ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ Ϛ´ 3 - 11
3 Ἢ δὲν ἠξεύρετε, ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν μὲ πίστιν εἰς τὸν ἸησοῦνΧριστόν, συνταυτίσαντες τὴν ὕπαρξίν μας πρὸς αὐτόν, ἐγίναμεν διὰ τοῦ βαπτίσματος μέτοχοι τοῦ σταυρικοῦ του θανάτου καὶ ὁ παλαιός μας ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανεν, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ;
4 Ἐθαφθήκαμε λοιπὸν μαζὶ μὲ Αὐτὸν διὰ τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖον μᾶς ἔκαμε συγκοινωνοὺς τοῦ θανάτου του, ἵνα, καθὼς ἀκριβῶς ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς ἐνδόξου δυνάμεως τοῦ Πατρός, ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἀναστηθῶμεν εἰς νέαν ἐνάρετον καὶ ἁγίαν ζωὴν καὶ συμμορφώσωμεν τὴν διαγωγήν μας πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς ταύτης.
5 Ναί· ἀνεστήθημεν καὶ ἡμεῖς εἰς νέαν ἁγίαν ζωήν. Διότι, ἐὰν σὰν τὰ μαζὶ φυτευμένα καὶ θρεμμένα δέντρα ἔχωμεν γίνει ἕνα μὲ τὸν Χριστὸν εἰς τὸ βάπτισμα, ποὺ εἶναι ὁμοίωμα τοῦ θανάτου του, κατὰ φυσικὴν συνέπειαν θὰ γίνωμεν ἕνα καὶ εἰς τὴν ἀνάστασίν Του.
6 Θὰ γίνωμεν δὲ ἕνα μὲ τὸν Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἀνάστασίν Του ὑπὸ ἕνα ὅρον, ἐὰν δηλαδὴ γνωρίζωμεν, ὅτι ἡ διεφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν φύσις, ποὺ ἐκληρονομήσαμεν ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ἐσταυρώθη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν μυστηριακῶς διὰ τοῦ βαπτίσματος, διὰ νὰ γίνῃ ἀδρανὲς καὶ πεθαμένον τὸ δουλωμένον εἰς τὴν ἁμαρτίαν σῶμα μας, ὥστε νὰ μὴ γίνεται ὅργανον αὐτῆς καὶ νὰ μὴ εἴμεθα πλέον δοῦλοι καὶ σκλάβοι εἰς τὴν ἁμαρτίαν.
7 Καὶ δὲν πρέπει κατ’ οὐδένα λόγον νὰ εἴμεθα πλέον δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ ἀπεθάνομεν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν διὰ τοῦ βαπτίσματος. Διότι ὅποιος ἀπέθανεν ἔχει παύσει ἀπὸ τοῦ νὰ ἀμαρτάνη, καθ’ ὅσον ὁ πεθαμένος καὶ νεκρός, οὔτε ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν πειράζεται πλέον, οὔτε δύναται νὰ ἐνεργήσῃ ὁποιανδήποτε ἁμαρτίαν ἢ πρᾶξιν.
8 Δὲν εἴμεθα ὅμως καὶ ἐξ ὁλόκλήρου νεκροὶ καὶ πεθαμένοι. Ἐὰν ἀπεθάναμεν διὰ τοῦ βαπτίσματος μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ζῶντες ἤδη μετ’ αὐτοῦ τὴν ζωὴν τῆς χάριτος ἔχομεν πεποίθησιν, ὅτι καὶ θὰ ζήσωμεν μαζί του τὴν μακαρίαν ζωὴν τῆς αἰωνιότητος.
9 Ἔχομεν δὲ τὴν πεποίθησιν αὐτήν, διότι γνωρίζομεν, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστηθεὶς ἐκ νεκρῶν δὲν πεθαίνει πλέον· ὁ θάνατος δὲν ἔχει πλέον ἐξουσίαν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ δὲν δύναται νὰ τὸν κυριεύσῃ.
10 Καὶ δὲν τὸν κυριεύει πλέον ὁ θάνατος, διότι καὶ τότε ποὺ ἀπέθανεν, ἀπέθανε μιὰ φορὰ γιὰ πάντα διὰ νὰ καταλύσῃ τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ζωὴν δέ, τὴν ὁποίαν ζῇ τώρα ἀναστηθεὶς ἐκ νεκρῶν, ζῇ διὰ νὰ δοξάζῃ τὸν Θεὸν μεταδίδων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων τὴν ἁγίαν καὶ μακαρίαν καὶ ἀθάνατον ζωὴν τοῦ Θεοῦ.
11 Ὅπως δὲ ὁ Χριστὸς ζῇ διὰ τὸν Θεόν, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ θεωρῆτε τοὺς ἑαυτούς σας πεθαμένους μὲν καὶ νεκροὺς ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, ζωντανοὺς δὲ διὰ τὸν Θεόν, ἐνωμένους μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Κύριός μας.