❌
Τετάρτη, 07 Φεβρουαρίου 2024

Όσιος Παρθένιος επίσκοπος Λαμψάκου, Όσιος Λουκάς ὁ ἐν Στειρίῳ ὄρει ἄσκησας, Άγιος Γεώργιος ο Νεομάρτυρας εξ Αλικιανού της Κυδωνίας Κρήτης
Παρθενίου ἐπισκόπου Λαμψάκου (δ΄ αἰ.), Λουκᾶ ὁσίου τοῦ ἐν Στειρίῳ Ἑλλάδος (†946).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Α´ 1 - 18


1 Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν. 2 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις, 3 γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν· 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι. 5 Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτείτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ μὴ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ· 6 αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ριπιζομένῳ. 7 μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου. 8 ἀνὴρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ. 9 καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ, 10 ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται. 11 ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται. 12 Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν. 13 Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα. 14 ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος· 15 εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον. 16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί· 17 πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ’ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα. 18 βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Α´ 1 - 18


1 Εγώ ὁ Ἰάκωβος, δοῦλος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γράφω τὴν ἐπιστολὴν ταύτην πρὸς ὅσους ἀπὸ τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπίστευσαν καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι διεσπαρμένοι εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εὔχομαι εἰς αὐτοὺς νὰ χαίρουν. 2 Ὡς πρόξενον τελείας χαρᾶς θεωρήσατε, ἀδελφοί μου, ὅταν πέσετε μέσα εἰς δοκιμασίαν καὶ θλίψεις διαφόρους. 3 Θὰ χαίρετε δὲ εἰς τὰς θλίψεις καὶ τοὺς πειρασμοὺς αὐτούς, ὅταν ἔχετε τὴν γνῶσιν, ὅτι τὸ νὰ δοκιμάζεται ἡ πίστις σας διὰ τῶν θλίψεων δημιουργεῖ ὡς ἀποτέλεσμα ἀσφαλὲς καὶ πλῆρες σταθερὰν ὑπομονὴν 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ αὐτὴ ἂς εἶναι ἀκλόνητος καὶ ἔτσι ἂς παράγῃ πλήρη τὸν καρπὸν τῆς τελειοποιήσεως σας, διὰ νὰ εἶσθε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ὥστε νὰ μὴ σᾶς λείπῃ τίποτε. 5 Ἐὰν δὲ κανεὶς ἀπὸ σᾶς στερῆται σοφίαν, διὰ τῆς ὁποίας θὰ διακρίνῃ διατὶ ἔρχεται ὁ πειρασμὸς καὶ πῶς πρέπει νὰ τὸν ὑπομένῃ, ἂς ζητῇ τὴν σοφίαν ταύτην ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίδει διαρκῶς εἰς ὅλους μὲ γενναιοδωρίαν καὶ δὲν ἐξεφτελίζει τὸν ζητοῦντα. Ἂς ζητῇ λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεόν τὴν σοφίαν αὐτὴν καὶ ὠρισμένως θὰ τοῦ δοθῇ. 6 Νὰ ζητῇ δὲ μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ διστάζῃ εἰς τὸ παραμικρὸν περὶ τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν εἰσακούσῃ. Προσέχετε νὰ μὴ εἰσχωρῇ εἰς τὰς ψυχάς σας τοιοῦτος δισταγμός. Διότι ἐκεῖνος ποὺ διστάζει καὶ ἀμφιβάλλει, ὁμοιάζει πρὸς κῦμα θαλάσσης, τὸ ὁποῖον συνταράσσεται ἀπὸ τὸν ἄνεμον καὶ καταντᾷ εἰς ἀστασίαν. Κατ’ οὐδένα δὲ λόγον ἐπιτρέπεται τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεόν καὶ τὰς προσευχάς μας νὰ παρακολουθῇ ἡ ἀστασία. 7 Διότι ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ποὺ ἀμφιβάλλει καὶ εἶναι ἀκατάστατος, ὅτι θὰ λάβῃ ἀπὸ τὸν Κύριον κάτι ἀπὸ αὐτά, ποὺ τοῦ ἐζήτησε. 8 Ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι δίβουλος καὶ δίγνωμος καὶ δὲν μένει σταθερὸς εἰς μίαν ἀπόφασιν, εἶναι ἀκατάστατος καὶ ἀσταθὴς εἰς ὅσα ἀποφασίζει καὶ ἐνεργεῖ καὶ ἒν γένει εἰς ὅλην τὴν συμπεριφοράν του. Ἄστατος θὰ εἶναι καὶ εἰς ἐκεῖνα, ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Κύριον. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ εἰσακουσθῇ; 9 Ὡς πρὸς δὲ τὸν πειρασμὸν καὶ τὴν δοκιμασίαν, ποὺ δημιουργεῖ ἡ πτωχεία, σᾶς λέγω τὰ ἑξῆς: Ὁ ἀδελφὸς ὁ πτωχὸς καὶ ἄσημος κατὰ κόσμον ἂς καυχᾶται διὰ τὸ ἠθικὸν ὕψος, εἰς τὸ ὁποῖον μὲ τὸν πειρασμὸν τῆς πτωχείας καὶ τῶν στερήσεων τὸν ἀναβιβάζει ὁ Θεός. 10 Ὁ πλούσιος δὲ ἀδελφὸς ἂς καυχᾶται ὄχι διὰ τὰ πλούτη του, ἀλλὰ διὰ τὸ ταπεινὸν φρόνημα, ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν σκέψιν, ὅτι ὁ πλοῦτος δὲν προσθέτει πραγματικὴν ἀξίαν εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ δὲν εἶναι κάτι μόνιμον καὶ αἰώνιον. Διότι ὡς ἄνθος τοῦ ἀγροῦ θὰ παρέλθῃ ὁ πλούσιος οὖτος. 11 Λέγω ὡς ἄνθος χόρτου θὰ παρέλθῃ. Διότι ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος μὲ τὸν καυστικὸν λίβαν καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος του κατέπεσε μαραμένον, καὶ ἡ εὐμορφάδα τοῦ σχήματος καὶ τοῦ χρώματός του ἐχάθη. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαρανθῇ καὶ θὰ ξεπέσῃ εἰς τὰ σχέδια καὶ τὰς ἐπιχειρήσεις του. 12 Πανευτυχὴς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βαστάζει μὲ ὑπομονὴν καὶ καρτερίαν τὴν δοκιμασίαν τῶν θλίψεων. Καὶ εἶναι πανευτυχής, διότι ὅταν διὰ τῆς δοκιμασίας γίνῃ σταθερὸς καὶ δοκιμασμένος καὶ γυμνασμένος, θὰ λάβῃ τὸν λαμπρὸν καὶ ἔνδοξον στέφανον τῆς αἰωνίου ζωῆς, τὸν ὁποῖον ὑπεσχέθη ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν. 13 Ἐκτὸς ὅμως τῶν πειρασμῶν, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς μᾶς καταρτίζει, ὑπάρχουν καὶ πειρασμοὶ ποὺ γεννῶνται ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη μας. Κανένας ἄνθρωπος, ποὺ πειράζεται πρὸς ἁμαρτίαν, ἂς μὴ λέγῃ, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ νὰ πειράζωμαι καὶ νὰ σπρώχνομαι εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τέτοιαν βλασφημίαν νὰ μὴ τὴν βάλῃ ποτὲ μὲ τὸν νοῦν του κανείς. Διότι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πειρασθῇ ποτὲ ἀπὸ κάτι κακὸν καὶ πονηρόν, καὶ συνεπῶς εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον αὐτὸς νὰ προκαλέσῃ πειρασμὸν ἁμαρτίας εἰς κανένα. 