❌
Δευτέρα, 05 Φεβρουαρίου 2024

Αγία Αγάθη, Όσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας, Όσιος Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Άγιος Αντώνιος ο Αθηναίος
Ἀγάθης μάρτυρος (†251). Πολυεύκτου Κωνσταντινουπόλεως (†570), Θεοδοσίου ὁσίου τοῦ ἐν Σκοπέλῳ, Ἀντωνίου νεομάρτυρος τοῦ Ἀθηναίου (†1774).
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 17 - 31


17 Πίστει προσενήνοχεν Ἀβραὰμ τὸν Ἰσαὰκ πειραζόμενος, καὶ τὸν μονογενῆ προσέφερεν ὁ τὰς ἐπαγγελίας ἀναδεξάμενος, 18 πρὸς ὃν ἐλαλήθη ὅτι Ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα, 19 λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγείρειν δυνατὸς ὁ Θεός· ὅθεν αὐτὸν καὶ ἐν παραβολῇ ἐκομίσατο. 20 Πίστει καὶ περὶ μελλόντων εὐλόγησεν Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ. 21 Πίστει Ἰακὼβ ἀποθνῄσκων ἕκαστον τῶν υἱῶν Ἰωσὴφ εὐλόγησεν, καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὸ ἄκρον τῆς ῥάβδου αὐτοῦ. 22 Πίστει Ἰωσὴφ τελευτῶν περὶ τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐμνημόνευσε, καὶ περὶ τῶν ὀστέων αὐτοῦ ἐνετείλατο. 23 Πίστει Μωϋσῆς γεννηθεὶς ἐκρύβη τρίμηνον ὑπὸ τῶν πατέρων αὐτοῦ, διότι εἶδον ἀστεῖον τὸ παιδίον, καὶ οὐκ ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως. 24 Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, 25 μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, 26 μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. 27 Πίστει κατέλιπεν Αἴγυπτον, μὴ φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως, τὸν γὰρ ἀόρατον ὡς ὁρῶν ἐκαρτέρησε. 28 Πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος, ἵνα μὴ ὁ ὀλοθρεύων τὰ πρωτότοκα θίγῃ αὐτῶν. 29 Πίστει διέβησαν τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν ὡς διὰ ξηρᾶς, ἧς πεῖραν λαβόντες οἱ Αἰγύπτιοι κατεπόθησαν. 30 Πίστει τὰ τείχη Ἰεριχὼ ἔπεσαν κυκλωθέντα ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας. 31 Πίστει Ραὰβ ἡ πόρνη οὐ συναπώλετο τοῖς ἀπειθήσασι, δεξαμένη τοὺς κατασκόπους μετ’ εἰρήνης.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 17 - 31


17 Λόγῳ τῆς πίστεώς του ἐπρόσφερεν ὁ Ἀβραὰμ θυσίαν τὸν Ἰσαάκ, ὅταν ἐδοκιμάζετο ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἐπρόσφερε τὸν μονάκριβόν του αὐτός, ὁ ὁποῖος ἐδέχθη καὶ ἐκράτησε σφικτὰ τὰς ἐπαγγελίας. 18 Διότι πρὸς αὐτὸν τὸν Ἀβραὰμ ἐλέχθη προηγουμένως ἀπὸ τὸν Θεόν, ὅτι οἱ ἀπόγονοι ποὺ θὰ ἔχῃς ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ, αὐτοὶ θὰ λάβουν τὴν ὀνομασίαν καὶ τὰ δικαιώματα τῶν γνησίων ἀπογόνων σου. 19 Μ’ ὅλα ταῦτα ἐπρόσφερε τὸν μονάκριβόν του θυσίαν, διότι μὲ ὀρθὰς σκέψεις καὶ συλλογισμοὺς ἔπεισε τὸν ἑαυτόν του, ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς καὶ ἐκ νεκρῶν νὰ ἀναστήσῃ τὸν Ἰσαάκ. Δι’ αὐτὸ δὲ καὶ τὸν ἐπῆρε πάλιν ὁ Ἀβραὰμ κατὰ τρόπον, ποὺ ἔγινεν ὁ Ἰσαὰκ τύπος τῆς θυσίας καὶ τῆς ἐκ νεκρὼν ἀναστάσεως τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. 20 Ἐπίστευσεν ὁ Ἰσαὰκ καὶ δι’ αὐτὸ ἔδωκεν εὐχὰς καὶ εὐλογίας εἰς τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ περὶ πραγμάτων, ποὺ θὰ τοὺς συνέβαιναν εἰς τὸ μέλλον. 21 Μὲ πίστιν ὁ Ἰακώβ, ὅταν ἐπέθαινεν, εὐλόγησε καθένα ἀπὸ τὰ δύο παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ καὶ ἀνέδειξε καὶ τὰ δύο ἀρχηγοὺς φυλῶν σύμφωνα μὲ τὸν φωτισμόν, ποὺ τοῦ ἔδιδεν ἡ πίστις. Καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Θεὸν ἀκουμβήσας τὸ κεφάλι του εἰς τὸ ἄκρον τῆς ράβδου, ἐπὶ τῆς ὁποίας ἕνεκα τῆς γεροντικῆς του ἀδυναμίας ἐστηρίζετο. 22 Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἐπέθαινεν, ἐνεθυμήθη καὶ ὡμίλησε περὶ τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἔδωκεν ἐντολὴν διὰ τὰ κόκκαλά του νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον εἰς τὴν γῆν Χαναάν. 23 Λόγῳ τῆς πίστεως τῶν γονέων του ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐγεννήθη, ἐκρύφθη ἐπὶ τρεῖς μῆνας ἀπὸ αὐτούς, διότι εἶδαν τὸ παιδίον χαριτωμένον καὶ ἐξ αὐτοῦ συνεπέραναν, ὅτι ὁ Θεὸς τὸ προώριζε διὰ μεγάλον προορισμόν, καὶ δι’ αὐτὸ δὲν ἐφοβήθησαν τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως τῆς Αἰγύπτου, ποὺ διέτασσε νὰ θανατώνεται κάθε ἀρσενικὸν βρέφος τῶν Ἰουδαίων. 24 Ἕνεκα τῆς πίστεώς του ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐμεγάλωσε καὶ ἔγινεν ἄνδρας, ἠρνήθη νὰ ὀνομάζεται βασιλόπαις, υἱὸς τῆς θυγατέρας τοῦ Φαραώ. 25 Καὶ ἐπροτίμησεν ὡς καλύτερον νὰ κακοπαθῇ μαζὶ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ παρὰ νὰ ἔχῃ πρόσκαιρον ἀπόλαυσιν ἁμαρτίας, νὰ ζῇ δηλαδὴ ἄνετα καὶ μὲ τιμὰς σὰν Αἰγύπτιος ἄρχων μὲ τοὺς εἰδωλολάτρας, ποὺ κατεπίεζαν τοὺς Ἰσραηλίτας. 26 Kai ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὰ ἀγαθὰ τῆς Αἰγύπτου ἐθεώρησε μεγαλύτερον πλοῦτον τὰς περιφρονήσεις, ποὺ ὠμοίαζαν πρὸς τὸν ὀνειδισμὸν καὶ τὴν περιφρόνησιν, τὰ ὁποῖα ὑστερώτερα ὑπέστη ὁ Χριστὸς διότι εἶχε καρφωμένα τὰ μάτια του εἰς τὰς οὐρανίους ἀνταμοιβάς. 27 Ἐπειδὴ ἐπίστευσεν εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Θεοῦ ὁ Μωυσῆς, ἐγκατέλιπε τὴν Αἴγυπτον, ὅταν ἐφόνευσε τὸν Αἰγύπτιον καὶ δὲν ἐφοβήθη τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν φυγὴν αὐτὴν τοῦ Μωϋσέως θὰ ἐσχημάτιζε πλέον πεποίθησιν περὶ τῆς ἐνοχῆς του καὶ ἠδύνατο νὰ τὸν καταδιώξῃ καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ κράτους του. Καὶ δὲν ἐφοβήθη ὁ Μωϋσῆς, διότι ἔβλεπε σὰν μὲ τὰ σωματικά του μάτια τὸν ἀόρατον Θέον καὶ μὲ καρτερίαν πολλὴν ἐπερίμενε τὴν βοήθειάν του. 28 Μὲ πίστιν ἔκαμεν ὁ Μωϋσῆς τὸ Πάσχα, ἤτοι τὴν θυσίαν τοῦ ἀρνίου καὶ ἔχρισε μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀρνίου τούτου τὶς ἐξώπορτες τῶν Ἑβραίων, διὰ νὰ μὴ ἐγγίσῃ τὰ πρωτότοκά των ὁ ἐξολοθρευτὴς ἄγγελος, ποὺ θὰ ἐθανάτωνε τὰ πρωτότοκο τῶν Αἰγυπτίων κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἐξόδου τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον. 29 Μὲ τὴν πίστιν, ὅτι δὲν θὰ ἐπνίγοντο, ἐπέρασαν οἱ Ἰσραηλῖται τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν, σὰν νὰ ἐπερνοῦσαν ξηρὰν γῆν, ἡ θάλασσα δὲ αὐτή, ὅταν ἐτόλμησαν νὰ πειραματισθοῦν εἰς αὐτὴν οἰ Αἰγυπτιοι, τοὺς κατέπιε. 30 Διὰ τῆς πίστεως ἔπεσαν τὰ τείχη τῆς Ἱεριχω, ἀφοῦ ἐγύρισαν τριγύρω ἀπὸ αὐτὸ oἱ ἱερεῖς τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας μετὰ τῆς κιβωτοῦ σαλπίζοντες. 31 Λόγῳ τῆς πίστεώς της ἡ πόρνη Ραὰβ δὲν ἐθανατώθη μαζὶ μὲ τοὺς συμπατριώτας της ποὺ ἀπείθησαν, διότι ἐδέχθη μὲ εἰρηνικὰς διαθέσεις τοὺς κατασκόπους, ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας εἰς τὴν Ἱεριχώ.

ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 17 - 31


17 Ενεκα της μεγάλης του πίστεως επρόσφερε θυσίαν τον Ισαάκ ο Αβραάμ, όταν εδοκιμάζετο από τον Θεόν. Και αυτός ο οποίος προηγουμένως είχε δεχθή και πιστεύσει ολοψύχως εις τας υποσχέσστου Θεού, ότι δια του Ισαάκ θα εγεννάτο αναρίθμητος λαός, επρόφερε με πίστιν τον μονάκριβον υιόν του. 18 Διότι εις αυτόν είχε λεχθή προηγουμένως, ότι γνήσιοι απόγονοι του θα ωνομάζοντο αυτοί, τους οποίους θα είχεν από τον Ισαάκ. 19 Εσκέφθη όμως, ότι ο Θεός είναι δυνατός και ικανός και εκ νεκρών να αναστήση τον Ισαάκ. Δια την πίστιν του ακριβώς αυτήν τον επήρε πάλιν, και μάλιστα κατά τρόπον, που ο Ισαάκ έγινε προεικόνισμα της θυσίας και της αναστάσεως του Χριστού, του μονογενούς Υιού του Θεού. 20 Επειδή επίστευσεν εις τας επαγγελίας του Θεού ο Ισαάκ, ευλόγησε τον Ιακώβ και τον Ησαύ, δι' όσα έμελλον να συμβούν. 21 Με πίστιν ο Ιακώβ, όταν επέθαινε, ευλόγησε τα δύο παιδιά του Ιωσήφ και τα προανήγγειλε ως αρχηγούς δύο φυλών και επροσκύνησε τον Θεόν, στηριζόμενος, καθό γέρων πλέον, στο άκρον της ράβδου του. 22 Χαρις εις την πίστιν του ο Ιωσήφ, όταν επέθαινε, ενεθυμήθη εκεί, εις την επιθανάτιον κλίνην του, την έξοδον των Ισραηλιτών από την Αίγυπτον προς την γην Χαναάν και έδωσεν εντολήν να παραλάβουν μαζή των και τα οστά του. 23 Χαρις εις την πίστιν των γονέων του, όταν εγεννήθη ο Μωϋσής, εκρατήθη κρυμμένος από αυτούς επί τρεις μήνες, διότι είδαν ωραίον και χαριτωμένον το παιδίον των, και δεν εφοβήθησαν το διάταγμα του Φαραώ (που επέβαλλε να θανατώνωνται τα αρσενικά βρέφη των Εβραίων). 24 Ενεκα της πίστεως του ο Μωϋσής, όταν εμεγάλωσεν, ηρνήθη να ονομάζεται παιδί της θυγατρός του Φαραώ, 25 και επροτίμησε καλύτερον να ταλαιπωρήται και να κακοπαθή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν μιας αμαρτωλής και τρυφηλής ζωής, σαν βασιλόπουλο εις τα ανάκτορα. 26 Και από τους θησαυρούς, από τα αγαθά και την δόξαν της Αιγύπτου, εθεώρησε μεγαλύτερον και πολυτιμότερον πλούτον το να χλευάζεται και να περιφρονήται, όπως βραδύτερον θα ωνειδίζετο ο Χριστός. Διότι είχε προσηλωμένα τα μάτια του και επερίμενε με πίστιν της ανταμοιβήν, που θα του έδιδεν ο Θεός στους ουρανούς. 27 Χαρις εις την πίστιν του εγκατέλειψε την Αίγυπτον, όταν, δια να υπερασπίση ένα Εβραίον, εφόνευσε τον Αιγύπτιον, χωρίς να φοβηθή τον θυμόν του Φαραώ. Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστιν και εγκαρτέρησιν της βοήθειαν του Θεού του αοράτου, τον οποίον ησθάνετο παρόντα, σαν να τον έβλεπε με τα σωματικά του μάτια. 28 Με την πίστιν έκαμε το Πασχα, την θυσίαν του αρνίου, με το αίμα του οποίου έχρισε τους παραστάτας των εξωτερικών θυρών των οικιών των Εβραίων, δια να μη εγγίση τα πρωτότοκα των Εβραίων ο εξολεθρευτής άγγελος. 29 Με πίστιν εις την παντοδύναμον βοήθειαν του Θεού διέβησαν οι Εβραίοι την Ερυθράν θάλασσαν, σαν να επερνούσαν από ξηράν, ενώ οι Αιγύπτιοι, όταν επεχείρησαν να κάμουν το ίδιο, κατεποντίσθησαν και κατεπόθησαν από την θάλασσαν. 30 Δια της πίστεως έπεσαν τα ισχυρά τείχη της Ιεριχούς, αφού προηγουμένως επί επτά ημέρας τα περιτριγύριζαν κύκλω οι Ισραηλίται. 31 Χαρις εις την πίστιν της η Ραάβ, η πόρνη, δεν εξωλοθρεύθηκε μαζή με τους απειθείς συμπατριώτας της, διότι είχε δεχθή προηγουμένως με ειρήνην τους Ισραηλίτας κατασκόπους, τους οποίους είχε στείλει ο Ιησούς του Ναυή.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 22 - 26


22 Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά, καὶ φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται. 23 καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτόν εἴ τι βλέπει. 24 καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας. 25 εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἀνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας. 26 καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς οἶκον αὐτοῦ λέγων· Μηδὲ εἰς τὴν κώμην εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ κώμῃ.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 22 - 26


22 Καὶ ἔρχεται εἰς τὴν Βηθσαϊδά, καὶ τοῦ φέρνουν ἕνα τυφλὸν καὶ τὸν παρακαλοῦν νὰ τὸν ἐγγίσῃ δισ νὰ ἰατρευθῇ. 23 Καὶ ἀφοῦ ἔπιασεν ἀπὸ τὸ χέρι τὸν τυφλόν, τὸν ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὸ χωρίον· καὶ ἀφοῦ ἔπτυσεν εἰς τὰ μάτια του, ἔβαλεν ἐπάνω του τὰς χείρας του καὶ τν ἠρώτα, ἐὰν ἔβλεπε τίποτε. Καὶ ἔκανε τοῦτο ὁ Κύριος διὰ νὰ διεγείρῃ καὶ δυναμώσεῃ τὴν πίστιν τοῦ θεραπευομένου τυφλοῦ. 24 Καὶ ἀφοῦ ἐκεῖνος ἐκύτταξεν, ἔλεγε· Βλέπω τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιπατοῦν σὰν κορμοὶ δένδρων. 25 Ὕστερον πάλιν ἔβαλεν ὁ Ἰησοῦς τὰς χεῖρας του εἰς τὰ μάτια του καὶ ἀφοῦ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἐδυνάμωσε τὴν πίστιν τοῦ τυφλοῦ, τὸν ἔκαμε νὰ τὰ ἀνοίξῃ καλά. Καὶ ἀποκατεστάθη τὸ φῶς του καὶ διέκρινε ὅλους καθαρὰ καὶ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ ἦσαν μακράν. 26 Καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὸ σπίτι του καὶ τοῦ εἶπεν· Οὔτε εἰς τὸ χωρίον νὰ ἔμβης, οὔτε νὰ εἴπῃς εἰς κανένα μέσα εἰς τὸ χωρίον τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας σου.

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ Η´ 22 - 26


22 Και έρχεται εις την Βηθσαϊδά και φέρουν εις αυτόν ένα τυφλόν και τον παρακαλούν να τον εγγίση, δια να του δώση έτσι την θεραπείαν. 23 Και αφού επιασε τον τυφλόν από το χέρι, τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε εις τα μάτια του, έβαλε επάνω εις αυτόν τα χέρια του και τον ερωτούσε, αν βλέπη τίποτε. 24 Και εκείνος αφού εσήκωσε τα μάτια και εκύταξε έλεγε· “βλέπω τους ανθρώπους σαν δένδρα να περιπατούν”. (Η θεραπεία εγίνετο προοδευτικώς ανάλογα με την αναπτυσομένην πίστιν του τυφλού). 25 Και έπειτα πάλιν έβαλε τα χέρια του ο Κυριος εις τα μάτια εκείνου και τον έκαμε να τα ανοίξη καλά και να βλέπη καθαρά. Και αποκατεστάθη η όρασίς του και διέκρινε όλους καθαρά και αυτούς ακόμη που ήσαν μακρυά. 26 Και έστειλεν αυτόν στο σπίτι του, αφού του έδωσε την παραγγελίαν· “ούτε στο χωριό να εισέλθης ούτε εις κανένα μέσα στο χωριό να πης τίποτε περί του θαύματος”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα