς τὰ τελευταῖα τῆς ζωῆς σου, ὅταν θὰ τσακίσουν πλέον καὶ θὰ κατατριβοῦν αἱ σωματικαί σου δυνάμεις,
12 ὁπότε, ταλανίζων τὸν ἑαυτόν σου, θὰ εἴπῃς: Πῶς τὴν ἔπαθα καὶ ἐμίσησα τὴν σωτήριον παιδαγωγίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ πῶς τὸ ἐσωτερικόν μου ἀπέκρουε καὶ ἀπέφευγε τὰς σωτηρίους συμβουλὰς καὶ παρατηρήσεις;
13 Δὲν ἤκουα καὶ δὲν ἔδιδα προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς τὸν παιδαγωγὸν καὶ διδάσκαλόν μου καὶ δὲν ἐπλησίαζα τὸ αὐτί μου νὰ ἀκούσω τί μοῦ ἔλεγε.
14 Παρ' ὀλίγον θὰ ὑφιστάμην δημόσιον λιθοβολισμὸν καὶ θὰ ἐδοκίμαζα κάθε κακὸν καὶ κάθε καταισχύνην, ἐκτιθέμενος καὶ ἀποδοκιμαζόμενος ἐν μέσῳ συναθροίσεως λαοῦ πολλοῦ καὶ ἐν μέσῳ συναγωγῆς.
15 Πῖνε νερὸ μόνον ἀπὸ τὰ ἰδικά σου δοχεῖα· καὶ ἀπὸ νερὸ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἰδικόν σου πηγάδι. Δηλαδὴ περιορίσου μόνον εἰς τὴν νόμιμον σύζυγόν σου, αὐτὴν ἀπολάμβανε, καὶ ζῆσε μαζί της βίον σωφροσύνης, διατηρῶν τίμιον τὸν γάμον καὶ τὴν κοίτην ἀμίαντον.