14 Ἕκαστος δὲ ἐρεθίζεται καὶ σπρώχνεται εἰς τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τὴν ἰδικήν του κακὴν ἐπιθυμίαν, ποὺ τὸν παρασύρει καὶ μὲ τὸ δόλωμα τῆς ἡδονῆς τὸν τραβά. 15 Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία του αὐτή, ἀφοῦ ὡς ἄλλη πονηρὰ γυνὴ συλλάβῃ διὰ τῆς παρανόμου ἑνώσεως της μὲ τὴν θέλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συγκατατίθεται εἰς αὐτήν, γεννᾷ ἁμαρτωλὰς πράξεις, ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν καταστῇ πλήρης καὶ κυριεύσῃ τὴν ψυχήν, γεννᾷ τὸν θάνατον. 16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ἀπὸ τὸν Θεόν δύναται νὰ προέλθῃ κακόν τι. Ἀπὸ τὸν Θεόν μόνον τὸ ἀγαθὸν προέρχεται, 17 Κάθε τι ἀγαθόν, ποὺ δίδεται εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ κάθε δῶρον τέλειον εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ καταβαίνει ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ δημιουργὸς τῶν οὐρανίων φωτεινῶν σωμάτων καὶ ἡ ὑψίστη καὶ μοναδικὴ πηγὴ κάθε φωτισμοῦ, φυσικοῦ ἢ ἠθικοῦ. Πλησίον αὐτοῦ δὲν ὑπάρχει ἀλλοίωσις καὶ μεταβολὴ σὰν αὐτάς, ποὺ γίνονται εἰς τὴν σελήνην, ἡ ἀπὸ τὴν διαδοχὴν τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἡμέρας. Ἂλλ’ οὔτε καὶ σκιὰ ὅμοια πρὸς ἐκείνην, ἡ ὁποία ρίπτεται ἀπὸ τὴν στροφὴν καὶ μετακίνησιν τῶν οὐρανίων ἀστέρων καὶ σωμάτων. 18 Ὁ Θεὸς εἶναι ὅλος φῶς καὶ ἐξ ἰδίας του ἀγαθῆς θελήσεως μᾶς ἐγέννησε πνευματικῶς διὰ τοῦ εὐαγγελίου, ποὺ εἶναι λόγος τῆς ἀληθείας, διὰ νὰ εἴμεθα σὰν κάποιο μέρος ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του, ἐκλεκτὸν καὶ ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ Α´ 1 - 18


1 Εγώ, ο Ιάκωβος, δούλος του Θεού Πατρός και του Κυρίου Ιησού Χριστού, στους Χριστιανούς, που κατάγονται από τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ, τας διεσκορπισμένας εις όλον τον κόσμον, εύχομαι να χαίρουν. 2 Πηγήν και ατίαν δια την πλέον πλήρη και τελείαν χαράν να θεωρήτε, αδελφοί μου, όταν πέσετε μέσα εις διαφόρους δοκιμασίας και θλίψεις, 3 γνωρίζοντες τούτο, ότι η δια μέσου θλίψεων και ταλαιπωριών δοκιμασία της πίστεώς σας προς τον Χριστόν επεξεργάζεται και πραγματοποιεί ως πολύτιμον αγαθόν μέσα σας την υπομονήν. 4 Η δε υπομονή ας έχη και αυτή, ως καρπόν της, πνευματικόν έργον τέλειον εις τας καρδίας σας, δια να είσθε έτσι τέλειοι και ολόκληροι και να μη υστερήτε εις τίποτε. 5 Εάν δε κανείς από σας στερήται την κατά Θεόν σοφίαν, δια να γνωρίζη πως να φέρεται στους διαφόρους πειρασμούς και πως να αποκτά την υπομονήν, ας ζητή την σοφίαν αυτήν από τον πάνσοφον Θεόν, ο οποίος την δίδει εις όλους πλουσίως, χωρίς να περοφρονή και εξευτελίζη κανένα. Και θα του δοθή αυτή η σοφία. 6 Να την ζητή όμως με σταθεράν και ακλόνητον πίστιν, χωρίς να κυμαίνεται και να αμφιβάλλη, αν θα του την δώση ο Θεός, διότι εκείνος που αμφιβάλλει και κλονίζεται, μοιάζει με κύμα θαλάσσης, που δέρνεται από τον άνεμο και πηγαίνει εδώ και εκεί κατά την φοράν του ανέμου. 7 Διότι ας μη νομίζη ο άνθρωπος αυτός, ο ολιγόπιστος και ακατάστατος, ότι θα πάρη από τον Κυριον κάτι από όσα του ζητεί. 8 Ο άνθρωπος αυτός είναι δίβουλος και δίγνωμος, ακατάστατος και ευμετάβολος εις όλην την πορείαν της ζωής και συμπεριφοράς του. 9 Ο αδελφός δε, που δικιμάζεται από την θλίψιν της πτωχείας και είναι άσημος και αφανής μέσα στον κόσμον, ας καυχάται δια το ύψος της δόξης (εις την οποίαν ο Θεός θα τον αναβιβάση δια την υπομονήν του εις τας θλίψεις). 10 Ο δε πλούσιος εξ άλλου, ας καυχάται δια την ταπεινοφροσύνην του, (την οποίαν γεννά η κατά Θεόν συναίσθησις της πνευματικής του πτωχείας και της προσωρινότητος του πλούτου), αφού σαν ταπεινό αγριολούλουδο και αυτός θα περάση από την επίγειον ζωήν. 11 Διότι ανέτειλεν ο ήλιος με το φλογερό του καύμα και εξήρανε το αγριόχορτο, και το άνθος του έπεσε μαραμένο, και η ωραιότης της εμφανίσεως και των χρωμάτων του εχάθηκε. Ετσι και ο πλούσιος στους δρόμους της ζωής του, θα μαρανθή και θα σβήση, παρ' όλα τα πλούτη και την δόξαν του. 12 Μακάριος και τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπομένει με καρτερίαν και πίστιν στον Θεόν την δοκιμασίαν των θλίψεων, διότι έτσι αναδεικνύεται εκλεκτός και δοκιμασμένος άνθρωπος ενώπιον του Θεού και θα λάβη ως αμοιβήν του τον ένδοξον στέφανον της αιωνίου ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κυριος εις εκείνους, που τον αγαπούν. 13 Κανείς όμως ποτέ, όταν πειράζεται από τα εσωτερικά πάθη και τας αδυναμίας του και δελεάζεται προς την αμαρτίαν, ας μη λέγη, ότι από τον Θεόν υφίσταμαι αυτόν τον αμαρτωλόν πειρασμόν. Αυτό είναι φοβερά ύβρις εναντίον του Αγίου Θεού, διότι ο Θεός δεν είναι δυνατόν ποτέ να πειρασθή από κάτι κακόν και πονηρόν, δι' αυτό δε ακριβώς, άγευστος και απείραστος από κάθε κακόν καθώς είναι, δεν στέλλει εις κανένα ποτέ πειρασμόν, δια να τον εξωθήση προς την αμαρτίαν. 14 Καθένας δε δελεάζεται και παρακινείται προς το κακόν από την ιδικήν του κακήν επιθυμίαν, παρασυρόμενος από το δόλωμα της αμαρτωλής ηδονής. 15 Επειτα αυτή του η φαύλη επιθυμία, αφού σαν πονηρά και ακόλαστος γυνή συλλάβη το κακόν, γεννά την αμαρτωλήν πράξιν· η δε αμαρτία, όταν πλέον προχωρήση και ολοκληρωθή και υποδουλώση την ψυχήν, γεννά τον θάνατον. 16 Λοιπόν, μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί, τίποτε το κακόν δεν προέρχεται από τον Θεόν. 17 Εξ αντιθέτου, κάθε αγαθή προσφορά προς τους ανθρώπους και κάθε δώρον τέλειον κατεβαίνει εκ των άνω, από τον ουρανόν, από τον πανάγαθον Θεόν, που είναι ο δημιουργός και πατέρας όλων των πνευματικών και υλικών φώτων, στον οποίον δεν υπάρχει καμμιά αλλοίωσις, ούτε η παραμικροτέρα σκια μεταβολής. 18 Ο πανάγαθος Θεός, υπό της απείρου αυτού αγαθότητος κινούμενος, ηθέλησεν αυτός και μας εγέννησεν πνευματικώς με την ευαγγελικήν διδασκαλίαν της αληθείας, δια να είμεθα ημείς σαν τα πλέον ευγενή και εκλεκτά πρωτόλεια μεταξύ όλων των δημιουργημάτων.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 11 - 16


11 καὶ λέγει αὐτοῖς· Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ’ αὐτήν· 12 καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται. 13 Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, ἵνα αὐτῶν ἅψηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμων τοῖς προσφέρουσιν. 14 ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἠγανάκτησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν. 16 καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ’ αὐτά.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 11 - 16


11 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτούς· Ἐκεῖνος ποὺ θὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του καὶ θὰ ἔλθῃ εἰς γάμον μὲ ἄλλην, γίνεται μοιχὸς εἰς βάρος τῆς νομίμου συζύγου του. 12 Καὶ ἐὰν μία γυναῖκα χωρίσῃ τὸν ἄνδρα της καὶ ἔλθῃ εἰς γάμον μὲ ἄλλον, διαπράττει μοιχείαν καὶ λέγεται μοιχαλίς. 13 Καὶ τοῦ ἔφεραν μερικὰ μικρὰ παιδιά, διὰ νὰ τὰ ἐγγίσῃ μὲ τὰς χεῖρας του, οἰ μαθηταὶ ὅμως ἐπέπληττον αὐτοὺς ποὺ τὰ ἔφερναν, ἐπειδὴ ἐνόμιζαν, ὅτι δὲν ἥρμοζεν εἰς τὸν Χριστὸν νὰ τὸν ἀπασχολοῦν διὰ μικρὰ παιδιά. 14 Ὅταν ὅμως εἶδεν αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, ἠγανάκτησε καὶ εἶπε πρὸς τοὺς μαθητάς· Ἀφήσατε τὰ παιδία νὰ ἔρχωνται πλησίον μου καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε· διότι δι’ αὐτούς, ποὺ θὰ γίνουν σὰν αὐτὰ καὶ θὰ ἀποκτήσουν παιδικὴν καρδίαν καὶ διάθεσιν, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 15 Ἀληθῶς σᾶς λέγω· ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ δεχθῇ τὸν λόγον καὶ τὸ κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ μὲ ἀφέλειαν καὶ ἐμπιστοσύνην καὶ ταπείνωσιν σὰν αὐτήν, ποὺ δεικνύουν τὰ παιδιὰ εἰς τοὺς γονεῖς καὶ διδασκάλους των, δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν. 16 Καὶ ἀφοῦ ἐπῆρεν αὐτὰ εἰς τὰς ἀγκάλας του, ἔθετε τὰς χεῖρας του ἐπάνω των καὶ τὰ εὐλόγει μὲ ὅλην τὴν στοργήν του.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Ι´ 11 - 16


11 Και εκείνος τους είπε· “Οποιος χωρίσει την γυναίκα του και νυμφευθή άλλην, διαπράττει μοιχείαν εις βάρος της νομίμου συζύγου του. 12 Και εάν μία γυναίκα χωρίση τον άνδρα της και υπανδρευθή άλλον, διαπράττει μοιχείαν”. 13 Και προσέφεραν εις αυτόν τα παιδιά, δια να τα εγγίση με τα χέρια του. Οι δε μαθηταί (διότι ενόμιζαν ταπεινωτικόν δια τον Κυριον να σχολήται με τα παιδιά, ήθελαν δε να τον προφυλάξουν και από ενοχλήσεις) επέπλητταν εκείνους που τα έφεραν. 14 Οταν όμως ο Ιησούς είδεν αυτό, ηγανάκτησε και τους είπε· “αφήστε τα παιδιά να έρχωνται εις εμέ και μη τα εμποδίζετε. Διότι εις τα παιδιά αυτά και εις εκείνους, που με την απλότητα των ομοιάζουν με τα απονήρευτα παιδιά, ανήκει η βασιλεία των ουρανών. 15 Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος δεν θα δεχθή την βασιλείαν του Θεού με την εμπιστοσύνην και την απλότητα ενός παιδιού, δεν θα εισέλθη εις αυτήν”. 16 Και αφού τα αγκαλιασε έβαλε επάνω των τα χέρια του και τα ευλογούσε πολλές φορές και με πολλήν στοργήν.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα