❌
Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 2024

Άγιος Βλάσιος επίσκοπος Σεβαστείας, Αγία Θεοδώρα η Βασίλισσα
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (τῶν Ταλάντων). Βλασίου ἱερομάρτυρος (†316). Θεοδώρας βασιλίσσης (†867) τῆς στερεωσάσης τὴν ὀρθοδοξίαν.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ϛ´ 1 - 10


1 Συνεργοῦντες δὲ καὶ παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς· 2 - λέγει γάρ· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας - 3 μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, 4 ἀλλ’ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, 5 ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, 6 ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, 7 ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, 8 διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, 9 ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, 10 ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ϛ´ 1 - 10


1 Συνεργαζόμενοι δὲ μὲ τὸν Θεόν εἰς τὸ ἔργον αύτὸ τῆς συμφιλιώσεως καὶ τῆς καταλλαγῆς τῶν ἀνθρώπων, σᾶς παρακαλοῦμεν νὰ δείξετε μὲ τὴν διαγωγήν σας, ὅτι δὲν ἐδέχθητε ματαίως καὶ ἀνωφελῶς τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. 2 Μὴ νομίσετε δέ, ὅτι πάντοτε ὁ Θεὸς θὰ σᾶς στέλλῃ τοὺς ἀντιπροσώπούς του νὰ σᾶς παρακαλοῦν. Ὄχι. Διότι λέγει ἡ Γραφή· Εἰς καιρὸν κατάλληλον, εἰς τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς δεικνύει τὰ ἐλέη του καὶ τὰς εὐνοίας του, σὲ ἑπήκουσα καὶ εἰς ἡμέραν, ποὺ δίδεται ἡ σωτηρία, σὲ ἐβοήθησα. Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς κατάλληλος, ἰδοὺ τώρα εἶναι ἡμέρα σωτηρίας. 3 Καὶ τώρα σᾶς παρακαλοῦμεν ἡμεῖς, χωρὶς νὰ δίδωμεν καμμίαν ἀφορμὴν σκανδάλου εἰς τίποτε, διὰ νὰ μὴ κατηγορηθῇ εἰς τὸ ἐλάχιστον ἡ διακονία τοῦ κηρύγματος. 4 Ἀλλὰ τουναντίον μὲ κάθε τι συσταίνομεν καὶ ἀποδεικνύομεν τοὺς ἑαυτούς μας σὰν ἀληθινοὶ τοῦ Θεοῦ διάκονοι. Συσταίνομεν δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς μας μὲ ὑπομονὴν πολλήν, μὲ θλίψεις, μὲ ἀνάγκας, μὲ στενοχώριας, 5 μὲ δαρμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ποὺ πληγώνουν τὸ σῶμα μας, μὲ φυλακίσεις, μὲ καταδιώξεις, ποὺ δὲν μᾶς ἀφίνουν νὰ σταθῶμεν πουθενά, μὲ κόπους, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ στερήσεις φαγητοῦ, 6 μὲ καθαρότητα ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν, μὲ γνῶσιν τῆς ἀληθείας, μὲ μακροθυμίαν, μὲ καλωσύνην, μὲ ἁγιασμὸν καὶ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ ἀγάπην πραγματικὴν καὶ ἐλευθέραν ἀπὸ ὑποκρισίαν, 7 μὲ λόγον, εἰς τὸν ὁποῖον κηρύττεται ἡ ἀλήθεια, μὲ δύναμιν Θεοῦ, μὲ τὰ ὅπλα τὰ ἐπιθετικά, ποὺ εἶναι κατάλληλα διὰ τὴν ἐπιβολὴν τῆς δικαιοσύνης καὶ ὁμοιάζουν πρὸς αὐτὰ ποὺ οἱ μαχόμενοι στρατιῶται φέρουν εἰς τὴν δεξιάν τους χεῖρα, καθὼς καὶ μὲ τὰ ὅπλα τὰ ἀμυντικὰ ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς τὰ ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς φερόμενα. Εἴμεθα δηλαδὴ πάνοπλοι καὶ διὰ νὰ ὑπερασπισθῶμεν τὴν δικαιοσύνην καὶ ἀλήθειαν καὶ διὰ νὰ δημιουργήσωμεν τὸν θρίαμβόν της. 8 Ἀποδεικνύομεν ποῖοι εἴμεθα μὲ τὴν δόξαν, ποὺ μᾶς ἀποδίδουν οἱ πιστεύοντες εἰς τὸ εὐαγγέλιον, καὶ μὲ τὴν ἀτιμίαν ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων, μὲ τὴν δυσφήμησιν ἐκ μέρους τῶν συκοφαντῶν μας καὶ μὲ τὴν καλὴν φήμην καὶ τοὺς ἐπαίνους ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Ἐμφανιζόμεθα ὡς ἀπατεῶνες ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὡς εἰλικρινεῖς ἀπὸ τοὺς ὀπαδούς του, 9 ὡς ἄγνωστοι λόγῳ τῆς κατὰ κόσμον ἀσημότητός μας καὶ ὡς πολὺ γνωστοὶ καὶ περισπούδαστοι· ὡς κινδυνεύοντες νὰ ἀποθάνωμεν, καὶ ὅμως ἰδοὺ ζῶμεν· ὡς ἄνθρωποι ποὺ παιδαγωγούμεθα ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ βαρυτάτας δοκιμασίας, ἀλλὰ δὲν θανατωνόμεθα. 10 Λόγῳ τῶν δοκιμασιῶν μας αὐτῶν μᾶς νομίζουν βυθισμένους εἰς λύπην, ἡμεῖς ὅμως πάντοτε χαίρωμεν. Θεωρούμεθα ὡς πτωχοί, ἡμεῖς ὅμως κάμνομεν πολλοὺς πλουσίους μὲ πνευματικοὺς καὶ οὐρανίους θησαυρούς. Παρουσιαζώμεθα σὰν να μὴ ἔχωμεν τίποτε, καὶ ὅμως κατέχομεν ὅλα.

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ϛ´ 1 - 10


1 Συνεργαζόμενοι δε με τον Θεόν δια να συμφιλιωθή με αυτόν ο κόσμος, σας παρακαλούμεν να προσέξετε, μήπως ματαίως και ανωφελώς δεχθήτε την χάριν του Θεού. 2 Αι ευκαιρίαι της σωτηρίας παρέρχονται. Διότι η Γραφή λέγει· “εις κατάλληλον και ευπρόσδεκτον καιρόν σε ήκουσα και σε εδέχθην και εις περίοδον, που προσφέρεται προς σωτηρίαν, σε εβοήθησα”. Ιδού τώρα είναι ο κατάλληλος και ευπρόσδεκτος καιρός, ιδού τώρα είναι η ημέρα της σωτηρίας. 3 Τωρα και ημείς ως πρεσβευταί του Θεού μεσιτεύομεν και παρακαλούμεν να δεχθήτε την σωτηρίας, χωρίς να δίδωμεν εις κανένα ουδεμίαν αφορμήν προσκόμματος, δια να μη γίνη κατά κανένα τρόπον θέμα μομφής και εμπαιγμού η διακονία, που μας ανέθεσεν ο Κυριος. 4 Αλλά τουναντίον εις κάθε περίστασιν και με κάθε έργον συσταίνομεν και προβάλλομεν τους εαυτούς μας σαν γνησίους υπηρέτας του Θεού με πολλήν υπομονήν, με θλίψεις, με ανάγκας, με στενοχωρίας, 5 με δαρμούς, με φυλακίσεις, με συνεχείς μετακινήσεις-είτε ένεκα των διωγμών είτε ένεκα των αναγκών του έργου μας-με κόπους, με αγρυπνίας, με νηστείας, 6 με αγνότητα από κάθε μολυσμόν, με την άδολον γνώσιν της αληθείας, με την μακροθυμίαν, με ημερότητα και καλωσύνην, με τας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, με αγάπην ειλικρινή και άδολον, 7 με το κήρυγμα, δια του οποίου εξαγγέλεται η αλήθεια, με την δύναμιν του Θεού, με τα όπλα της δικαιοσύνης τα δεξιά, σαν εκείνα που κρατούν οι επιτιθέμενοι κατά την μάχην, και με τα όπλα τα αριστερά, σαν εκείνα που κρατούν οι αμυνόμενοι με το αριστερόν των χέρι, όπως είναι η ασπίδα. 8 Μαρτυρούμεν και βεβαιώνομεν επάνω εις τα πράγματα ποίοι είμεθα με την δόξαν, την οποίαν ο Θεός και οι πιστοί άνθρωποι μας αποδίδουν, αλλά και με την περιφρόνησιν εκ μέρους των απίστων, με την δυσφήμησιν εκ μέρους των διαβολέων, με τον έπαινον και την καλήν φήμην εκ μέρους των πιστών, με την κατηγορίαν εκ μέρους των απίστων ότι είμεθα απατεώνες και με την ομολογίαν εκ μέρους των πιστών ότι είμεθα ειλικρινείς. 9 Εργάται του Ευαγγελίου ημείς ζώμεν εν μέσω του κόσμου ως άγνωστοι δια την ασημότητα ημών, αλλά και ως πολύ καλά γνωστοί από τους πιστούς δια το έργον μας, ως κινδυνεύοντες κάθε ημέραν να αποθάνωμε, αλλ' ιδού ότι ζώμεν, ως βασανιζόμενοι και τιμωρούμενοι, αλλά και μη θανατούμενοι έως τώρα, 10 ως άνθρωποι, που είμεθα συνεχώς βυθισμένοι εις την λύπην, ημείς οι οποίοι εν τούτοις εις την πραγματικότητα πάντοτε χαίρομεν, ως πτωχοί οι οποίοι κάμνομεν πολλούς άλλους πλουσίους, ως άνθρωποι ποι δεν έχομεν τίποτε και όμως κατέχομεν τα πάντα.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ´ 14 - 30


14 Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, 15 καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. 16 πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· 17 ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. 18 ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 19 μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. 20 καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 21 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 22 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. 23 ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24 προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· 25 καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. 26 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! 27 ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. 28 ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· 29 τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. 30 καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ´ 14 - 30


14 Διὰ νὰ σᾶς εὔρῃ δὲ ὁ Κύριος ἑτοίμους, δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσθε μόνον προνοητικοὶ καὶ φρόνιμοι, ἀλλὰ καὶ δραστήριοι καὶ ἐπιμελεῖς· διότι ὅπως ἔνας ἄνθρωπος, ποὺ πρόκειται νὰ ταξιδεύσῃ, ἐκάλεσε τοὺς δούλους του καὶ τοὺς παρέδωκε τὰ ὑπάρχοντα του, διὰ νὰ ζητήσῃ ἐν καιρῷ ἀπὸ αὐτοὺς λογαριασμὸν περὶ τῆς διαχειρίσεως των, ἔτσι θὰ εἶναι ὁμοῖα καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ ἡ κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, ποὺ θὰ κάμῃ ὁ Κύριος. 15 Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ αὐτὸς ἔδωκεν εἰς ἄλλον μὲν πέντε τάλαντα, εἰς ἄλλον δὲ δύο, εἰς ἄλλον δὲ ἕν· εἰς ἕκαστον ἔδωκε σύμφωνα μὲ τὴν ἱκανότητα, ποὺ εἶχε νὰ ἐμπορευθῇ τὰ ὅσα θὰ τοῦ ἔδιδε.Καὶ ἐταξίδευσεν ἀμέσως.(Μὲ ἄλλας λέξεις ὁ Θεὸς ἐπροίκισε μὲ διάφορα χαρίσματα ἕκαστον ἄνθρωπον, διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσῃ εἰς τὸ ἀγαθὸν καὶ πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πλησίον). 16 Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγεν ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, εἰργάσθη μὲ αὐτὰ καὶ ἐκέρδησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. 17 Τὸ ἴδιο καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα, ἐκέρδησεν ἄλλα δύο.Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ δοῦλοι ἐχρησιμοποίησαν μὲ ἴσον βαθμὸν καλῆς προαιρέσεως καὶ ζήλου τὰς ἱκανότητας καὶ τὰ χαρίσματα, ποὺ τοὺς ἔδωκεν ὁ Θεὸς πρὸς δόξαν αὐτοὺ καὶ ὡφέλειαν τοῦ πλησίον. 18 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἐπῆρε τὸ ἕνα τάλαντον, ἐπῆγε καὶ ἔσκαψεν εἰς τὴν γῆν καὶ ἔκρυψεν ἐκεῖ τὸ χρῆμα τοῦ κυρίου του.Δὲν κατεχράσθη δηλαδὴ τὸ τάλαντον, ἀλλ’ ἔδειξεν ἀμέλειαν καὶ δὲν εἰργάσθη νὰ τὸ ἐπαυξήσῃ. 19 Ὕστερα δὲ ἀπὸ πολὺν χρόνον ἦλθεν ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ ἐλογαριάσθη μαζί τους. 20 Καὶ ἀφοῦ προσῆλθεν ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ πέντε τάλαντα, ἐπρόσφερεν ἄλλα πέντε τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωκες.Ἰδού, ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά. 21 Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του· Εὖγε, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.Ἔμβα μέσα διὰ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν αὐτὴν χαρὰν μὲ τὸν κύριον σου.Ἀφοῦ ἐφάνης πιστὸς εἰς τὰ πέντε τάλαντα, ἐλθὲ νὰ γίνῃς συγκύριος εἰς τὴν μεγάλην περιουσίαν μου.Ἐλθὲ νὰ ἀπολαύσῃς τὴν ἀπεριόριστον μακαριότητα τοῦ οὐρανοῦ. 22 Πρόσηλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐπῆρε τὰ δύο τάλαντα καὶ εἶπε· Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωκες.Νά, ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα μὲ αὐτά. 23 Εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ κύριος του· Εὖγε, δοῦλε καλὲ καὶ πιστέ! Εἰς ὀλίγα ἤσουν πιστός, εἰς πολλὰ θὰ σὲ ἐγκαταστήσω.Ἔμβα καὶ σὺ μέσα νὰ ἀπολαύσῃς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. 24 Προσῆλθε δὲ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε πάρει τὸ ἕνα τάλαντον καὶ εἶπε· Κύριε, σὲ ἐγνώρισα, ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός, ποὺ θερίζεις ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρες, καὶ μαζεύεις εἰς τὴν ἀποθήκην σου ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισες καὶ δὲν ἐλίχνισες τὸ ἁλωνισμένον. 25 Καὶ ἐπειδὴ ἐφοβήθην, ἐπῆγα καὶ ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου μέσα εἰς τὴν γῆν.Νά, ἔχεις τὸ ἰδικόν σου. 26 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ κύριος του καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· κακὲ καὶ τεμπέλη δοῦλε! Ἐγνώριζες, ὅτι θερίζω ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἔσπειρα, καὶ συνάγω ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου δὲν ἐσκόρπισα εἰς τὸ ἁλῶνι διὰ νὰ λιχνισθῇ εἰς τὸν ἀέρα. 27 Ἔπρεπε λοιπὸν σὺ νὰ καταθέσῃς τὸ χρῆμα μου εἰς τοὺς τραπεζίτας, καὶ ὅταν θὰ ἠρχόμην ἐγώ, θὰ ἔπαιρνα μὲ τόκον αὐτό, ποὺ μοῦ ἀνῆκει. 28 Πάρετε λοιπὸν ἀπὸ αὐτὸν τὸ τάλαντον καὶ δώσατέ το εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει τὰ δέκα τάλαντα. 29 Διότι εἰς καθένα, ποὺ ἔχει καὶ ηὔξησε μὲ ἐπιμέλειαν καὶ ζῆλον ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἐδόθη, θὰ τοῦ δοθοῦν καὶ ἄλλα καὶ θὰ περισσεύσουν.Ἀπ’ ἐκεῖνον δέ, ποὺ τοῦ ἐδόθησαν μὲν χαρίσματα, ἀλλὰ τὰ παρημέλησε καὶ δὲν τὰ εἰργάσθη, ὥστε νὰ ἔχῃ καὶ αὐτὸς κάτι μὲ τὴν ἰδικήν του ἐργασίαν, καὶ αὐτὸ τὸ ὀλίγον ποὺ τοῦ ἐδόθη καὶ τὸ ἀφῆκεν ἀκαλλιέργητον, θὰ τοῦ τὸ πάρουν. 30 Καὶ τὸν ἄχρηστον δοῦλον βγάλατέ τον ἀπ’ ἐδῶ, καὶ ρίψατέ τον εἰς τὸ πιὸ ἀπομονωμένον καὶ ἀπομακρυσμένον ἀπὸ τὴν βασιλείαν μου σκοτάδι.Ἐκεῖ θὰ εἶναι τὸ κλάψιμον καὶ τὸ τρίξιμον τῶν δοντιῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΚΕ´ 14 - 30


14 Διότι η βασιλεία των ουρανών και η δευτέρα παρουσία του υιού του ανθρώπου ομοιάζει προς ένα άνθρωπον, ο οποίος, προκειμένου να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και παρέδωκε εις αυτούς όλα τα υπάρχοντά του, επί αποδώσει λογαριασμού. 15 Και εις μεν τον ένα έδωκε πέντε τάλαντα, στον άλλον δύο, στον τρίτον ένα, σύμφωνα με την ικανότητά που είχε ο καθένας. Και αμέσως εταξίδευσε εις μακρυνήν χώραν. 16 Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, επήγε ειργάσθη με αυτά και εκέρδησε άλλα πέντε τάλαντα. 17 Το ίδιο και εκείνος που είχε τα δύο, εκέρδησε άλλα δύο. 18 Εκείνος όμως που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε, έσκαψε εις την γην και έκρυψε εκεί τα χρήματα του κυρίου του. (Δεν ήτο κλέπτης και καταχραστής, αλλά αμελής και πονηρός. Δεν κατησώτευσε το τάλαντον, αλλά το αφήκε αχρησιμοποίητον, πράγμα που φανερώνει ασέβειαν και απείθειαν προς τον κύριόν του). 19 Υστερα από πολύν χρόνον, ήλθε ο κύριος εκείνων των δούλων και εζήτησε από αυτούς λογαριασμόν. 20 Και προσελθών εκείνος ο οποίος είχε πάρει τα πέντε τάλαντα επρόσφερε και άλλα πέντε τάλαντα λέγων· “Κυριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά”. 21 Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρίου σου”. 22 Προσελθών δε και εκείνος, που είχε λάβει τα δύο τάλαντα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· ιδού άλλα δύο εκέρδησα επάνω εις αυτά”. 23 Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Ελα και συ μέσα, δια να απολαύσης την χαρά του Κυρίου σου”. 24 Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε λάβει το ένα τάλαντο, και είπε· “Κυριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν εσκόρπισες. 25 Και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανήκει”. 26 Αποκριθείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δούλε πονηρέ και οκνηρέ! Εγνώριζες ότι εγώ θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρπισα. 27 Επρεπε λοιπόν συ να καταθέσης τα χρήματά μου στους τραπεζίτας και όταν εγώ θα ερχόμουν, θα έπαιρνα με τον τόκο του αυτό που είναι ιδικόν μου. 28 Παρτε, λοιπόν, από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. 29 Διότι εις εκείνον ο οποίος με την εργασίαν και την τιμιότητά του έχει αυξήσει αυτό που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα πολλά με το παραπάνω. Από εκείνον δε που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά δεν τα εκαλλιέργησε, θα του αφαιρεθή, και αυτό που του εδόθη. 30 Και τον άχρηστον αυτόν πονηρόν δούλον βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πυκνό σκοτάδι της κολάσεως· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20


9 Ἀναστὰς δὲ πρωῒ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ’ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. 11 κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ’ αὐτῆς, ἠπίστησαν. 12 Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. 13 κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ τὴν σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. 15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. 16 ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται· 17 σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· 18 ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀρρώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. 19 Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. 20 ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν.

Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20


9 Ὅταν δὲ ἀνέστη ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωῒ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἐφάνη πρῶτον εἰς τὴν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχε βγάλει ἑπτὰ δαιμόνια. 10 Ἐκείνη ἐπῆγε καὶ ἀνήγγειλε τοῦτο εἰς τοὺς μαθητάς, ποὺ ἦσαν προτήτερα μαζί του καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν πένθος καὶ ἔκλαιαν διὰ τὸν θάνατον τοῦ διδασκάλου των. 11 Ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ὅταν ἤκουσαν ὅτι ζῇ καὶ ὅτι αὐτὴ τὸν εἶδε, δὲν ἐπίστευσαν εἰς τοὺς λόγους της. 12 Μετὰ ταῦτα δὲ ἐνεφανίσθη μὲ ἄλλην μορφήν, διαφορετικὴν ἀπὸ ἐκείνην ποὺ εἶχε προτοῦ σταυρωθῇ, εἰς δύο ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐβάδιζαν καὶ ἐπήγαιναν εἰς κάποιο χωράφι. 13 Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν καὶ ἀνήγγειλαν τοῦτο εἰς τοὺς λοιποὺς Ἀποστόλους, ἀλλ’ οὔτε εἰς ἐκείνους ἐπίστευσαν. 14 Ὕστερα ἐνεφανίσθη εἰς τοὺς ἕνδεκα, ὅταν αὐτοὶ εἶχαν καθίσει νὰ δειπνήσουν. Καὶ τοὺς ἐμέμφθη διὰ τὴν ὀλιγοπιστίαν τους καὶ διὰ τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας των, διότι δὲν ἐπίστευσαν εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν εἶδαν ἀναστημένον. 15 Καὶ τοὺς εἶπε· Νὰ πᾶτε εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην καὶ νὰ κηρύξετε τὸ εὐαγγέλιον εἰς ὅλην τὴν λογικὴν κτίσιν καὶ δημιουργίαν. 16 Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πιστεύσῃ εἰς τὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ βαπτισθῇ, θὰ σωθῇ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ ἀπιστήσῃ, θὰ κατακριθῇ. 17 Εἰς ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ κιοτεύσουν, θὰ παρακολουθήσουν αὐτὰ τὰ ὑπερφυσικὰ σημάδια, ποὺ θὰ ἀποδεικνύουν τὴν δι’ αὐτῶν ἐνεργοῦσαν χάριν, καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς των· διὰ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ὀνόματός μου θὰ βγάλουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δαιμόνια, θὰ ὁμιλήσουν γλώσσας ξένας, ποὺ δι’ αὐτοὺς θὰ εἶναι νέαι καὶ ἄγνωστοι μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης. 18 Θὰ σηκώσουν μὲ τὰ χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρὶς νὰ πάθουν τίποτε ἀπὸ τὰ δαγκώματά των· καὶ ἐὰν ἀκόμη πίουν δηλητήριον, ποὺ φέρει θάνατον, δὲν θὰ τοὺς βλάψῃ· θὰ βάλουν τὰ χέρια τους ἐπὶ ἀσθενῶν καὶ θὰ γίνουν καλά. 19 Ὁ μὲν Κύριος λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς ὡμίλησεν ἐπανειλημμένως καὶ τοὺς εἶπε μεταξὺ ἄλλων καὶ αὐτά, ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. 20 Ἐκεῖνοι δέ, ἀφοῦ ἐβγῆκαν εἰς περιοδείαν, ἐκήρυξαν εἰς κάθε μέρος, καὶ ὁ Κύριος ἦτο συνεργός των καὶ ἐπεβεβαίωνε τὸν λόγον τοῦ κηρύγματός των μὲ τὰ θαύματα, ποὺ ἐπηκολούθουν εἰς τὸ κήρυγμά των. Ἀμήν.

Ἦχος γ´ - Ἑωθινόν Γ´
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΙϚ´ 9 - 20


9 Αφού δε ανεστήθη ο Ιησούς το πρωϊ της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρώτον εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν, από την οποίαν είχε διώξει επτά δαιμόνια. 10 Αυτή επήγε και ανήγγειλε το ευχάριστον γεγονός στους μαθητάς του, οι οποίοι επενθούσαν και έκλαιον. 11 Εκείνοι δε όταν ήκουσαν ότι ο Διδάσκαλος ζη και ότι παρουσιάσθηκε εις αυτήν, δεν επίστευσαν. 12 Επειτα από αυτά εφανερώθηκε με άλλην μορφήν, από εκείνην που είχε πριν σταυρωθή, εις δύο από αυτούς που επεριπατούσαν και επήγαιναν εις κάποιον χωράφι. 13 Και εκείνοι επήγαν και ανήγγειλαν τούτο στους άλλους Αποστόλους, αλλ' ούτε εις εκείνους επίστευσαν. 14 Υστερον δε εφανερώθηκε και στους ένδεκα, όταν αυτοί είχαν καθίση να φάγουν, και τους ήλεγξε δια την απιστίαν των και την σκληροκαρδίαν των, διότι δεν επίστευσαν εις εκείνους, που τον είχαν ίδει αναστημένον. 15 Και τους είπεν· “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα. 16 Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή. 17 Υπερφυσικά δε σημεία στους πιστεύοντας που θα μαρτυρούν την αλήθειαν της πίστεώς των, θα ακολουθήσουν τα εξής· Με την πίστιν και την επίκλησιν του ονόματός μου θα διώξουν δαιμόνια· θα ομιλήσουν ξένας γλώσσας, νέας και αγνώστους εις αυτούς. 18 Θα σηκώσουν με τα χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρίς να πάθουν τίποτε από το δάγκωμά των· και εάν ακόμη πιουν κανένα θανατηφόρον δηλητήριον, δεν θα τους βλάψη· θα βάζουν τα χέρια των επάνω στους αρρώστους και εκείνοι, θα γίνωνται καλά”. (Τα θαύματα, που έκαμεν Εκείνος θα κάνουν και αυτοί). 19 Ο μεν λοιπόν Κυριος έπειτα από τας ομιλίας αυτάς και πολλάς άλλας που έκαμε προς αυτούς, ανελήφθη στον ουρανόν και εκάθισεν εις τα δεξιά του Θεού. 20 Εκείνοι δε αφού εβγήκαν προς όλην την οικουμένην, εκήρυξαν παντού το Ευαγγέλιον. Ο δε Κυριος συνέπραττε και συνεργούσε μαζή των και επιβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα θαύματα, που επακολουθούσαν ύστερα από το κήρυγμα. Αμήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος