ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 17 - 31
17 Ενεκα της μεγάλης του πίστεως επρόσφερε θυσίαν τον Ισαάκ ο Αβραάμ, όταν εδοκιμάζετο από τον Θεόν. Και αυτός ο οποίος προηγουμένως είχε δεχθή και πιστεύσει ολοψύχως εις τας υποσχέσστου Θεού, ότι δια του Ισαάκ θα εγεννάτο αναρίθμητος λαός, επρόφερε με πίστιν τον μονάκριβον υιόν του.
18 Διότι εις αυτόν είχε λεχθή προηγουμένως, ότι γνήσιοι απόγονοι του θα ωνομάζοντο αυτοί, τους οποίους θα είχεν από τον Ισαάκ.
19 Εσκέφθη όμως, ότι ο Θεός είναι δυνατός και ικανός και εκ νεκρών να αναστήση τον Ισαάκ. Δια την πίστιν του ακριβώς αυτήν τον επήρε πάλιν, και μάλιστα κατά τρόπον, που ο Ισαάκ έγινε προεικόνισμα της θυσίας και της αναστάσεως του Χριστού, του μονογενούς Υιού του Θεού.
20 Επειδή επίστευσεν εις τας επαγγελίας του Θεού ο Ισαάκ, ευλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ, δι' όσα έμελλον να συμβούν.
21 Με πίστιν ο Ιακώβ, όταν επέθαινε, ευλόγησε τα δύο παιδιά του Ιωσήφ και τα προανήγγειλε ως αρχηγούς δύο φυλών και επροσκύνησε τον Θεόν, στηριζόμενος, καθό γέρων πλέον, στο άκρον της ράβδου του.
22 Χαρις εις την πίστιν του ο Ιωσήφ, όταν επέθαινε, ενεθυμήθη εκεί, εις την επιθανάτιον κλίνην του, την έξοδον των Ισραηλιτών από την Αίγυπτον προς την γην Χαναάν και έδωσεν εντολήν να παραλάβουν μαζή των και τα οστά του.
23 Χαρις εις την πίστιν των γονέων του, όταν εγεννήθη ο Μωϋσής, εκρατήθη κρυμμένος από αυτούς επί τρεις μήνες, διότι είδαν ωραίον και χαριτωμένον το παιδίον των, και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του Φαραώ (που επέβαλλε να θανατώνωνται τα αρσενικά βρέφη των Εβραίων).
24 Ενεκα της πίστεως του ο Μωϋσής, όταν εμεγάλωσεν, ηρνήθη να ονομάζεται παιδί της θυγατρός του Φαραώ,
25 και επροτίμησε καλύτερον να ταλαιπωρήται και να κακοπαθή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν μιας αμαρτωλής και τρυφηλής ζωής, σαν βασιλόπουλο εις τα ανάκτορα.
26 Και από τους θησαυρούς, από τα αγαθά και την δόξαν της Αιγύπτου, εθεώρησε μεγαλύτερον και πολυτιμότερον πλούτον το να χλευάζεται και να περιφρονήται, όπως βραδύτερον θα ωνειδίζετο ο Χριστός. Διότι είχε προσηλωμένα τα μάτια του και επερίμενε με πίστιν της ανταμοιβήν, που θα του έδιδεν ο Θεός στους ουρανούς.
27 Χαρις εις την πίστιν του εγκατέλειψε την Αίγυπτον, όταν, δια να υπερασπίση ένα Εβραίον, εφόνευσε τον Αιγύπτιον, χωρίς να φοβηθή τον θυμόν του Φαραώ. Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και εγκαρτέρησιν της βοήθειαν του Θεού του αοράτου, τον οποίον ησθάνετο παρόντα, σαν να τον έβλεπε με τα σωματικά του μάτια.
28 Με την πίστιν έκαμε το Πασχα, την θυσίαν του αρνίου, με το αίμα του οποίου έχρισε τους παραστάτας των εξωτερικών θυρών των οικιών των Εβραίων, δια να μη εγγίση τα πρωτότοκα των Εβραίων ο εξολεθρευτής άγγελος.
29 Με πίστιν εις την παντοδύναμον βοήθειαν του Θεού διέβησαν οι Εβραίοι την Ερυθράν θάλασσαν, σαν να επερνούσαν από ξηράν, ενώ οι Αιγύπτιοι, όταν επεχείρησαν να κάμουν το ίδιο, κατεποντίσθησαν και κατεπόθησαν από την θάλασσαν.
30 Δια της πίστεως έπεσαν τα ισχυρά τείχη της Ιεριχούς, αφού προηγουμένως επί επτά ημέρας τα περιτριγύριζαν κύκλω οι Ισραηλίται.
31 Χαρις εις την πίστιν της η Ραάβ, η πόρνη, δεν εξωλοθρεύθηκε μαζή με τους απειθείς συμπατριώτας της, διότι είχε δεχθή προηγουμένως με ειρήνην τους Ισραηλίτας κατασκόπους, τους οποίους είχε στείλει ο Ιησούς του Ναυή.