❌
Παρασκευή, 09 Φεβρουαρίου 2024

Άγιος Νικηφόρος, Άγιοι Μάρκελλος επίσκοπος Σικελίας, Φιλάγριος επίσκοπος Κύπρου και Παγκράτιος επίσκοπος Ταυρομενίου
Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς. Νικηφόρου μάρτυρος (†257). Φιλαγρίου Κύπρου, Παγκρατίου Ταυρομενίου (δ΄ αἰ.).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης. 2 ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι, 3 καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου, 4 καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν; 6 ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια; 7 οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ’ ὑμᾶς; 8 εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε· 9 εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται. 10 ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. 11 ὁ γὰρ εἰπών μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καί μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου. 12 οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε, ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι· 13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Αδελφοί μου, ἔχετε πάντοτε εἰλικρινῆ καὶ θεάρεστα ἐλατήρια εἰς τὰς ἐκδηλωσεις τῆς θρησκείας σας καὶ μὴ συντροφεύετε μὲ πράξεις μεροληψίας καὶ προτιμήσεως προσώπων τὴν πίστιν πρὸς τὸν ἔνδοξον Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστὸν εἰς οὐδεμίαν περίστασιν, ἰδιαιτέρως δὲ εἰς τοὺς τόπους καὶ εἰς τὴν ὥραν τῆς λατρείας σας. 2 Διότι, ἐὰν ἐπὶ παραδείγματι εἰσέλθῃ εἰς τὴν σύναξιν, ποὺ κάνετε πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπος μὲ χρυσὰ δακτυλίδια, μὲ ροῦχα πολυτελῆ καὶ λαμπρά, εἰσέλθῃ δὲ καὶ κάποιος πτωχὸς μὲ παληὰ καὶ λερωμένα ρούχα, 3 καὶ στρέψετε ξιππασμένοι τὰ βλέμματά σας πρὸς ἐκεῖνον, ποὺ φορεῖ τὰ λαμπρὰ ροῦχα, καὶ τοῦ εἴπετε· Σὺ κάθησε ἐδ·ῶ, εἰς τιμητικὸν καὶ ἀναπαυτικὸν κάθισμα· καὶ εἰς τὸν πτωχὸν εἴπετε· Σὺ στάσου ἐκεῖ ὄρθιος ἢ κάθησε ἐδῶ παρακάτω ἀπὸ τὸ σκαλοπάτι ποὺ πατοῦν τὰ πόδια μου, 4 σᾶς ἐρωτῶ, τί ἐκάματε, ἀδελφοί μου; Μὲ τὴν μεροληπτικὴν αὐτὴν συμπεριφοράν σας δὲν ἐδοκιμάσατε μέσα σας ἀμφιβολίαν καὶ δισταγμοὺς καὶ τύψιν συνειδήσεως καὶ δὲν καταλήξατε σὰν ἄδικοι κριταὶ εἰς ἀπόφασιν ἐμπνεομένην ἀπὸ σκέψεις πονηράς, ἀντιθέτους πρὸς τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιβάλλει νὰ θεωρῶμεν ὅλους ἴσους καὶ ἀδελφούς μας; 5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Δὲν ἐξέλεξεν ὁ Θεὸς τοὺς πτωχοὺς κατὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά του κόσμου διὰ νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὸν πνευματικὸν κόσμον, ποὺ μᾶς διανοίγει ἡ πίστις, καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, ποὺ ὑπεσχεθη ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἀγαποῦν; 6 Ἐν λοιπὸν Ὁ Θεὸς ἐτίμησε τὸν πτωχόν, σεῖς τουναντΊον κατεξευτελίσατε αὐτόν. Καὶ ἐτιμήσατε τὸν πλούσιον. Ἀλλὰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους δὲν σᾶς καταπιέζουν, καὶ δὲν σᾶς τραβοῦν αὐτοὶ μὲ τὴν βίαν εἰς τὰ δικαστήρια; 7 Δὲν βλασφημοῦν αὐτοὶ τὸ καλὸν ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον σᾶς ἐδόθη καὶ μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε λαὸς Χριστοῦ; 8 Θὰ μοῦ προβάλλετε ἴσως τὴν ἔνστασιν: Δὲν εἴμεθα λοιπὸν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς πλουσίους ὡς πλησίον μας; Ἐὰν δὲν προσωποληπτῆτε, ἀλλὰ ἐκτελῆτε καὶ ἐφαρμόζετε τὸν νόμον, ποὺ πράγματι ἁρμόζει εἰς βασιλεῖς, καὶ ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν Γραφὴν ὁρίζει· Θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾷς τὸν ἑαυτόν σου, καλῶς πράττετε ἀγαπῶντες καὶ τιμῶντες τοὺς πλουσίους. 9 Ἐὰν ὅμως κάνετε μεροληπτικὰς διακρίσεις ἀναλόγως τῶν προσώπων, τότε διαπράττετε ἁμαρτίαν καὶ ἀποδεικνύεσθε ἀπὸ τὸν νόμον παραβάται αὐτοῦ. 10 Μὴ νομίζετε δέ, ὅτι ἡ μεροληπτικὴ αὐτὴ διάκρισις δὲν εἶναι σοβαρὰ ἁμαρτία. Εἶναι παράβασις ὅλου τοῦ νόμου. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ τηρήσῃ ὅλον τὸν νόμον, θὰ πταίσῃ δὲ εἰς ἕνα παράγγελμα τοῦ νόμου, ἔγινεν ἔνοχος παραβάσεως ὁλοκλήρου τοῦ νόμου. Ὅλα τὰ θεῖα παραγγέλματα ἀποτελοῦν ἑνιαῖον σύνολον, εἰς τὸ ὁποῖον τὸ ἓν παράγγελμα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο. 11 Διότι ἕνας καὶ ὁ αὐτὸς Θεὸς ἐνομοθέτησε τὸν ὅλον νόμον καὶ ἐξέφρασε δι’ αὐτοῦ τὸ θέλημά του. Ὁ Θεός, ποὺ εἶπε μὴ μοιχεύσης, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, φονεύσῃς ὅμως, ἔγινες παραβάτης τοῦ νόμου. 12 Νὰ ὁμιλῆτε ἔτσι καὶ νὰ πράττετε ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει εἰς ἀνθρώπους, ποὺ μέλλουν νὰ κριθοῦν ἐπὶ τῇ βάσει νόμου, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον καὶ ὄχι δοῦλον τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν κάνει ἡ προσωποληψία. 13 Πρέπει δὲ νὰ προσέχετε, ὥστε νὰ μὴ γίνεσθε σκληροὶ καὶ ἀσυμπαθεῖς διὰ τῶν προσωποληψιῶν σας, διότι ἡ κρίσις τότε τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι χωρὶς ἔλεος καὶ ἐπιείκειαν δι’ ἐκεῖνον, ποὺ ὑπῆρξεν ἄσπλαγχνος εἰς τοὺς ἀδελφούς του ἡ εὐσπλαγχνία δὲ καὶ τὸ ἔλεος δὲν φοβεῖται τὴν κρίσιν, ἀλλὰ καυχᾶται κατ’ αὐτῆς διότι τὴν κατανικᾷ καὶ ἀποδεικνύεται τὸ ἔλεος ἰσχυρότερον ἀπὸ τὴν κρίσιν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Β´ 1 - 13


1 Αδελφοί μου, προσέχετε να μη έχετε και εκδηλώνετε την πίστιν σας προς τον ένδοξον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν με προσωποληψίας και μάλιστα στον τόπον και τον χρόνον της λατρείας. 2 Διότι,-ας υποθέσωμεν-εάν εισέλθη εις την λατρευτικήν σας συγκέντρωσιν άνθρωπος με χρυσά δακτυλίδια, με ενδύματα πολυτελή και φαντακτερά, εισέλθη δε και ένας πτωχός με φθηνά και λερωμένα ρούχα 3 και στρέψετε τα βλέματά σας με θαυμασμόν και εκτίμησιν προς εκείνον, που φορεί το λαμπρόν ένδυμα, και του πήτε· “συ κάθισε εδώ αναπαυτικά στο τιμητικόν κάθισμα” και στον πτωχόν πήτε· “συ στάσου εκεί πέρα όρθιος”. η “κάθισε εδώ, πιο χαμηλά, από το υποπόδιόν μου”, 4 σας ερωτώ, με την προσωποληψίαν σας αυτήν και την μεροληπτικήν συμπεριφοράν σας δεν εκάματε μέσα σας μεροληπτικήν διάκρισιν μεταξύ πλουσίου και πτωχού και δεν εγίνατε άδικοι κριταί, εφ' όσον κατελήξατε εις απόφασιν στηριχθείσαν εις πονηρούς διαλογισμούς, αντιθέτους προς την αγάπην και την δικαιοσύνην του Θεού; 5 Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς και γυμνούς από τα υλικά αγαθά του κόσμου τούτου, δια να γίνουν πλούσιοι στον ουράνιον κόσμον, τον οποίον μας χαρίζει η πίστις, και κληρονόμοι της βασιλείας, που υπεσχέθη ο Θεός εις όσους τον αγαπούν; 6 Σεις όμως, επεριφρονήσατε και εξηυτελίσατε τον πτωχόν, δια να τιμήσετε μεροληπτικώς τον πλούσιον. Αλλά σας ερωτώ· δεν είναι οι πλούσιοι, οι οποίοι σας καταπιέζουν, και δεν είναι αυτοί, που σας τραβούν εις τα δικαστήρια; 7 Δεν διαβάλλουν αυτοί με την συμπεριφοράν των και δεν εξευτελίζουν το καλόν όνομα του Χριστού, με το οποίον ονομάζεσθε Χριστιανοί και λαός του Χριστού; 8 Εάν όμως συμπεριφέρεσθε έτσι προς τους πλουσίους, όχι διότι προσωποληπτείτε, αλλά διότι εφαρμόζετε τον νόμον του βασιλέως Χριστού, όπως περιέχεται εις την Αγίαν Γραφήν “αγαπήσστον πλησίον σου ως σεαυτόν”. καλώς πράττετε, φερόμενοι έτσι ενώπιον των πλουσίων. 9 Εάν όμως φέρεσθε μεροληπτικά, επηρεασμένοι από αδίκους προσωποληψίας, τότε διαπράττετε αμαρτίαν και αποδεικνύεσθε από αυτόν τούτον τον Νομον του Θεού ως παραβάται, έστω και αν δεν έχετε παραβή άλλας εντολάς. 10 Διότι, εκείνος που θα τηρήση όλον τον Νομον, θα πταίση δε και θα παραβή μίαν εντολήν, έγινεν ένοχος παραβάσεως όλων των εντολών. 11 Διότι ο Θεός, ο οποίος είπε “μη φονεύσης”. Εάν δε δεν μοιχεύσης, αλλά φονεύσης, έγινες παραβάτης όλου του Νομου. (Τον νομοθέτην Θεόν επεριφρόνησες και ύβρισες με την παράβασίν σου αυτήν). 12 Να ομιλήτε μεταξύ σας και να πράττετε έτσι, όπως ταιριάζει εις ανθρώπους, που μέλλουν να κριθούν με τον νόμον, ο οποίος αναδεικνύει τον άνθρωπον ελεύθερον (και όχι δούλον της προσωποληψίας και ανθρωπαρεσκείας). 13 Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 24 - 32


24 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ τοῖς λόγοις αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· Τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· 25 εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· Καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγει· Παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ’ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ. 28 Ἤρξατο ὁ Πέτρος λέγειν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήκαμέν σοι. 29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, 30 ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον. 31 πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. 32 Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν,

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 24 - 32


24 Οἱ δὲ μαθηταὶ ἔμεναν κατάπληκτοι διὰ τοὺς λόγους αὐτούς. Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε πάλιν τὸν λόγον καὶ τοὺς εἶπε· Παιδιά μου, πόσον δύσκολον εἶναι νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει στηρίξει τὴν πεποίθησίν του εἰς τὰ χρήματα καὶ ἀπὸ αὐτὰ μόνα ἐξαρτᾷ τὴν συντήρησίν του καὶ τὴν εὐδαιμονίαν του. 25 Εἶναι εὐκολώτερον μία γκαμήλα νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν μικρὰν τρύπαν, ποὺ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ἕνας πλούσιος νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 26 Αὐτοὶ δὲ ὑπερβολικὰ ἠπόρουν καὶ ἐθαύμαζαν καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους· Καὶ ποῖος ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ, ἀφοῦ εἶναι μέχρι τοῦ ἀδυνάτου δύσκολον νὰ σωθοῦν οἱ πλούσιοι; 27 Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἐκύτταξεν ἐκφραστικὰ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, ἀλλ’ ὄχι καὶ εἰς τὸν Θεόν· διότι εἰς τὸν Θεὸν εἶναι ὅλα δυνατὰ καὶ ἀφοῦ διὰ τῆς χάριτός του ἐνισχύει τοὺς καλοδιαθέτους πλουσίους, καθιστᾷ λοιπὸν καὶ εἰς αὐτοὺς δυνατὴν τὴν σωτηρίαν. 28 Καὶ ὁ Πέτρος ἐξ ἀφορμῆς τῆς προτροπῆς τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὸν πλούσιον ἤρχισε νὰ τοῦ λέγῃ· Ἰδού, ἡμεῖς ἔχομεν ἀφήσει ὅλα καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν. 29 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι δὲν ὑπάρχει κανείς, ποὺ ἀφῆκε σπίτι ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγρούς, ἐπειδὴ τοῦ ἐγίνοντο ἐμπόδιον καὶ πολέμιοι εἰς τὴν πίστιν πρὸς ἐμὲ καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν εἰς τὸ εὐαγγέλιόν μου, 30 ποὺ νὰ μὴ λάβῃ ἑκατονταπλάσια, τώρα εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον τῆς παρούσης ζωῆς. Θὰ λάβῃ αὐτὸς καὶ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς πνευματικοὺς καὶ ἀδελφὰς ἐν Χριστῷ καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα πνευματικὰ καὶ ἀγρούς, ὅλα δὲ αὐτὰ ἐν μέσῳ διωγμῶν, τοὺς ὁποίους θὰ ὑφίσταται δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς ὁποίους οἱ εὐσεβεῖς θὰ τὸν συμπαθοῦν καὶ θὰ τὸν τιμοῦν περισσότερον. Εἰς τὸν αἰῶνα δὲ ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ, θὰ λάβῃ ἀσφαλῶς οὗτος καὶ ζωὴν αἰώνιον. 31 Πολλοὶ δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν πρῶτοι, θὰ εἶναι ἐκεῖ τελευταῖοι, καὶ οἱ τελευταῖοι καὶ ἄσημοι, ποὺ καταδιώκονται καὶ ἀτιμάζονται δι’ ἐμὲ θὰ εἶναι πρῶτοι. 32 Ἐπροχώρουν δὲ καὶ ἀνέβαιναν εἰς τὸν δρόμον πρὸς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπροπορεύετο ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς κα θάμβωναν ἀπὸ θαυμασμὸν οἱ μαθηταί, ποὺ τὸν ἔβλεπαν τόσον ἄφοβα καὶ μὲ τόσον θαρραλέαν ἀπόφασιν νὰ προχωρῇ πρὸς τὴν πόλιν, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ πάθῃ τόσα. Καὶ ἐνῷ ἀπὸ σεβασμὸν τὸν ἠκολούθουν, ἐφοβοῦντο διὰ τὰ ὅσα θὰ τοὺς εὕρισκον εἰς Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα, ἤρχισε νὰ τοὺς λέγῃ ἐκεῖνα, ποὺ ἔμελλον νὰ τοῦ συμβαίνουν.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 24 - 32


24 Οι δε μαθηταί έμειναν θαμπωμένοι από έκπληξιν και φόβον δια τα λόγια του αυτά. Ο Ιησούς όμως επήρε πάλιν τον λόγον και τους είπε· “παιδιά μου, πόσον δύσκολον είναι να εισέλθουν εις την βασιλείαν του Θεού αυτοί, που έχουν στηρίξει την πεποίθησίν των και τας ελπίδας των δια μίαν ευτυχισμένην ζωήν εις τα χρήματα! 25 Είναι ευκολώτερον μίαν γκαμήλα να περάση από την μικράν τρύπαν που ανοίγει το βελόνι, παρά ο πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 26 Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εξεπλήσσοντο και έλεγαν μεταξύ των· “και τότε ποιός ημπορεί να σωθή, αφού όλοι οι άνθρωποι είμεθα τόσον αδύνατοι; 27 —Τους εκύτταξε τότε με βλέμμα βαρυσήμαντον ο Ιησούς και τους είπε· “αυτό είναι πράγματι αδύνατον στους ανθρώπους, όχι όμως και στον Θεόν· διότι όλα είναι δυνατά στον Θεόν, ο οποίος και ημπορεί με την χάριν του να οδηγήση τους ανθρώπους, και αυτούς ακόμη τους πλουσίους, εις σωτηρίαν”. 28 Ο Πετρος λαβών αφορμήν από την προτοπήν του Κυρίου προς τον πλούσιον να απαρνηθή τα κτήματά του, ήρχισε να λέγη προς τον Διδάσκαλον· “ιδού ημείς έχομεν εγκαταλείψει πάντα και σε ηκολουθήσαμεν”. 29 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει κανείς, που να έχη αφήσει σπίτι η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς χάριν εμού και του Ευαγγελίου 30 και να μη λάβη εκατονταπλάσια τώρα κατά τον χρόνον της παρούσης ζωής και οικίας και πνευματικούς αδελφούς και αδελφάς και πατέρα και μητέρα και τέκνα και αγρούς (διότι θα ενταχθή εις την μεγάλην πνευματικήν οικογένειαν, που λέγεται Εκκλησία). Αυτά όμως θα τα έχη με διωγμούς εκ μέρους των ασεβών και απίστων. Εις δε τον αιώνα που μέλλει να έλθη, θα λάβη ζωήν αιώνιον. 31 Τοτε δε πολλοί, που εθεωρούντο πρώτοι στον κόσμον αυτόν, θα είναι τελευταίοι, οι δε τελευταίοι και άσημοι δια το όνομά μου θα είναι πρώτοι”. 32 Ανέβαιναν δε τον δρόμον που ωδηγούσε προς τα Ιεροσόλυμα, και ο Ιησούς επροπορεύετο από αυτούς. Και οι μαθηταί καθώς έβλεπαν τον διδάσκαλον να προχωρή προς το μαρτύριον κατελήφθησαν από θάμβος (εμπρός στο μεγαλείο της θυσίας που ακτινοβολούσε η μορφή του”. Και καθώς με σεβασμόν τον ακολουθούσαν, εφοβούντο δι' όσα έμελλον να γίνουν εις Ιεροσόλυμα. Επήρε πάλιν τους δώδεκα ο Κυριος και ήρχισε να λέγη εις αυτούς όσα έμελλον να του συμβούν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα