❌
Τρίτη, 13 Φεβρουαρίου 2024

Όσιος Μαρτινιανός, Άγιοι Ακύλας και Πρίσκιλλα οι Απόστολοι, Άγιος Ευλόγιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξάνδρειας
Μαρτινιανοῦ ὁσίου (ε΄ αἰ.). Ἀκύλα καὶ Πρισκίλλης, Εὐλογίου Ἀλεξανδρείας (†607).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Γ´ 1 - 10


1 Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε, ἀδελφοί μου, εἰδότες ὅτι μεῖζον κρίμα ληψόμεθα· 2 πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα. 3 ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν. 4 ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἂν ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται. 5 οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ. ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! 6 καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης. 7 πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ, 8 τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου. 9 ἐν αὐτῇ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ πατέρα, καὶ ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας· 10 ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Γ´ 1 - 10


1 Αδελφοί μου, μὴ παίρνετε πολλοὶ τὴν θέσιν τοῦ διδασκάλου, διότι γνωρίζετε ὅτι ἡμεῖς ποὺ διδάσκομεν, θὰ κριθῶμεν αὐστηρότερα καὶ συνεπῶς θὰ λάβωμεν μεγαλυτέραν τιμωρίαν. 2 Θὰ τιμωρηθῶμεν δὲ αὐστηρότερα, διότι ὅλοι πταίομεν εἰς πολλὰς περιπτώσεις, ἐξ ὅλων δὲ τῶν παρεκτροπῶν αἱ εὐκολώτεραι καὶ συχνότεροι εἶναι αἱ διὰ τῆς γλώσσης παρεκτροπαί, εἰς τὰς ὁποίας κινδυνεύει νὰ πέσῃ καὶ καθένας, ποὺ παίρνει μόνος του τὴν θέσιν τοῦ διδασκάλου. Πράγματι, ἐὰν κανεὶς δὲν πταίῃ εἰς τὰ λόγια του, εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ἔχει τὴν δύναμιν νὰ συγκρατήσῃ καὶ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν του. Τέλειος δὲ πρέπει νὰ εἶναι καὶ ὁ διδάσκαλος, διὰ νὰ μὴ ἁμαρτάνῃ διὰ τῆς γλώσσης του καὶ διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν αὐστηροτέραν κρίσιν, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ κριθοῦν αὐτοὶ ποὺ διδάσκουν. 3 Διὰ νὰ πεισθῆτε δέ, ὅτι ὅποιος δὲν πταίει διὰ τῆς γλώσσης, αὐτὸς εἶναι τέλειος, σᾶς φέρω δύο παραδείγματα. Ἰδού, τοὺς χαλινοὺς τῶν ἵππων θέτομεν εἰς τὰ στόματά των διὰ νὰ ὑποτάσσωνται οὗτοι εἰς ἠμᾶς, καὶ ἔτσι μὲ τὸν χαλινὸν διευθύνομεν ὅλον τὸ σῶμα των. 4 Ἰδού, ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἄψυχα πλοῖα, καίτοι εἶναι τόσον μεγάλα καὶ σπρώχνονται ἀπὸ σκληροὺς καὶ ὁρμητικοὺς ἀνέμους, διευθύνονται μὲ ἓν πολὺ μικρὸν πηδάλιον, ὁπουδήποτε ἀποφασίσῃ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνου, ποὺ κρατεῖ καὶ διευθύνει τὸ πηδάλιον. 5 Ἔτσι καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι μικρὸν μέλος καὶ καυχᾶται ἀλαζονικῶς διὰ τὰ μεγάλα κακά, ποὺ δημιουργεῖ. Ἰδοὺ ὀλίγη φωτιά, πῶς φουντώνει καὶ καταστρέφει ἐκτεταμένα καὶ πυκνὰ δάση. 6 Καὶ ἡ γλῶσσα εἶναι φωτιά, εἶναι κόσμος ὁλόκληρος καὶ πλῆθος πολὺ ἀδικίας. Σὰν τὴν ὀλίγη φωτιά, ποὺ ἀνάπτει πυρκαϊὰν μεγάλην, ἔτσι καὶ ἡ γλῶσσα γίνεται μεταξὺ τῶν μελῶν μας τὸ μικρὸν μέλος, ποὺ μολύνει ὅλον τὸ σῶμα καὶ ἀνάπτει πυρκαϊὰν εἰς τὸν κύκλον τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ καίεται ἔπειτα καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς γεέννης, μὲ τὸ ὁποῖον θὰ τιμωρηθοῦν αἱ παρεκτροπαὶ καὶ ἀδικίαι της. 7 Φοβερὸν ὄντως καὶ ἀσυγκράτητον κακὸν ἡ γλῶσσα! Καὶ τοῦτο ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ ὅτι κάθε φυσικὴ ἀγριότης καὶ θηρίων καὶ πτηνῶν καὶ ἑρπετῶν καὶ θαλασσίων ζώων δαμάζεται ἀπὸ τὴν φυσικὴν ἱκανότητα καὶ ἐπινοητικότητα τοῦ ἀνθρώπου. 8 Τὴν γλῶσσαν ὅμως κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὴν δαμάσῃ. Εἶναι κακὸν ἀσυγκράτητον, γεμάτη ἀπὸ δηλητήριον θανατηφόρον. 9 Μολονότι δὲ εἰς ὡρισμένας περιπτώσεις τὴν χρησιμοποιοῦμεν εἰς τὸ καλόν, τοῦτο δὲν τὴν συγκροτεῖ καὶ δὲν τὴν ἀσφαλίζει ἀπὸ τὸ κακόν. Πράγματι δι’ αὐτῆς δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν καὶ Πατέρα, ἀλλὰ καὶ δι’ αὐτῆς καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν πλασθῆ καθ’ ὁμοιῶσιν Θεοῦ. 10 Ἀπὸ τὸ αὐτὸ στόμα βγαίνει δοξολογία καὶ κατάρα. Ἀλλά, ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ γίνωνται αὐτὰ ἔτσι καὶ νὰ ἀνακατεύωνται αἱ εὐλογίαι μὲ τὰς κατάρας.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Γ´ 1 - 10


1 Αδελφοί μου, μη ζηλεύετε και μη επιδιώκετε να γίνεσθε πολλοί διδάσκαλοι, διότι γνωρίζομεν καλά, ότι ημείς οι διδάσκαλοι έχομεν μεγαλυτέραν ευθύνην και εάν δεν αγωνιζώμεθα να εφαρμόζωμεν πιστώς όσα διδάσκομεν, θα λάβωμεν μεγαλυτέραν καταδίκην. 2 Διότι όλοι μας βέβαια πταίομεν πολύ απέναντι του Θεού και πολύ περισσότερον μάλιστα και ευκολώτερα πταίομεν με τα λόγια μας. Εάν κανείς δεν πταίη εις τα λόγια του και ομιλή πάντοτε τα ορθά, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, έχων την ικανότητα να συγκρατήση και κυβερνήση ολόκληρον τον ευατόν του. 3 Ιδετε τι συμβαίνει με τους ίππους. Εις τα στόματα των ίππων βάζομεν το χαλινάρι, δια να υποτάσσωνται αυτοί εις ημάς και έτσι διευθύνομεν και καθοδηγούμεν, όπου θέλομεν, όλο το σώμα των. 4 Ιδού και τα πλοία, καίτοι είναι τόσον μεγάλα και ωθούνται ισχυρώς από ορμητικούς ανέμους, κυβερνώνται εν τούτοις και διευθύνονται όπου η επιθυμία του πηδαλιούχου θέλει, από ένα μικρότατον πηδάλιον. 5 Ετσι και η γλώσσα είναι μικρόν μέλος στο σώμα του ανθρώπου και εν τούτοις καυχάται με αλαζονείαν και με τας ακρισίας και δολιότητάς της προκαλεί μεγάλα κακα. Ιδού πως λίγη φωτιά ανάπτει τεραστίαν πυρκαϊάν εις απέραντα δάση. 6 Και η γλώσσα είναι φωτιά, αιτία αναριθμήτων κακών, κόσμος ολόκληρος αδικίας και πάσης κακίας. Ετσι και η γλώσσα γίνεται μεταξύ των μελών μας η κατ' εξοχήν επικίνδυνος, η οποία μολύνει όλον το σώμα και ανάπτει πυρκαϊάν, που καταφλογίζει όλον τον κύκλον της ζωής, και καταφλέγεται έπειτα και αυτή από το πυρ της γεέννης δια τας παρεκτροπάς της. 7 Μεγα κακόν η γλώσσα. Διότι κάθε φυσική αγριότης και θηρίων και πτηνών και ερπετών και θαλασσίων ζώων δαμάζεται από την θεόσδοτον επινοητικότητα και κυριαρχίαν του ανθρώπου. 8 Την γλώσσαν όμως κανείς από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να την δαμάση. Είναι ασυγκράτητον κακόν, γεμάτη από θανατηφόρον δηλητήριον (που προκαλεί θανάτους σωματικούς και ψυχικούς). 9 Εκτρέπεται εις τας μεγαλυτέρας αντινομίας και αντιθέσεις· διότι με αυτήν δοξολογούμεν τον Θεόν και Πατέρα, αλλά και με αυτήν καταρώμεθα τους ανθρώπους, που έχουν πλασθή καθ' ομοίωσιν Θεού. 10 Από το ίδιο στόμα βγαίνει ευλογία και καταρά. Αλλά, αδελφοί μου, δεν πρέπει να γίνωνται αυτά έτσι, διότι δεν είναι δυνατόν στο αυτό στόμα να αναμιγνύωνται κατάραι και ευλογίαι.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΑ´ 11 - 23


11 Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα. 12 Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε· 13 καὶ ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ’ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. 14 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι. καὶ ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, 16 καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, 17 καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· Οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. 18 καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν ἀπολέσουσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. 19 Καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, ἐξεπορεύοντο ἔξω τῆς πόλεως. 20 Καὶ παραπορευόμενοι πρωῒ εἶδον τὴν συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ ῥιζῶν. 21 καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· Ραββί, ἴδε ἡ συκῆ ἣν κατηράσω ἐξήρανται. 22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. 23 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσῃ ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΑ´ 11 - 23


11 Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ. Καὶ ἀφοῦ μὲ ἀγανάκτησιν ἐκύτταξε τριγύρω ὅλα, ἐπειδὴ ἦτο πλέον ἡ ὥρα προχωρημένη, ἐβγῆκεν εἰς τὴν Βηθανίαν μαζὶ μὲ τοὺς δώδεκα. 12 Καὶ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν, ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν Βηθανίαν διὰ νὰ ἐπανέλθουν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπείνασεν ὁ Ἰησοῦς. 13 Καὶ ἀφορμὴν λαμβάνων ἀπὸ τὴν πεῖναν του, σὰν εἶδεν ἀπὸ μακρυὰ μίαν συκῆν ποὺ εἶχε φύλλα, ἦλθε. Καὶ ὅπως ἐνόμισαν οἱ μαθηταί, ἦλθε, μήπως εὕρῃ τίποτε εἰς αὐτὴν διὰ νὰ φάγῃ. Ὁ σκοπός του ὅμως ἦτο νὰ χρησιμοποιήσῃ τὴν συκῆν ὡς σύμβολον καὶ ὡς μέσον ἐποπτικῆς διδασκαλίας. Καὶ ὅταν ἦλθε πλησίον της, δὲν ηὗρε τίποτε παρὰ φύλλα· διότι δὲν ἦτο ἡ ἐποχὴ τῶν σύκων. Ἀλλ’ ἡ συκῆ ἐκείνη οὔτε ἄωρα σῦκα εἶχεν ἐπάνω της. 14 Καὶ διὰ νὰ δώσῃ μάθημα περὶ τοῦ ποία θὰ εἶναι ἡ τύχη κάθε ἀνθρώπου, ἀκάρπου σὰν τὴν συκῆν, ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τῆς εἶπε· Νὰ μὴ φάγῃ πλέον κανεὶς ἀπὸ σένα καρπὸν εἰς τὸν αἰῶνα. Σὰν νὰ ἔλεγε καὶ εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τότε εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ μόνον φύλλα καὶ ἐξωτερικοὺς τύπους, ὄχι δὲ καὶ καρποὺς ἀρετῆς: Κανεὶς νὰ μὴ ἀπολαύσῃ ἀπὸ σὲ πνευματικὸν ἀγαθόν, ἀλλὰ ἐφ’ ὅσον ἐπιμένεις νὰ δεικνύῃς ἀπιστίαν εἰς ἐμέ, νὰ μείνῃς στεῖρα αἰωνίως. Καὶ ἤκουαν οἱ μαθηταὶ τὴν κατάραν αὐτὴν τοῦ Ἰησοῦ κατὰ τῆς συκῆς. 15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ, ἤρχισε νὰ βγάζῃ ἔξω ἐκείνους, ποὺ ἐπώλουν καὶ ἠγόραζον μέσα εἰς τὸ ἱερόν, καὶ ἀναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν, ποὺ ἀντήλλασσαν τὰ ξένα νομίσματα μὲ Ἰουδαϊκὰ διὰ τὴν πληρωμὴν τοῦ φόρου τοῦ ναοῦ, καθὼς καὶ τὰ καθίσματα ἐκείνων ποὺ ἐπώλουν τὰς περιστεράς. 16 Καὶ δὲν ἄφινε νὰ μεταφέρῃ κανεὶς διὰ μέσου τοῦ ἱεροῦ περιβόλου τοῦ ναοῦ κανένα οἰκιακὸν ἔπιπλον ἢ ἀγγεῖον. 17 Καὶ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγεν εἰς αὐτούς· Δὲν ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, ὅτι ὁ οἶκος μου θὰ ὀνομασθῇ οἶκος προσευχῆς δι’ ὅλα τὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιστρέψουν εἰς ἐμὲ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ θὰ μὲ λατρεύσουν; Σεῖς ὅμως ἐκάματε τὸν οἶκον μου αὐτόν, καθὼς ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, σπήλαιον, ὅπου συναθροίζονται λῃσταί, διότι ἐμπορεύεσθε καὶ χρησιμοποιεῖτε πλῆθος ψέματα καὶ ἀπάτας διὰ νὰ κλέψῃ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 18 Καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς τὰ γενόμενα, καὶ ἐπειδὴ ἐθεώρουν τοὺς ἑαυτούς των μόνους ἁρμοδίους διὰ τὴν ἐπίβλεψιν τῆς τάξεως ἐν τῷ ναῷ, ἐθίχθησαν καὶ ἐζήτουν μὲ ποῖον τρόπον νὰ τὸν θανατώσουν. Διότι δὲν ἠδύναντο φανερὰ νὰ τὸν συλλάβουν, ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο αὐτόν. Καὶ τὸν ἐφοβοῦντο, διότι ὅλος ὁ λαὸς ἐθαύμαζε πολὺ τὴν διδαχήν του. 19 Καὶ ὅταν ἐβράδυασεν, ἔβγαινεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν διὰ να περνᾷ τὴν νύκτα του ἐκεῖ. 20 Καὶ τὸ πρωΐ, καθὼς ἐπερνοῦσαν, εἶδαν οἱ μαθηταὶ τὴν συκῆν νὰ εἶναι ξηραμένη ἀπὸ τὰς ρίζας. 21 Καὶ ἐνεθυμήθη ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, κύτταξε τὴν συκῆν, ποὺ κατηράσθης, ἐξεράθη. 22 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Μὴ θαυμάζετε διὰ τὸ θαῦμα αὐτό. Νὰ ἔχετε πίστιν καὶ πεποίθησιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν δύναμίν του. 23 Σᾶς προτρέπω δὲ ν’ ἀποκτήσετε πίστιν θερμήν, διότι ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὄχι πρὸς ἁπλὴν ἐπίδειξιν θαυματουργικῆς δυνάμεως, ἀλλὰ διὰ σοβαρὰν καὶ σπουδαίαν ἀνάγκην θὰ εἴπῃ εἱς τὸ βουνὸ αὐτό, σήκω καὶ πέσε εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν θὰ αἰσθανθῇ δισταγμὸν καὶ ἀμφιβολίαν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, ἀλλὰ θὰ πιστεύσῃ, ὅτι ἐκεῖνα ποὺ λέγει γίνονται διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτὸν ποὺ θὰ ἔχῃ τὴν πίστιν αὐτήν, θὰ γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θὰ εἴπῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙΑ´ 11 - 23


11 Και εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς και στο ιερόν· και αφού παρετήρησε τριγύρω όλα, επειδή η ώρα ήτο πλέον προχωρημένη, εβγήκεν εις την Βηθανίαν μαζή με τους δώδεκα. 12 Και την αυριανήν ημέραν, αφού είχαν βγη από την Βηθανίαν, δια να επιστρέψουν εις Ιρουσαλήμ, ο Κυριος επείνασε. 13 Καθώς δε από μακρυά είδε μια συκιά γεμάτη φύλλα, ήλθε μήπως τυχόν και εύρη κανένα καρπόν εις αυτήν. Οταν όμως ήλθε κοντά της, δεν ευρήκε τίποτε παρά μόνον φύλλα, διότι δεν ήτο ο καιρός των σύκων. 14 Και με έντονον ύφος είπεν εις αυτήν· “ποτέ πλέον στον αιώνα τον άπαντα να μη φάγη κανείς καρπόν από σένα”. Και οι μαθηταί του ήκουσαν αυτά (χωρίς και να ημπορούν να εννοήσουν ότι η άκαρπος συκή εσυμβόλιζε την άκαρπον συναγωγήν των Εβραίων, η οποία εξωτερικώς μόνον τύπους είχε να παρουσιάση και όχι αρετήν, και η οποία θα έμενε πλέον στον αιώνα στείρα και άκαρπος). 15 Και έρχονται πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και όταν εισήλθεν ο Ιησούς εις την μεγάλην αυλήν του ναού, ήρχισε να διώχνη έξω από εκεί τους πωλούντας και τους αγοράζοντας μέσα εις την ιεράν εκείνην περιοχήν. Και τα τραπέζια των αργυραμοιβών (αυτών που αντήλλασσαν τα ξένα νομίσματα με ιουδαϊκά, με τα οποία και μόνον έπρεπε να καταβάλεται ο φόρος του ναού) τα αναποδογύρισε, όπως επίσης και τα καθίσματα εκείνων, που πωλούσαν τα περιστέρια δια τας θυσίας. 16 Και δεν άφινε να μεταφέρη κανείς δια μέσου της αυλής του ναού κανένα οικιακόν σκεύος η δοχείον. 17 Εδίδασκε δε και έλεγε εις αυτούς· “δεν έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, ότι ο οίκος μου θα ονομασθή οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, που θα πιστεύσουν εις εμέ; Σεις όμως τον εκάματε σπήλαιον ληστών, όπου με απάτην και αισχροκέρδειαν κλέπτετε και αδικείτε ο ένας τον άλλον”. 18 Και επληροφορήθησαν οι γραμματείς και οι Φασρισαίοι και οι αρχιερείς τα γεγονότα αυτά και ηγανάκτησαν (διότι αφ' ενός μεν έχαναν τα ποσοστά των από τας αγοραπωλησίας εκείνας αφ' ετέρου δε είχαν εκτεθή στον λαόν, επειδή αυτοί είχαν το δικαίωμα και το καθήκον να απαλάξουν τον ναόν από τους πωλούντας και αγοράζοντας). Και εζητούσαν πως θα ημπορούσαν να θανατώσουν αυτόν. Δεν ήθελαν όμως φανερά να τον συλλάβουν, διότι τον εφοβούντο, επειδή ο λαός εθαύμαζε πολύ την διδασκαλίαν του. 19 Και όταν εβραδυαζε, έβγαινε ο Κυριος έξω από την πόλιν. 20 Και καθώς επερνούσαν το πρωϊ, είδαν οι μαθηταί την συκιάν να έχη ξηρανθή από τις ρίζες. 21 Και εθυμήθηκε ο Πετρος τα χθεσινά λόγια του Διδασκάλου και του είπε· “διδάσκαλε, κύτταξε· η συκιά την οποίαν χθες κατηράσθης έχει ξηρανθή”. 22 Και απεκρίθη ο Ιησούς και του είπε· να έχετε πίστιν στον Θεόν και την δύναμίν του. 23 Διότι σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που έχει τέτοιαν πίστιν και θα είπη στο βουνό τούτο· σήκω και πέσε εις την θάλασσαν, και εφ' όσον δεν θα αισθανθή καμμίαν αμφιβολίαν εις την καρδίαν του, αλλά θα πιστεύση, ότι όσα εις δόξα του Θεού λέγει γίνονται, θα ίδη ότι θα γίνη αυτό, που θα είπη.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα