❌
Κυριακή, 14 Ιανουαρίου 2024

Αγία Νίνα Ισαπόστολος, Άγιοι Τριάντα Τρεις Πατέρες εν Ραϊθώ αναιρεθέντες
Ἀπόδοσις τῶν Θεοφανείων. Τῶν ἐν Σινὰ καὶ ̔Ραϊθὼ ἀναιρεθέντων πατέρων.
Ἀπόστολος
Εὐαγγέλιον
Ἑωθινόν


ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 7 - 13


7 Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. 8 διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. 9 τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; 10 ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. 11 καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, 12 πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, 13 μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ,

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 7 - 13


7 Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμεθα ὅλοι ἕνα. Ἐὰν δὲ διάφορα καὶ ποικίλα χαρίσματα καὶ ὄχι τὰ αὐτὰ εἰς ὅλους ἐδόθησαν, κατ’ οὐδένα λόγον ἐπιτρέπεται ἡ διανομὴ αὐτὴ νὰ γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξύ σας. Διότι ἡ διανομὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τυχαία, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ αὐτὸν τὸν Χριστόν. Εἰς ἕνα ἕκαστον ἀπὸ ἡμᾶς δηλαδὴ ἐδόθη ἡ χάρις σύμφωνα μὲ τὸ μέτρον, τὸ ὁποῖον σοφῶς καὶ δικαίως χρησιμοποιεῖ ὁ Χριστὸς εἰς τὴν διανομὴν τῆς δωρεᾶς του. 8 Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ Χριστὸς διανέμει τὰ χαρίσματα, δι’ αὐτὸ λέγει καὶ ἡ Γραφὴ εἰς τοὺς ψαλμούς: Ὅταν ἀνέβη διὰ τῆς ἀναλήψεώς του ὁ Χριστὸς ὑψηλὰ εἰς τὸν οὐρανόν, ἔδεσεν αἰχμαλωτισμένους τοὺς ἐχθρούς του, ἤτοι τὸν σατανᾶν καὶ τὸν θάνατον καὶ ἔδωκε χαρίσματα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. 9 Μὲ τὸ νὰ λέγῃ δὲ ἡ Γραφὴ διὰ τὸν Χριστὸν τὸ ἀνέβη, τί ἄλλο σημαίνει παρὰ ὅτι προτήτερα καὶ κατέβη ὁ Χριστὸς εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς, ἐνανθρωπήσας καὶ σταυρωθείς; 10 Ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος κατέβη, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος καὶ ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς οὐρανούς, διὰ νὰ γεμίσῃ μὲ τὴν παρουσίαν του καὶ τὰς δωρεάς του τὰ πάντα. 11 Καὶ αὐτὸς ἔδωκεν ἄλλους μὲν ἀποστόλους, ἄλλους δὲ προφήτας, ἄλλους δὲ εὐαγγελιστάς, ἄλλους δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, 12 πρὸς τὸν σκοπόν του νὰ καταρτίζωνται οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελῆται τὸ ἔργον τῆς διακονίας, μὲ τὸ ὁποῖον οἰκοδομεῖται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. 13 Μέχρις ὅτου φθάσωμεν νὰ ἔχωμεν ὅλοι μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀληθῆ πίστιν καὶ τελείαν γνῶσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ αὐξηθῶμεν εἰς τέλειον ἄνδρα ὑπὸ ἔποψιν πνευματικὴν καὶ ἀποκτήσωμεν τὸ μέτρον τῆς πνευματικῆς ὡριμότητος, κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ ἔχωμεν πλήρεις τὰς δωρεὰς καὶ τὴν ἠθικὴν τελειότητα τοῦ Χριστοῦ.

ΠΡΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥΣ Δ´ 7 - 13


7 Εις τον καθένα δε από ημάς εδόθη η χάρις, τα χαρίσματα και αι δωρεαί, σύμφωνα με το μέτρον, με το οποίον δικαίως και σαφώς μοιράζει ο Χριστός τας δωρεάς του. (Ας μη υπάρχουν, λοιπόν, ζηλοφθονίαι μεταξύ σας, διότι τα χαρίσματα είναι δώρα του Θεού, δια την εξυπηρέτησιν όλων). 8 Ακριβώς, διότι ο Χριστός ο ίδιος διανέμει τα χαρίσματα, (στον ψαλμ.67,στιχ.19,τον οποίον ελευθέρως αποδίδει ο Παύλος) λέγει η Γραφή. “Οταν ανέβη δια της αναλήψεως του υψηλά στους ουρανούς επήρε αιχμαλώτους του και ηλευθέρωσεν εκείνους, τους οποίους εκρατούσε δούλους του ο διάβολος και έδωκε δώρα και χαρίσματα στους ανθρώπους”. 9 Αυτό δε που λέγει η Γραφή, ότι ανέβη, τι άλλο συμαίνει, παρά ότι προηγουμένως είχε κατεβή ο σταυρωθείς Κυριος εις τα κατώτερα μέρη της γης, δηλαδή κάτω στον Αδην; 10 Ο Χριστός, ο οποίος κατέβη μέχρι και του Αδου, αυτός είναι που ανέβη επάνω επό όλους τους ουρανούς, δια να γεμίση έτσι με την παρουσίαν του και τα χαρίσματά του τα πάντα. 11 Αυτός, λοιπόν, εμοίρασε τας δωρεάς του και έτσι ανέδειξε και έδωκεν εις την Εκκλησίαν άλλους μεν αποστόλους, άλλους δε προφήτας, που θα αναλύουν τα λόγια του Θεού και θα προλέγουν τα μέλλοντα, άλλους δε κήρυκας του Ευαγγελίου, άλλους ποιμένας και διδασκάλους, οι οποίοι θα καθοδηγούν ένα έκαστον και όλους μαζή τους Χριστιανούς. 12 Και όλα αυτά προς τον σκοπόν να οικοδομούνται και να προοδεύουν εις την κατά Χριστόν ζωήν οι πιστοί, να εκτελήται άρτια και αρμονικά το έργον της διακονίας, ώστε να οικοδομείται συνεχώς η Εκκλησία, η οποία είναι σώμα Χριστού, 13 μέχρις ότου καταλήξωμεν όλοι εις μίαν και την αυτήν πίστιν, χωρίς διαφοράς και αντιθέσεις, εις την βαθείαν γνώσιν του Υιού του Θεού, εις τέλειον άνδρα, από απόψεως πνευματικής σοφίας και αρετής, στο μέτρον της πνευματικής ηλικίας και της πλήρους ηθικής τελειότητος, δια να ολοκληρωθώμεν και αποτελέσωμεν έτσι το σώμα του Χριστού.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Δ´ 12 - 17


12 Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 13 καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ· 14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· 15 Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, 16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει φῶς εἶδεν μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. 17 Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Δ´ 12 - 17


12 Ὅταν δὲ ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ Ἰωάννης παρεδόθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἀντίπα εἰς φυλακήν, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 13 Καὶ ἀφοῦ ἀφῆκε τὴν Ναζαρέτ, ἦλθε καὶ κατοίκησεν εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦτο κτισμένη πλησίον τῆς λίμνης, εἰς τὰ σύνορα τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, 14 διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ καὶ πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο, ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὁ ὁποῖος λέγει· 15 Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνεται πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, πρὸς ἀνατολὰς αὐτοῦ, ἡ Γαλιλαία, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν πολλοὶ ἐθνικοί, 16 ὁ λαός, ποὺ κάθηται ὡσὰν κρατημένος καὶ ἀκίνητος εἰς τὸ πνευματικὸν σκότος τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσεβείας, εἶδε φῶς πνευματικὸν μέγα, τὸν Χριστόν, καὶ εἰς ἐκεῖνους, ποὺ κάθηνται εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σκιάζει τὸ πυκνότατον σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, ἔλαμψεν ἐξ οὐρανοῦ φῶς εἰς αὐτούς. 17 Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττῃ συστηματικῶς καὶ νὰ λέγῃ· Μετανοεῖτε, διότι ἐπλησίασαν αἱ ἡμέραι κατὰ τὰς ὁποίας ὁ Μεσσίας μὲ τὴν νέαν, πνευματικήν, ἁγίαν καὶ οὐράνιον ζωήν, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, θὰ ἐγκαθιδρύσῃ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Δ´ 12 - 17


12 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσεν ότι ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και ερρίφθη στην φυλακήν, ανεχώρησεν από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. 13 Και αφού εγκατέλειψε την Ναζαρέτ, ήλθεν και εγκατεστάθη εις την Καπερναούμ, η οποία ήτο κτισμένη εις την παραλίαν της Γεννησαρέτ, εις τα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. 14 Και εξεπληρώθη έτσι αυτό, που είχε προείπει ο προφήτης Ησαΐας λέγων· 15 “Η περιοχή της φυλής Ζαβουλών και η περιοχή της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνεται πλησίον της θαλάσσης της Γεννησαρέτ και προς ανατολάς του Ιορδάνου, η Γαλιλαία η γεμάτη από εθνικούς, 16 ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι της θρησκευτικής αγνοίας και πλάνης, είδε πνευματικόν φως μέγα, τον Χριστόν, και εις αυτούς που κάθονται δούλοι ψυχικώς εις την χώραν, που την σκαπάζει καταθλιπτικόν το πυκνότατον σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου, ανέτειλε και έλαμψε φως από τον ουρανόν”. 17 Από τότε πλέον ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη δημοσία και να λέγη· “μετανοείτε, διότι έχει πλησιάσει πλέον η βασιλεία των ουρανών, η πνευματική και αγία ζωή της λυτρώσεως και της μακαριότητος”.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα




Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. 2 ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. 3 λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἐνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. 4 πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. 5 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. 6 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. 7 λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνός· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν· 8 οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ’ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. 9 ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον καὶ ἄρτον. 10 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. 11 ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν σὺ τίς εἶ, εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. 13 ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον καὶ δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. 14 Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Μετὰ ταῦτα ἐφανέρωσε τὸν ἑαυτόν του πάλιν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς μαθητάς του εἰς τὴν λίμνην τῆς Τιβεριάδος. Τὸν ἐφανέρωσε δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον. 2 Ἦσαν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος, καὶ ὁ Θωμᾶς, ποὺ ἐλέγετο Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναήλ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του. 3 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Σίμων Πέτρος· Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ἐρχόμεθα καὶ μεῖς μαζί σου. Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά των πρὸς τὴν θάλασσαν καὶ ἐμβῆκαν ἀμέσως εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἤρχισαν νὰ ψαρεύουν. Καὶ κατ’ ἐκείνην τὴν νύκτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν δὲ πλέον ἔγινε πρωΐ, ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθηταὶ ὅμως δὲν ἀντελήφθησαν, ὅτι αὐτός, ποὺ ἐστέκετο, ἦτο ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦτο λοιπὸν ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάγι; Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν· Ὄχι. 6 Ἐκεῖνος δὲ τότε εἶπε πρὸς αὐτούς· Ρίψατε τὸ δίκτυον εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ εὕρετε. Ἔρριψαν λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὴν σύστασιν αὐτὴν καὶ δὲν ἠμπόρεσαν νὰ τραβήξουν ἐπάνω τὸ δίκτυον ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν, ποὺ εἶχε πιάσει. 7 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ αὐτὴν ἐπιτυχίαν, λέγει ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, τὸν ὁποῖον ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς, εἰς τὸν Πέτρον· Αὐτός, ποὺ τὸν ἐνομίσαμεν ὡς ξένον, εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ἐκεῖ ἦτο ὁ Κύριος, ἐφόρεσε βιαστικὰ καὶ ἐζώσθη τὸν ἐργατικὸν σάκκον του, διότι μέχι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἦτο σχεδὸν γυμνός· καὶ ὁρμητικός, καθὼς ἦτο, ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, διὰ νὰ συναντήσῃ τὸ συντομώτερον τὸν Διδάσκαλον. 8 Οἱ ἄλλοι μαθηταὶ ὅμως ἦλθαν πρὸς τὸν Ἰησοῦν μὲ τὸ πλοιάριον· διότι δὲν ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τὴν ξηράν, ἀλλ’ ἀπεῖχον περίπου διακόσιες πήχεις. Καὶ ἦλθαν σύροντες τὸ γεμᾶτον ἀπὸ τὰ συλληφθέντα ψάρια δίκτυον. 9 Εὐθὺς λοιπὸν ὡς ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, κάθυγροι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμον κατὰ γῆς σωρὸν ἀπὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ ἐπάνω εἰς αὐτὸν ἕνα ψάρι καὶ χωριστὰ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ἕνα ἄρτον. Ηὗραν δηλαδὴ φωτιά, διὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ ξηρανθοῦν τὰ ἐνδύματά των, καὶ φαγητὸν διὰ τὸ πρωϊνόν τους. 10 Καὶ διὰ νὰ συμπληρωθῇ τὸ πρωϊνὸν αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸ προϊὸν τοῦ κόπου των, λέει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Φέρετε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ποὺ ἐπιάσατε τώρα. 11 Ἐπειδὴ δὲ τὸ δίκτυον ἦτο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν λίμνην καὶ ἕνεκα τοῦ βάρους του ἦτο δύσκολον νὰ τραβηχθῇ, ἀνέβη ὁ Σίμων Πέτρος ὡς ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐτράβηξε τὸ δίκτυον εἰς τὴν ξηράν, γεμᾶτον ἀπὸ ψάρια μεγάλα ἑκατὸν πεντήκοντα τρία. Καίτοι δὲ ἦσαν τόσον πολλὰ τὰ ψάρια, δὲν ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. 12 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἔλθετε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωϊνόν σας. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτόλμα νὰ τὸν ἐξετάσῃ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ· Ποῖος εἶσαι σύ; Διότι ἤξευραν, ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ συνεπῶς ᾐσθάνοντο ἀπέναντι τοῦ φόβον καὶ βαθὺν σεβασμόν. 13 Ἀφοῦ λοιπὸν κατόπιν τῆς προσκλήσεως τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ νὰ φάγουν, ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει εἰς τὰς χεῖρας του τὸν ἄρτον καὶ ἐμοίρασε τοῦτον εἰς αὐτούς, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ὀψάριον. 14 Αὐτὴ ἦτο ἡ τρίτη φορὰ ἕως τότε, ποὺ ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς εἰς συναθροισμένους τοὺς μαθητάς του, ἀφ’ ὅτου ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν.

Ἦχος βαρύς - Ἑωθινόν Ι´
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΚΑ´ 1 - 14


1 Επειτα από αυτά, εφανέρωσε τον ευατόν του πάλιν ο Ιησούς κοντά εις την λίμνην της Τιβεριάδος· εφανερώθηκε δε ως εξής· 2 Ησαν μαζή ο Σιμων Πετρος και ο Θωμάς, που ελέγετο Διδυμος, και ο Ναθαναήλ, που κατήγετο από την Κανά της Γαλιλαίας, και οι υιοί του Ζεβεδαίου και άλλοι δύο από τους μαθητάς του. 3 Λεγει εις αυτούς ο Σιμων Πετρος· “πηγαίνω να ψαρέψω”. Λεγουν εις αυτόν και εκείνοι· “ερχόμαστε και ημείς μαζή σου”. Εβγήκαν, λοιπόν, προς την θάλασσαν, εμπήκαν αμέσως στο πλοίον και ήρχισαν να ρίπτουν τα δίκτυα. Εκείνη όμως την νύκτα δεν έπιασαν τίποτε. 4 Οταν δε πλέον έγινε πρωϊ, εστάθηκεν ο Ιησούς εις την παραλίαν. Οι μαθηταί όμως δεν αντελήφθησαν ότι αυτός είναι ο Ιησούς. 5 Λεγει, λοιπόν, εις αυτούς ο Ιησούς σαν άγνωστος διαβάτης και με την συνηθισμένην τότε οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, “παιδιά, μήπως έχετε κανένα ψάρι για προσφάγι;” Του απήντησαν· “όχι· δεν έχομεν τίποτε”. 6 Εκείνος τότε τους είπε· “ρίξτε το δίκτυ εις τα δεξιά μέρη του πλοίου και θα βρήτε ψάρια”. Ερριξαν τότε το δίκτυ και επιασαν τόσον πολλά, ώστε δεν ημπόρεσαν πλέον να σηκώσουν το δίκτυον και να το τραβήξουν επάνω στο πλοίον από το πλήθος των ψαριών. 7 Ο μαθητής εκείνος, τον οποίον αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς, εθυμήθηκε τότε και άλλην, προ τριών ετών, θαυμαστήν αλιείαν πλήθους ψαριών και λέγει στον Πετρον· “αυτός είναι ο Κυριος”. Οταν, λοιπόν, ο Σιμων Πετρος ήκουσε ότι αυτός που στέκεται εκεί είναι ο Κυριος, έρριξε επάνω του και εζώστηκε τον επενδύτην. Διότι ήτο σχεδόν γυμνός κατά τας ώρας του ψαρέματος. Ερρίφθη εις την θάλασσαν, δια να έλθη όσον ημπορούσε συντομώτερα προς τον Κυριον. 8 Οι άλλοι όμως μαθηταί ήλθαν με το πλοιάριον, διότι δεν απείχαν πολύ από την ξηράν, αλλά περίπου διακόσιες πήχες, δηλαδή εκατό περίπου μέτρα. Και ήλθαν σύροντες το δίκτυ, που ήτο γεμάτο ψάρια. 9 Αμέσως δε μόλις εβγήκαν εις την ξηράν, βρεγμένοι και πεινασμένοι, βλέπουν αναμμένα κάρβουνα σωρόν και επάνω εις αυτά ψάρι και κοντά εις την φωτιά ψωμί. 10 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “φέρτε και από τα ψάρια, που επιάσατε τώρα”. 11 Ανέβηκε ο Σιμων Πετρος στο πλοιάριον και ετράβηξε εις την ξηράν το δίκτυ, γεμάτο από εκατόν πενήντα τρία μεγάλα ψάρια. Και ενώ τόσον πολλά και μεγάλα ήσαν τα ψάρια, δεν εσχίσθηκε το δίκτυον. 12 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε τώρα να φάτε το πρωϊνό σας φαγητό”. Κανείς δε από τους μαθητάς δεν ετολμούσε να τον εξετάση και να τον ερωτήση, ποιός είσαι συ, διότι όλοι εγνώριζαν πολύ καλά ότι αυτός είναι ο Κυριος. 13 Ερχεται λοιπόν ο Ιησούς και παίρνει το ψωμί εις τα χέρια του και τους το εμοίρασε, επίσης δε και το ψάρι. 14 Αυτή ήτο η τρίτη φορά, που εφανερώθηκε ο Ιησούς εις συγκεντρωμένους μαθητάς του, από την ημέραν που ανεστήθη εκ νεκρών.

Αρχαίο κείμενο
Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα





Πατήστε στην εικόνα για να διαβάσετε τη «Φωνή Κυρίου» της Κυριακής, έκδοση της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος