ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΙΒ´ 32 - 40
32 Μὴν ἀνησυχῇς διὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ μὴ φοβεῖσαι σὺ τὸ ποίμνιόν μου, ποὺ φαίνεσαι, ἐν σχέσει πρὸς τὸ πλῆθος τῶν ἀπίστων, μικρόν, διότι ὁ Πατήρ σας εὐηρεστήθη νὰ δώσῃ εἰς σᾶς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἐὰν λοιπὸν τόσον μεγάλην δωρεὰν καὶ ἀπόλαυσιν σᾶς δίδῃ, πολὺ περισσότερον θὰ σᾶς δώσῃ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ ἐπίγεια.
33 Καὶ ἐὰν διὰ τὴν ἑξασφάλισιν τῆς οὐρανίου αὐτῆς βασιλείας τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σᾶς γίνωνται ἐμπόδιον, πωλήσατε ὅσα ἔχετε καὶ δώσατέ τα ἐλεημοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ μὲ τὴν ἐλεημοσύνην καὶ τὴν ἀγαθοεργίαν κάμετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας πουγγιά, ποὺ δὲν παληώνουν, θησαυρὸν ποὺ δὲν χάνεται καὶ δὲν λιγοστεύει· θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου δὲν πλησιάζει κλέπτῃς διὰ νὰ τὸν ἁρπάσῃ, οὔτε σκόρος τὸν καταστρέφει.
34 Πρέπει δὲ εἰς τοὺς οὐρανοὺς νὰ μεταφέρετε διὰ τῆς ἐλεημοσύνης τοὺς θησαυρούς σας, διὰ νὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας προσκολλημένη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ οὐράνια. Διότι ἐκεῖ, ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδία σας.
35 Ἡ μέση σας ἂς εἶναι ζωσμένη καλὰ καὶ τὰ λυχνάρια σας ἂς εἶναι πάντοτε ἀναμμένα. Μὲ ἄλλας λέξεις· ἐὰν θέλετε οἱ ἐν οὐρανοῖς θησαυροὶ νὰ γίνουν κτῆμα σας, πρέπει νὰ εἶσθε πάντοτε ἕτοιμοι καὶ ἄγρυπνοι προσέχοντες νὰ ἐκτελῆτε εἰς πᾶσαν περίστασιν τὰ παραγγέλματα τοῦ Κυρίου σας καὶ πρόθυμοι νὰ τὸν ὑπηρετήσετε.
36 Προκειμένου νὰ κατακτήσετε τὸν οὐρανόν, εἶσθε καὶ σεῖς ὅμοιοι πρὸς ἀνθρώπους, ποὺ περιμένουν τὸν κύριόν των, πότε θὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν ἀπὸ τοὺς γάμους, διὰ νὰ τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως, ὅταν ἔλθῃ καὶ κτυπήσῃ τὴν θύραν. Διότι καὶ ὁ ἰδικός σας Κύριος εὑρίσκεται τώρα εἰς τοὺς οὐρανούς, ἀπὸ τὴν ἀτελεύτητον πανήγυριν τῶν ὁποίων θὰ ἐπανέλθῃ, εἴτε κατὰ τὴν ἄγνωστον ὥραν τοῦ θανάτου διὰ τὸν καθένα σας, εἴτε κατὰ τὴν ἔνδοξον ἡμέραν τῆς δευτέρας παρουσίας του δι’ ὅλους.
37 Μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ὅταν θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος, θὰ τοὺς εὕρῃ νὰ ἀγρυπνοῦν. Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν θὰ γίνῃ διάκονός των καὶ θὰ ζώσῃ τὴν μέσην του, ὥστε νὰ μὴν ἐμποδίζεται εἱς τὰς κινήσεις του ἀπὸ τὸ ὑποκάμισον του, καὶ θὰ τοὺς βάλῃ νὰ καθίσουν καὶ ἀφοῦ ἔλθῃ πλησίον τους, θὰ τοὺς ὑπηρετήσῃ.
38 Καὶ ἐὰν ἔλθῃ μετὰ τὰ μεσάνυχτα κατὰ τὸ δεύτερον τετράωρον τῆς νυκτός, καὶ περὶ τὰ ἐξημερώματα κατὰ τὸ τρίτον τετράωρον ἐὰν ἔλθῃ καὶ τοὺς εὔρῃ ἔτσι, νὰ εἶναι ἄγρυπνοι δηλαδὴ καὶ νὰ τὸν περιμένουν, μακάριοι εἶναι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. Μὲ ἄλλας λέξεις μακάριοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι προσεκτικοὶ καὶ γρήγοροι περιμένουν ὡς πιστοί μου δοῦλοι τὴν παρουσίαν μου καὶ εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι νὰ ἐκτελέσουν τὸ θέλημά μου καὶ νὰ μὲ ὑποδεχθοῦν, ὁποτεδήποτε ἔλθω. Ὅπως αὐτοὶ μὲ ὑπηρετοῦν πιστῶς κατὰ τὴν νύκτα τοῦ παρόντος βίου, ἔτσι θὰ τοὺς ὑπηρετήσω καὶ ἐγὼ εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν, παρέχων εἰς αὐτοὺς τὰ αἰώνια ἀγαθά της.
39 Ἡξεύρετε δὲ ἐκ τῆς πείρας σας καὶ τοῦτο, ὅτι, ἐὰν ἐγνώριζεν ὁ νοικοκύρης εἰς ποίαν ὥραν ὁ κλέπτῃς ἔρχεται, θὰ ἔμενεν ἄγρυπνος, καὶ δὲν θὰ ἄφινε νὰ ἀνοιχθῇ τρῦπα εἰς τὸν τοῖχον τοῦ σπιτιοῦ του, διὰ τῆς ὁποίας ὁ κλέπτῃς θὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτὸ πρὸς ἁρπαγήν.
40 Καὶ σεῖς λοιπὸν ἀφοῦ δὲν ἠξεύρετε, πότε θὰ ἔλθῃ ὁ Κύριος, καὶ ἀφοῦ σᾶς εἶναι ἄγνωστος καὶ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου σας καὶ ὁ χρόνος τῆς δευτέρας παρουσίας, πρέπει νὰ ἐτοιμάζεσθε διαρκῶς, διότι, εἰς ὥραν ποὺ δὲν περιμένετε, ἔρχεται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἴτε διὰ τοῦ θανάτου δι’ ἕνα ἕκαστον ἀπὸ σᾶς, εἴτε διὰ τῆς δευτέρας παρουσίας του δι’ ὅλους.